Το πραγματικό βιογραφικό της Μαρίας Κουρκούτα γράφεται ταινία με την ταινία σαν μια ιστορία που δεν έχει αρχή μέση και τέλος, αλλά βρίσκεται σε μια διαρκή κίνηση, ανάμεσα σε πατρίδες «που σε κάνουν να νιώθεις λιγότερο ευάλωτος», μνήμες που δεν ήξερες ότι είχες, υλικά που έχουν ήδη χρησιμιοποιήθεί αλλιώς και χειροποίητες με την πρωταρχική έννοια της λέξης αφηγήσεις. Μόνιμη κάτοικος Παρισιού (όπου βρέθηκε πρώτη φορά το 2006 για να σπουδάσει φιλμική θεωρία και να πραγματοποιήσει έρευνα στο πλαίσιο του διδακτορικού της, με θέμα τον ρυθμό στον κινηματογράφο) επιστρέφει κάθε φορά στην Ελλάδα για να δώσει σχήμα στο σινεμά της - «πειραματικό» αν το δει κάποιος βιαστικά, «σε μια ανοιχτή συνομιλία με το χώρο και το χρόνο» αν το αφήσεις να σου μεταφέρει καθαρό το βίωμα από το οποίο έχει φτιαχτεί.
Με τρεις ταινίες στο ενεργητικό της, «Πρελούδια: 02, 03, 06, 07, 10 (Αναλύζα)» (2008-2012), «Επιστροφή στην Οδό Αιόλου» (2014) και «Φαντάσματα Πλανιούνται Πάνω από την Ευρώπη», σε συν-σκηνοθεσία με τη Νίκη Γιάνναρη (2016), αλλά και έναν ολόκληρο κόσμο από εικόνες, λέξεις και θραύσματα σινεμά, η Μαρία Κουρκούτα «μεγάλωσε» καλλιτεχνικά μέσα σε αυτοδιαχειριζόμενα εργαστήρια φιλμ, ενεργό μέλος των συλλογικοτήτων L'Etna και L'Abominable που πειραματίζονται με τα όρια ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ, τον αφηγηματικό και τον αφαιρετικό κινηματογράφο και αφήνει πλέον τη φωνή της να ακούγεται δυνατά στο σύγχρονο φιλμικό τοπίο.
National Road (Θήβα, 2013, από το φωτογραφικό αρχείο της Μαρίας Κουρκούτα)
Λίγο πριν το νέο της φιλμικό εγχείρημα με τίτλο «Χορικό» κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Διαγωνιστικό Τμήμα του «Cinema du Réel» τον Απρίλιο του 2022, η Μαρία Κουρκούτα θα βρεθεί στο Bios την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου για να παρουσιάσει τις τρεις ταινίες της, στο αφιέρωμα «Ελλάδα Τώρα» του Kino - Athens και να συνομιλήσει με τους θεατές.
Στο Flix μοιράζει τις σκέψεις της γύρω από το σινεμά, τους καλλιτέχνες και τα ρεύματα που την επηρέασαν, την πολιτική, τις παρεξηγημένες έννοιες του πειραματισμού, την κακή της σχέση με τα οικονομικά και την «αντίστροφα» καλή της σχέση με την Ελλάδα.
Η Μαρία Κουρκούτα στο εργαστήριο L'Etna
Συνεχίζεις μια πορεία σχεδόν όπως την ξεκίνησες. Μοναχικά, πειραματικά, πολιτικά, ασπρόμαυρα κι έγχρωμα. Πώς θα περιέγραφες το σινεμά που κάνεις;
Ναι, κυρίως ασπρόμαυρα…! Η πορεία μου είναι, πράγματι, κάπως μοναχική για δύο λόγους: Αφενός, γιατί δεν κατοικώ στην Ελλάδα όπου κάνω τα γυρίσματά μου, αλλά στη Γαλλία. Ομως, στη Γαλλία όπου εργάζομαι, δεν κρατώ την κάμερα ποτέ για δικά μου φιλμ. Αυτό, με το πέρασμα του χρόνου, δημιουργεί έναν περίεργο μετεωρισμό κι ένα μοναχικό τρόπο δουλειάς. Αφετέρου, ο τρόπος με τον οποίο ήρθα σε επαφή με την πρακτική του κινηματογράφου, όχι μέσω κάποιας σχολής, αλλά μέσα από αυτοδιαχειριζόμενες συλλογικότητες εμφάνισης και επεξεργασίας φιλμ που γνώρισα στο Παρίσι (όπως η l’Etna και το l’Abominable), ο τρόπος λοιπόν αυτός με ανάγκασε να περάσω πολύ χρόνο για να μπορέσω να κατανοήσω πράγματα απλά… Οπως τι θα πει εκθέτω ένα φωτόγραμμα στο φως, ότι οι εικόνες εμφανίζονται στο σκοτάδι, ότι το μοντάζ είναι μια χειρωνακτική δουλειά, ότι τραβάω θα πει έχω μόνο μια δεκάλεπτη μπομπίνα για να πω όλα όσα θέλω να πω, πως προβάλλω θα πει ανασαίνω μαζί με τον προτζέκτορα, γιατί συχνά δεν έχεις παρά μόνο μια κόπια φιλμ… Ολα αυτά, δεν είναι ρομαντισμός, είναι διαδικασίες χρονοβόρες και κοστοβόρες που σε εξωθούν σε μια σωματική σχέση με αυτό που κάνεις, όπου καταλήγεις να αναλαμβάνεις την ευθύνη, κάπως μοναχικά, για πολλά διαφορετικά πράγματα. Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως μετά από δέκα χρόνια όπου έκανα και τη φωτογραφία και το μοντάζ των ταινιών μου (και την εμφάνιση, πολλές φορές), θέλησα να βγω από αυτή τη μοναχικότητα. Γι’αυτό και στην τελευταία μου ταινία άφησα το μοντάζ στα χέρια της Κλερ Αθερτον. Είμαι ευγνώμων γι΄αυτή τη συνάντηση που είναι για εμένα ένα πολύτιμο μάθημα κινηματογράφου, κι όχι μόνον.
Ολη αυτή η άμεση επαφή με τα υλικά του κινηματογράφου έχει το καλό πως αφήνει μεγάλα περιθώρια για πειραματισμό. Συχνά μπερδεύουμε τον πειραματισμό με τον ερασιτεχνισμό ή με το «δεν ξέρω τι θέλω, οπότε ας δοκιμάσω εκατό πράγματα, και μετά βλέπουμε στο μοντάζ». Η δουλειά με το φιλμ σε προστατεύει και από τα δυο. Ως πειραματισμό εννοώ την ελευθερία που δίνει κανείς στον εαυτό του να «παίξει» με τα ίδια τα υλικά της τέχνης του, δίχως να τον νοιάζει ο θεατής. Και, φυσικά, αυτό μπορεί να το συναντήσει κανείς σε κάθε είδους ταινία – πειραματική, μυθοπλασίας ή άλλη – και σε κάθε εποχή.
Πού «ανήκει» το σινεμά σου μέσα στο σύγχρονο κινηματογραφικό γίγνεσθαι;
Δεν ξέρω αν αυτά που φτιάχνω ανήκουν κάπου, σε κάποια σχολή ή εποχή… Ομως η λογική ενός χειροποίητου κινηματογράφου, ο οποίος τροφοδοτείται και ζει χάρη στην παρακμή της παλιάς βαριάς κινηματογραφικής βιομηχανίας, που πετάει, κυριολεκτικά, στα σκουπίδια τα μηχανήματά της απ΄ όπου τα μαζεύουν και τα επιδιορθώνουν κάποιοι λιγοστοί κινηματογραφιστές, με έχει καθορίσει. Βέβαια, οι ταινίες που βγαίνουν από τέτοιες συλλογικότητες κινηματογραφιστών είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους αισθητικά. Ομως, σίγουρα έχω διαμορφωθεί από τις αγωνίες, τις αντιφάσεις, τις συγκρούσεις, τις συναντήσεις που είχα, και την πολιτική εξέλιξη αυτού του «χώρου», ο οποίος έχει αναπτυχθεί ιδιαιτέρως τα τελευταία είκοσι χρόνια στη Γαλλία και αλλού. Το λεγόμενο δίκτυο των FilmLabs.
Πρελούδια 02, 03, 06, 07 & Πρελούδιο 10 (Αναλύζα), 2008-2012
Ζω στη Γαλλία, για να μπορώ να κάνω ταινίες στην Ελλάδα. Και μπόρεσα να κάνω τις ταινίες που έκανα, επειδή έφυγα από την Ελλάδα. Μπορεί να σας φανεί περίεργο, αλλά με το χαρακτήρα που έχω, είμαι βέβαιη πως δεν θα είχα καταφέρει να κάνω ούτε μια ταινία εδώ. Προτίμησα να νιώθω ξένη απέναντι σε ξένους, παρά σε οικείους. Έχει να κάνει με το πού είμαστε λιγότερο ευάλωτοι, κι όχι απαραίτητα με το "πού είμαστε καλύτερα".»
Τι θα συναντήσει κανείς που θα παρακολουθήσει όλο σου το έργο μέχρι και σήμερα; Μπορείς να μας ξεναγήσεις στον κάθε σταθμό της μέχρι τώρα φιλμογραφίας σου;
Από το 2008 μέχρι το 2011, έφτιαξα μια σειρά ταινιών (πολύ) μικρού μήκους, τα Πρελούδια. Είναι σχεδόν αστείο, μού πήρε τρία χρόνια για να φτιάξω 14 λεπτά. Είναι φιλμ φτιαγμένα με στατικές εικόνες, με φωτογραφίες, που είχα τραβήξει σε ένα ταξίδι στη Νέα Υόρκη όπου πήγα για να συναντήσω μια φίλη. Κάθε φωτόγραμμα του φιλμ, δηλαδή κάθε εικοστό τέταρτο του δευτερολέπτου είναι ένα κολλάζ πολλών φωτογραφιών μαζί. Μεγάλη λεπτο-δουλειά για να βγει ένα δευτερόλεπτο… Τα έκανα για να καταλάβω πως λειτουργεί η κίνηση στο σινεμά. Σήμερα απορώ με αυτήν την εμμονή μου. Σε αυτά τα ταινιάκια μιμήθηκα με απλοϊκό τρόπο τους προ-κινηματογραφικούς μηχανισμούς προβολής. Επειτα, κάποια στιγμή, τα έδειξα σε έναν φίλο κινηματογραφιστή, ο οποίος μου πρότεινε να τα καταθέσω στη LightCone - διανομέα πειραματικού σινεμά - και κάπως έτσι, πολύ-πολύ δειλά, σκέφτηκα πως αυτά που φτιάχνω ίσως και να λέγονται «κινηματογράφος»…
Επειτα, το 2013, με μια κάποια νοσταλγία, αγάπη και πικρία μαζί για ό,τι θεωρούσα πατρίδα μου, ξεκίνησα να δουλεύω, να παίζω, με πλάνα από παλιές ελληνικές ταινίες: να τα μοντάρω, να απομονώνω δυο ή το πολύ τρία δευτερόλεπτα και με αυτά να βγάζω σαράντα ή και παραπάνω, μέσω των επαναλήψεων, των επιβραδύνσεων… Κι όλα αυτά, σε μια μείξη αφαιρετική και λυρική με θραύσματα ποιημάτων και το πιάνο του Μάνου Χατζιδάκι. Από αυτό προέκυψε η μικρού μήκους Επιστροφή στην οδό Αιόλου, που έτυχε μιας αναπάντεχης για μένα υποδοχής. Ηταν ένα μεγάλο μάθημα γιατί κατάλαβα πως όσο πιο προσωπικός είναι κανείς, τόσο πιο βαθιά, ριζικά, ενδέχεται να αγγίξει κάποιους θεατές - κι ας χάσει πολλούς άλλους. Μετά, γύρω στα τέλη του 2016, κάναμε μαζί με τη Νίκη Γιάνναρη το μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ για τους μετανάστες στην Ειδομένη, λίγο πριν και αφότου έκλεισαν τα σύνορα. Τα Φαντάσματα Πλανιούνται Πάνω από την Ευρώπη, παίχτηκαν σε περίπου τριάντα φεστιβάλ και βγήκαν στις γαλλικές αίθουσες το 2017, αλλά στην Αθήνα θα παιχτούν για πρώτη φορά την ερχόμενη Πέμπτη, χάρη στην πρόταση της ομάδας του KinoAthens. Είναι μια ταινία, όχι για τους μετανάστες, αλλά για το βλέμμα μας προς αυτούς. Κι όσο κι αν το θέμα έμοιαζε (και δυστυχώς εξακολουθεί να είναι) επίκαιρο, το κάναμε με τρόπο που να μπορεί να αγγίξει, να ανοίξει, ερωτήματα που να αφορούν και στο παρελθόν, και στο μέλλον, όλων μας.
Επιστροφή στην Οδό Αιόλου (Εξι Λαϊκές Ζωγραφίες), 2013
Η μνήμη, η Ιστορία, η ανθρώπινη κατάσταση. Είναι αυτά τα κυρίαρχα κομμάτια του έργου σου; Τι άλλο βρίσκουμε μέσα στις ταινίες σου σαν αναζητήσεις, σαν θραύσματα από αναμνήσεις και σκέψεις; Ποιες είναι οι προβληματικές που σε απασχολούν;
Με έναν τρόπο γενικό, ό,τι κάνω συνδέεται πάντα με μια ανάγκη ζωτική, συχνά επείγουσα, να βρεθούν οι ρυθμοί και οι εικόνες ενός ιστορικού βάθους που φέρουν ή κρύβουν τα πράγματα που μας περιβάλλουν, η τωρινή κατάσταση… Σα να φυσάς και να σηκώνεις στον αέρα τη σκόνη ενός παλιού επίπλου ή να ψάχνεις στον παρόντα χρόνο ζωντανά ίχνη του παρελθόντος, «φαντάσματα», που αν τους δώσεις φωνή ίσως διαφανεί μια προοπτική για ένα αλλιώτικο μέλλον, ιστορικό, πολιτικό, φαντασιακό… Την «Επιστροφή στην Οδό Αιόλου», την έκανα για να εκφράσω κάτι για το σήμερα, με υλικά του παρελθόντος που ίσως θεωρούσαμε ξεχασμένα ή τετριμμένα. Στα «Φαντάσματα», στην Ειδομένη, είναι σα να είδαμε σε μια γωνιά της χώρας, σε μια γκρίζα μεθόριο, πρόσωπα από την ιστορία των λαών της Ευρώπης που αναμοχλεύουν ένστικτα, επιθετικά ή συγκινητικά…
Παρόλα αυτά, δεν είναι ποτέ αυτή καθαυτή η θεματική που με κινητοποιεί στο να κάνω μια ταινία. Ολα αυτά, με κάποιον τρόπο, ενυπάρχουν στην προβληματική μου, δεν το προαποφασίζω. Μερικές φορές ξεκινώ ένα γύρισμα ή ακόμη και το μοντάζ, και δεν ξέρω γιατί και τι θα κάνω. Το άγχος μου για το τεχνικό κομμάτι – επειδή εγώ κρατώ την κάμερα – με έναν περίεργο τρόπο με κάνει να είμαι πιο ελεύθερη ως προς αυτά που κοιτώ. Προσπαθώ να τα αισθανθώ μέσω της εικόνας, προτού τα αναλύσω με το νου, όσο αυτό είναι δυνατό. Κατά τα λοιπά, μού αρέσει να κοιτάζω τις μικρές χειρονομίες των ανθρώπων, να ακούω τον ρυθμό των πραγμάτων, να μοιράζομαι μέσω των εικόνων συναισθήματα που δεν μπορούν να γίνουν λόγος. Με απασχολεί πολύ η ηθική θέση που συνιστά το καδράρισμα, η αναζήτηση της «σωστής» απόστασης ή εγγύτητας από τα πράγματα. Με απασχολεί πολύ το πώς ο ρυθμός μιας ταινίας αποκτά μια πολιτική διάσταση. Τέλος, με απασχολεί να δοκιμάζω κάθε φορά και κάτι παραπάνω, σα μέθοδο και σαν αισθητική φόρμα, με αποτέλεσμα να νιώθω πως ξεκινώ πάντα από το μηδέν κι έπειτα, συχνά, να τρέχω για να διορθώσω ένα σωρό ατέλειες, μερικές φορές και χρόνια αφότου έχει τελειώσει μια ταινία… Αλλά έχει και μια τρέλα αυτό, έναν ερασιτεχνισμό που σε οδηγεί στην τεχνογνωσία, μέσω της χειρωναξίας.
Από που αντλείς έμπνευση για κάθε νέο πρότζεκτ; Τι είναι αυτό που αναζητάς κάθε φορά πριν καταπιαστείς με τη δημιουργία μιας νέας ταινίας;
Στην αρχή, συχνά πηγαίνω στα τυφλά, ακόμη και στο μοντάζ. Προσπαθώ να είμαι όσο πιο ανοιχτή γίνεται, να είμαι ειλικρινής, παρά σαφής. Προσπαθώ να υπερασπίζομαι ως θέση την ελευθερία αυτή στη διαδικασία της παραγωγής, αλλά γι’αυτό χρειάζομαι ανθρώπους με τους οποίους να προϋπάρχει μια σχέση εμπιστοσύνης. Κι αυτό παίρνει πολύ χρόνο για να χτιστεί. Οπότε, ακολουθώ μια κρυφή επιθυμία, η οποία σιγά σιγά γίνεται όλο και πιο «υλική», κι είναι αυτό εντέλει που με οδηγεί στο να ολοκληρώσω ένα σχέδιο. Κατά τα λοιπά, αντλώ έμπνευση από μια βαθύτερη ανάγκη να αποδοθεί ένα κάποιο νόημα σε έναν κόσμο, κι αυτό το νόημα να εγγράφεται στις εικόνες, δίχως επεξηγήσεις. Είναι σα να θες να αποκαταστήσεις μια δικαιοσύνη. Μπορεί να ακούγεται λιγάκι αφηρημένο, αλλά στ’αλήθεια συχνά φτιάχνω πράγματα για να μην πέσω σε ένα κενό όπου τίποτα δεν έχει νόημα, όπου τίποτα δε στέκει.
Athens Sky (Αθήνα, 2016, από το φωτογραφικό αρχείο της Μαρίας Κουρκούτα)
Ο Γκοντάρ έλεγε πως το θέμα δεν είναι να κάνει κανείς πολιτικό σινεμά, αλλά να κάνει σινεμά πολιτικά. Υπηρέτησα αυτή τη λογική για αρκετά χρόνια με έμπρακτο τρόπο, συμμετέχοντας στις συλλογικότητες που προανέφερα. Τώρα πια αρχίζω να καταλαβαίνω πως το πολιτικό στην τέχνη δεν αφορά μόνο στον τρόπο, ούτε ο τρόπος είναι αυτοσκοπός. Δηλαδή, δεν αρκεί.»
Η Ελλάδα παραμένει μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για το έργο σου; Παρά το γεγονός ότι ζεις μακριά, μοιάζει να επιστρέφεις εδώ για να κάνεις σινεμά; Νιώθεις πως τώρα που είσαι μακριά μπορείς να επιστρέψεις πιο σοφή, πιο έτοιμη να γνωρίσεις την πραγματική Ελλάδα; Πώς μοιάζει;
Ζω στη Γαλλία, για να μπορώ να κάνω ταινίες στην Ελλάδα. Και μπόρεσα να κάνω τις ταινίες που έκανα, επειδή έφυγα από την Ελλάδα. Μπορεί να σας φανεί περίεργο, αλλά με το χαρακτήρα που έχω, είμαι βέβαιη πως δεν θα είχα καταφέρει να κάνω ούτε μια ταινία εδώ. Προτίμησα να νιώθω ξένη απέναντι σε ξένους, παρά σε οικείους. Έχει να κάνει με το πού είμαστε λιγότερο ευάλωτοι, κι όχι απαραίτητα με το «πού είμαστε καλύτερα». Αργότερα, βρήκα συγγένειες κινηματογραφικές που ένιωσα σα καταφύγιο για κάποια χρόνια. Ωστόσο, ποτέ δεν είπα «από σήμερα, κάνω σινεμά». Ήμουν εκεί από τα είκοσι τέσσερα, δούλευα και δεν έπαψα να δουλεύω, και δεν εννοώ μόνο για τις δικές μου ταινίες. Ομως είναι αλήθεια ότι, στο Παρίσι, είδα πως μπορείς να κάνεις κινηματογράφο και χωρίς να έχεις τελειώσει μια τεχνική σχολή. Άλλωστε, δεν προέρχομαι από μια οικογένεια που θα με στήριζε σε κάτι τέτοιο. Εμαθα ό,τι έμαθα από άλλους κινηματογραφιστές στα πλαίσια συλλογικοτήτων κι όχι μιας κάστας ανθρώπων της παραγωγής όπου τα πράγματα είναι πιο άγρια και «κλειστά», είδα πως το να κάνεις ταινίες μπορεί να γίνει και με πολύ λίγα χρήματα, κι εντέλει πως για να πιάσεις στα χέρια ένα κομμάτι φιλμ δε χρειάζεται να πας ούτε στο μουσείο, ούτε να δουλεύεις για κάποια μεγάλη παραγωγή. Όμως, όλα αυτά, πήραν πολύ χρόνο και κόπο.
Και ναι, είναι γεγονός πως φεύγοντας για το Παρίσι, και μάλιστα χωρίς να μιλώ τη γλώσσα, λόγω της ξενότητας χρειάστηκε σε στιγμές να επαναπροσδιοριστώ, εξαρχής. Να συναντήσω αλλιώς ό,τι μέσα μου θεωρούσα πως με είχε ορίσει. Δηλαδή, μού χρειαζόταν αυτή η απόσταση για να δω πράγματα που, πιο πριν, ήταν απλά μπροστά μου. Δεν ξέρω ποια είναι η «πραγματική» Ελλάδα, με τον ίδιο τρόπο που δεν πιστεύω πως ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη του ρεαλισμού ή της αντικειμενικότητας. Ούτε νιώθω πως «επιστρέφω» στην Ελλάδα όταν έρχομαι, ούτε και στη Γαλλία όταν πηγαίνω. Νιώθω σαν να ισορροπώ σε ένα τεντωμένο σκοινί, που κάθε ημέρα χρειάζεται να κάνω κάτι για να μη σπάσει. Κατά τα λοιπά, είναι γεγονός πως, στη Γαλλία, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ποτέ δεν έχω νιώσει την ανάγκη να κάνω μια ταινία που να εκτυλίσσεται εκεί. Ο,τι με συγκινεί, βρίσκεται μάλλον προς τα εδώ. Ίσως αυτό αλλάξει, δεν το γνωρίζω. Πάντως για την ώρα, έτσι είναι.
Ποιες είναι οι κινηματογραφικές σου (και όχι μόνο) αναφορές; Σε ποιους σκηνοθετες, καλλιτέχνες ή θεωρητικούς ανατρέχεις συνειδητά ή ασυνείδητα όταν δουλεύεις; Από τον ελληνικό χώρο σε ποιους χρωστάς διαρκή έμπνευση και γιατί - πώς μπορούμε να τους διακρίνουμε μέσα στο έργο σου;
Οι κινηματογραφικές μου αναφορές είναι συχνά εκτός κινηματογράφου. Με τον ίδιο τρόπο που ο Θόδωρος Αγγελόπουλος υπήρξε φοβερός χορογράφος, θεωρώ τη Λένα Πλάτωνος μια από τις σπουδαιότερες μαιτρ της τέχνης του μοντάζ, από την οποία έχω επηρεαστεί βαθιά. Μού έρχονται επίσης στο νου οι Στέρεο Νόβα. Κάθε κομμάτι τους ήταν σα μια μικρού μήκους ταινία – μια σπουδή για τη συμπύκνωση εικόνων και συναισθημάτων. Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ένας φιλόσοφος για το τι εστί πολιτικό στην τέχνη, μέσα από το έργο και τις πράξεις του. Στον ελληνικό κινηματογράφο αγαπώ και θαυμάζω πάρα πολλούς ανθρώπους. Ο Αγγελόπουλος που προανέφερα είναι ένας από αυτούς - άλλωστε κυριολεκτικά αγάπησα το σινεμά το βράδυ που είδα το Ταξίδι στα Κύθηρα. Νωρίτερα, με ενδιέφερε μονάχα η μουσική. Επίσης, ο Κανελλόπουλος, η Μαρκετάκη, ο Τορνές, ο Σφήκας, η Αγγελίδη ή άνθρωποι που δουλέψαν στο εξωτερικό όπως ο Παπατάκης, οι Κλωνάρη και Θωμαδάκη, ο Μπίστικας, ή ακόμη, πιο σύγχρονοι, όπως ο Γιάνναρης, ο Κούτρας, ο Οικονομίδης και πολλοί άλλοι που ξεχνώ… Είναι εξαιρετικά συγκινητικές και μοναδικές περιπτώσεις. Η αγαπημένη μου ελληνική μικρού μήκους ταινία είναι το Επισκεφτείτε την Ελλάδα του Λαμπρινού, που φτιάχτηκε στη Σοβιετική Ένωση το 1968.
Σχετικά με τις αναφορές που υπάρχουν στις ταινίες μου… Στην Επιστροφή στην οδό Αιόλου φαίνεται, νομίζω, όλη μου η αγάπη για τον λαϊκό, ας τον πούμε, κινηματογράφο, και κάποιους ηθοποιούς του. Ωστόσο, σα φόρμα, η ταινία έχει αναφορές μάλλον αλλού: στον Ζαν Επστάιν ως προς τις διπλοτυπίες, τον Αϊζενστάιν ως προς την ισορροπία μεταξύ τραγικού και μπουρλέσκου στα πρόσωπα, τον Παζολίνι της La Rabbia ως προς το λυρισμό, τις Ιστορίες του κινηματογράφου του Γκοντάρ ως προς την ελευθερία του να αλλοιώνει κανείς εικόνες για να τις αποκαλύψει αλλιώς… Είναι εικόνες και έργα που έχω αγαπήσει πάρα πολύ, κι ό,τι αγαπάμε καθορίζει κάπως ερήμην μας το βλέμμα μας. Κάποιες από τις αναφορές αυτές, τις αντιλήφθηκα μάλιστα εκ των υστέρων. Για παράδειγμα, όταν είδα ξανά, μετά από πολλά χρόνια, τις «Κρυστάλλινες Νύχτες» της Μαρκετάκη, και είδα ένα πλάνο όπου η πρωταγωνίστρια κοιτάζει από το παράθυρο τον νεαρό πωλητή πάγου, υπάρχει μια πολύ συγκεκριμένη επιβράδυνση, με ταυτόχρονη διπλοτυπία. Με έκπληξη κατάλαβα πως είχα σχεδόν αντιγράψει το πλάνο - γιατί έτσι ακριβώς δούλεψα ένα κοντινό του Χορν στην Αιόλου – το οποίο όμως είχα κυριολεκτικά ξεχάσει!
Στην Ειδομένη, όπου φτιάξαμε τα «Φαντάσματα», μού ερχόταν συνέχεια στο νου το «D’Est» της Σαντάλ Ακερμάν. Ηταν η πρώτη φορά που τραβούσα ψηφιακά και προσπαθούσα να αυτοπεριοριστώ ως προς τη διάρκεια των πλάνων, διότι το ψηφιακό προσφέρεται για «κατανάλωση εικόνων». Σκεφτόμουν πως η διάρκεια πρέπει να αποφασίζεται στο γύρισμα κι όχι στο μοντάζ. Κι είναι μια ταινία όπου πειραματίστηκα πολύ με τις διάρκειες. Είχα την ταινία της Ακερμάν σαν αίσθηση, σαν οδηγό, στο κεφάλι μου. Με τη Νίκη, σκεφτόμασταν επίσης συχνά το «Μετέωρο Βήμα του Πελαργού», αλλά σχεδόν ανεκδοτολογικά: πολλές στιγμές ήταν σα να ζούσαμε την ταινία (αν θυμάστε αφορούσε έναν δημοσιογράφο που πηγαίνει για ρεπορτάζ στα σύνορα). Μια άλλη έντονη αναφορά, κυρίως ως προς τα κάδρα, ήταν οι ταινίες του αγαπημένου φίλου μου Φιλίπ Κοτέ, που πέθανε λίγο αργότερα.
Τα τελευταία χρόνια ανακάλυψα κι αγάπησα πάρα πολύ τον κινηματογράφο του Αυστριακού Μίχαελ Γκλαβόγκερ. Ισως με έναν πολύ έμμεσο τρόπο, στην τελευταία μου ταινία να υπάρχει μια γέφυρα με τον κινηματογράφο του. Τη γύρισα σε ένα καρνάγιο της Θεσσαλονίκης. Παρόλα αυτά θα μού φαινόταν υπερφίαλο να πω πως οι εικόνες μου μοιάζουν με τις δικές του. Μιλάμε για έναν πολύ σπουδαίο κινηματογραφιστή. Επίσης, η τελευταία μου ταινία μπορεί να θυμίσει σε κάποιους έργα του Γιάννη Κουνέλλη. Αλλά ήταν το σκηνικό τέτοιο!
Φαντάσματα Πλανιούνται πάνω από την Ευρώπη, 2016
Δε γνωρίζω αν η εποχή επιτρέπει πειραματισμούς. Εγώ θα έλεγα μάλλον το αντίθετο γιατί βλέπω πολλά όμοια, μεταξύ τους, πράγματα. Σαν όλα να παίζονται από τον ίδιο DCP προτζέκτορα. Βλέπω, συχνά, κόσμο που θέλει οπωσδήποτε κάτι να πει, αλλά δεν ξέρει τι, κι αυτό ταυτίζεται άδικα με τον πειραματισμό. Δε λέω, όλοι θέλουμε κάτι να πούμε και να αρέσουμε, αλλά την ώρα της δημιουργίας δεν ξέρω αν είναι βοηθητικό ή ευνουχιστικό το να σκέφτεται κανείς το θεατή. Εντέλει, ο πειραματισμός δε θα έπρεπε να είναι ένα αποτέλεσμα, αλλά μια διαδικασία, μια θέση πολιτική παρά αισθητική. Και μια πηγαία αγάπη για τα εργαλεία του κινηματογράφου.»
Είναι το σινεμά σου πολιτικό;
Εξαρτάται τι εννοείτε «πολιτικό»… Δεν κάνω πολιτική μέσω του κινηματογράφου. Δε με ενδιαφέρουν τα «μηνύματα». Στέλνω ένα μπουκάλι στον ωκεανό και περιμένω με αγωνία ανταπόκριση, μια συνάντηση. Θεωρώ πολιτικότερο του μεγάλου πολιτικού Παζολίνι τον Κρις Μαρκέρ, κι αναρωτιέμαι όπως και τόσοι άλλοι καλλιτέχνες, γιατί στην εκτυφλωτική εποχή μας «δεν επιβιώνουν οι πυγολαμπίδες», όπως λέει κι ο Γάλλος φιλόσοφος Ζορζ Ντιντί-Ουμπερμάν.
Τι είναι πολιτικό σινεμά; Υπάρχει λόγος να υπάρχει πολιτικό σινεμά; Και αν ναι, πώς φτιάχνεται;
Τι είναι πολιτικό σινεμά; Ο Γκοντάρ έλεγε πως το θέμα δεν είναι να κάνει κανείς πολιτικό σινεμά, αλλά να κάνει σινεμά πολιτικά. Υπηρέτησα αυτή τη λογική για αρκετά χρόνια με έμπρακτο τρόπο, συμμετέχοντας στις συλλογικότητες που προανέφερα. Τώρα πια αρχίζω να καταλαβαίνω πως το πολιτικό στην τέχνη δεν αφορά μόνο στον τρόπο, ούτε ο τρόπος είναι αυτοσκοπός. Δηλαδή, δεν αρκεί.
Κατά τα λοιπά, ο καθένας μας, από τη στιγμή που τοποθετεί κάπου μια κάμερα και επιλέγει ένα κάδρο, αναλαμβάνει μια ηθική ευθύνη απέναντι σ΄αυτό που επιλέγει να κοιτάξει. Γιατί την ίδια στιγμή, επιλέγει να μη κοιτάξει κάπου αλλού. Με αυτή την έννοια, κάθε εικόνα κρύβει μια πολιτική θέση, όχι όμως – ευτυχώς – κι ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ή μια τετελεσμένη άποψη. Φυσικά, πάντα υπάρχει λόγος να γίνονται ταινίες με άμεσα πολιτική θεματολογία, αφής στιγμής οι αδικίες και οι ανισότητες δεν παύουν. Απλά, για κάποιον που αγαπά το σινεμά, είναι σχεδόν υποχρέωσή του να μιλά πολιτικά, πρωτίστως μέσω μιας καθαρά κινηματογραφικής γλώσσας. Ο Βερτόφ, ο Ταρκόφσκι, ο Βισκόντι, ο Ταρ, ο Αγγελόπουλος στην Ελλάδα, τόσοι σπουδαίοι κινηματογραφιστές το κατάφεραν…
Με την ευκαιρία, όμως, θα ήθελα να θίξω κάτι που νομίζω πως μπλοκάρει τους κινηματογραφιστές, κυρίως αυτούς που ξεκινούν. Πολύ συχνά, άνθρωποι πολιτικοποιημένοι και σκεπτόμενοι εκλαμβάνουν την αισθητική θέση και έγνοια, τη φροντίδα για την εικόνα, ως εστετισμό, δηλαδή μια «πολυτέλεια». Αυτή η… πλατωνική, κατά βάθος, λογική, εκλαμβάνει την εικόνα ως «ψέμα», ως είδωλο που πρέπει να γεμίσει με τη «σωστή πραγματικότητα». Ομως οι εικόνες δεν είναι αντικείμενα, ούτε μεταφορικό μέσο για παράδοση μηνυμάτων. Μας είχε τύχει, σε μια προβολή των «Φαντασμάτων», να δεχτούμε μια σφοδρή κριτική για τα «φροντισμένα» κάδρα των μεταναστών. Τόσους αιώνες, ακούσατε κανέναν να παραπονιέται για τις αριστουργηματικές αναπαραστάσεις του Χριστού στην τέχνη; Λοιπόν, αυτό δημιουργεί μεγάλο πρόβλημα στους κινηματογραφιστές που, αντί να τους αφήνουμε ήσυχους να βρουν μια δική τους γλώσσα - γιατί αυτή είναι η δουλειά τους - τελικά, οι ίδιοι, μες την έγνοια τους να «μιλήσουν πολιτικά», μιμούνται την πιο εμπορική και τυποποιημένη γλώσσα, αυτήν της τηλεόρασης: ρεπορτάζ, συνεντεύξεις, επεξηγηματικά πλάνα, αφήγηση μόνο με διαλόγους, να μείνουμε πιστοί στο σενάριο, να «μη μας φύγει ο θεατής». Θυμώνω πολύ όταν υποτιμάμε τόσο τους θεατές….
Χορικό, 2022
Πειραματίζεσαι εδώ και χρόνια με τις φόρμες, τα είδη, τις μορφές της κινηματογραφικής αφήγησης. Ξαφνικά γύρω μας βλέπουμε ολοένα και περισσότερα κινηματογραφικά υβρίδια. Είναι μια εποχή για πειραματισμούς; Τι προσφέρει η ακύρωση των ειδών και των ορίων στην κινηματογραφική γλώσσα;
Πειραματίζομαι με την έννοια πως σε κάθε κινηματογραφική απόπειρα, προσπαθώ να ανέβω ένα σκαλοπάτι, να μάθω κάτι καινούριο. Και να συναντήσω καινούριους φίλους. Είμαι πολύ αργή σε αυτά που μαθαίνω. Δε γνωρίζω αν η εποχή επιτρέπει πειραματισμούς. Εγώ θα έλεγα μάλλον το αντίθετο γιατί βλέπω πολλά όμοια, μεταξύ τους, πράγματα. Σαν όλα να παίζονται από τον ίδιο DCP προτζέκτορα. Βλέπω, συχνά, κόσμο που θέλει οπωσδήποτε κάτι να πει, αλλά δεν ξέρει τι, κι αυτό ταυτίζεται άδικα με τον πειραματισμό.
Δε λέω, όλοι θέλουμε κάτι να πούμε και να αρέσουμε, αλλά την ώρα της δημιουργίας δεν ξέρω αν είναι βοηθητικό ή ευνουχιστικό το να σκέφτεται κανείς το θεατή. Εντέλει, ο πειραματισμός δε θα έπρεπε να είναι ένα αποτέλεσμα, αλλά μια διαδικασία, μια θέση πολιτική παρά αισθητική. Και μια πηγαία αγάπη για τα εργαλεία του κινηματογράφου.
Να μη ξεχνάμε από πού ερχόμαστε. Από κει και πέρα, δεν ξέρω αν υπάρχει ακύρωση ειδών ή ορίων, αλλά σαν ιδέα δεν μού ακούγεται άσχημη. Αρκεί να εξυπηρετεί μια ανάγκη κι όχι κάποιο φεστιβάλ ή κοινωνικό μέσο. Τα υπόλοιπα, οι κατηγορίες και τα είδη, είναι δουλειά των ιστορικών.
Γυναίκα δημιουργός σε ένα κόσμο που προσπαθεί ακόμη με κάθε τρόπο να αντιληφθεί τις έννοιες των ίσων δικαιωμάτων και ευκαιριών; Πού στέκεσαι στη συζήτηση για την ποσόστωση των γυναικών στο σινεμά; Πόσο σημαντικό είναι να ακούγονται περισσότερες ιστορίες γυναικών; Υπάρχει κατά τη γνώμη σου «γυναικείο βλέμμα»;
Από το τέλος προς την αρχή: Γυναικείο βλέμμα μόνον γι΄αυτές που το επιθυμούν και το αναλαμβάνουν. Το να αφηγείται κάθε μια την ιστορία της, είναι ούτως ή άλλως αντιεξουσιαστικό. Ποσόστωση; Εχω κάκιστη σχέση με τα οικονομικά! Οσο για το «ίσες ευκαιρίες και δικαιώματα» είναι θέμα ανεξάντλητο και δεν αφορά μόνο τα φύλα.
Το σινεμά σε πλατφόρμα, το σινεμά σε ένα smartphone, το σινεμά παντού... Ζούμε το τέλος του σινεμά; Ή μια νέα αρχή; Σε ποια πλευρά βρίσκεσαι στη διαμάχη ανάμεσα στο σινεμά στην αίθουσα και το σινεμά στο σπίτι;
Υπήρξε για πολύ καιρό μια συζήτηση για «το τέλος του κινηματογράφου» που άνοιξε ο Γκοντάρ, γράφτηκαν πολλές σελίδες και τσακώθηκαν πολλοί αναμεταξύ τους. Και πέρασαν τα χρόνια, κι ούτε ο Γκοντάρ πέθανε, ούτε ο κινηματογράφος - ακόμα τουλάχιστον! Ο κινηματογράφος έχει, θαρρώ, δυο προϋποθέσεις χωρίς τις οποίες δεν υφίσταται: τη συλλογική εμπειρία και το σκοτάδι. Εάν αυτό συμβαίνει σε κλειστή αίθουσα ή σε ένα χωράφι - όπως το Τέμενος του Γκρέγκορυ Μαρκόπουλου - δεν έχει διαφορά. Επίσης, αν οι νέοι κινηματογραφιστές βλέπουν όλες αυτές τις ταινίες που συλλέγουν στους σκληρούς δίσκους τους, θαρρώ πως μόνο καλό είναι για το μέλλον του κινηματογράφου! Η τεχνολογική εξέλιξη έχει πολύ ενδιαφέρον για το πρακτικό κομμάτι κι όχι μόνο. Εάν ο Αϊζενστάιν ζούσε στην εποχή μας μπορεί να πειραματιζόταν με την προβολή των 360 μοιρών. Είχε μεγάλο πάθος για κάθε νέα εφεύρεση που αφορούσε στις εικόνες. Σε ό,τι αφορά τον θεατή, εάν δε θέλει όλοι οι κινηματογράφοι να γίνουν σούπερ μάρκετ, πρέπει να αναλογιστεί την ευθύνη του, να αναλογιστεί για πόσο ακόμα θα μπορεί να μοιράζεται, στο ημίφως και στη σιωπή, έναν κόσμο με τους γύρω του. Ομολογώ πως δεν ξέρω τι θέση έχουν οι… «τελετές» στην εποχή μας… Πάντως οι πλατφόρμες, εκτός των άλλων, δίνουν δουλειά σε πάρα πολύ κόσμο, κι αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο.
Τι είναι το «Χορικό» που διαγωνίζεται στο Cinema du Réel; Τι σε οδήγησε μέχρι το καρνάγιο στη Θεσσαλονίκη; Τι συνδέει το «Χορικό» με τον κόσμο γύρω μας; Πώς συνδέεται με το υπόλοιπό σου έργο;
Ξεκίνησα τα γυρίσματα το 2012 και αποφάσισα να τα σταματήσω το 2020. Το μοντάζ προέκυψε μετά από μια μακρά περίοδο όπου αναρωτιόμουν σοβαρά για το εάν θέλω και εάν μπορώ να συνεχίσω να φτιάχνω ταινίες… Γεννήθηκε κι αυτή τα χρόνια της λεγόμενης κρίσης… Αλλά είναι μια ταινία που δεν μιλά για την «κρίση», αλλά για το τι συμβαίνει παραδίπλα, στην άκρη, σε έναν τόπο που ορίζεται από μια άλλη χρονικότητα. Δείχνει ανθρώπους που δουλεύουν, τραβάνε σκοινιά ή σπρώχνουν καράβια, κάθε μέρα, αδιάκοπα, με μεγάλη αγάπη και πείσμα για αυτό που κάνουν. Είναι μια ταινία για ανθρώπους που «αντιστέκονται, επειδή κρατούν το ρυθμό τους», όπως έλεγε κάπου ο Zil Ντελέζ. Μια ταινία «πολιτικό πρόγραμμα» για το τι να κάνουμε με το βάρος που σηκώνουμε στις πλάτες μας! Αστειεύομαι, φυσικά…!
Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το έργο της Μαρίας Κουρκούτα στο επίσημο site της.
Δείτε εδώ το τρέιλερ για το «Χορικό»:
Την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου στις 21.00 το Kino-Athens θα παρουσιάσει το έργο της Μαρίας Κουρκούτα στο Bios Cinematheque, παρουσία της ίδιας. Ως μέλος της ομάδας των επιμελητών προγραμματισμού του Kino-Athens, η Μαρία Κουρκούτα θα παρουσιάσει για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό το καλλιτεχνικό έργο των δύο αυτοδιαχειριζόμενων κινηματογραφικών κοινοτήτων L'Etna και L'Abominable, που πειραματίζονται με τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ, αφηγηματικού και αφαιρετικού κινηματογράφου την Πέμπτη 3 Μαρτίου 2022. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες για το Kino Athens στο επίσημο site του και στην επίσημη σελίδα του στο Facebook