Άποψη

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2016: Οσα μάθαμε από τις φετινές υποψηφιότητες

στα 10

Οπως κάθε χρόνο, η ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων για τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου φέρνει μαζί της και μια σειρά από στατιστικά, εκπλήξεις και ένα - συχνά παραμορφωτικό - «καθρέφτη» του ελληνικού σινεμά σήμερα.

Βραβεία Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2016: Οσα μάθαμε από τις φετινές υποψηφιότητες

Σε μια από τις πιο σχιζοφρενικές χρονιές για το ελληνικό σινεμά, οι υποψηφιότητες για τα φετινά Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου έρχονται να σφραγίσουν το εδώ και τώρα μιας παραγωγής που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε πιθανό τρόπο, μέσα σε πραγματικά αντίξοες συνθήκες.

Η χρονιά που πέρασε (και πάντοτε σε συνάρτηση με τις ταινίες που υποβλήθηκαν για να συμμετάσχουν στη φετινή ψηφοφορία) καθορίστηκε στο εσωτερικό από την τεράστια εμπορική επιτυχία του «Ενας Αλλος Κόσμος» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (που πλησιάζει τα 700.000 εισιτήρια), από την επανεμφάνιση μεγάλων παραγωγών που δεν έπεισαν μαζικά το κοινό (όπως το «Ουζερί Τσιτσάνης» του Μανούσου Μανουσάκη) και από την πολυπληθή έξοδο ελληνικών ταινίων στις αίθουσες (σε μεγάλη, μικρή μέχρι και μικροσκοπική διανομή) οι οποίες πέρασαν έως και απαρατήρητες.

Αναμεσά τους και οι καλύτερες ελληνικές ταινίες της χρονιάς, όπως το «Chevalier» της Αθηνάς Τσαγγάρη που ενθουσίασε και βραβεύθηκε εκτός συνόρων για να φτάσει στην Ελλάδα και να σνομπαριστεί από τους Ελληνες θεατές (κάνοντας μόνο κάτι περισσότερο από 5.000 εισιτήρια), η το «Τετάρτη 04.45» του Αλέξη Αλεξίου που έφτασε τους παραλίγο 10.000 θεατές και το «Interruption» του Γιώργου Ζώη που σε πολύ μικρό κύκλωμα της μίας αίθουσας έχει φτάσει τα 3000 εισιτήρια.

Και οι πέντε παραπάνω ταινίες βρίσκονται στις φετινές υποψηφιότητες, με τρεις από αυτές (ο «Ενας Αλλος Κόσμος», το «Chevalier» και το «Τετάρτη 04.45») να κυριαρχούν και στην κατηγορία της Καλύτερης Ταινίας, ευθυγραμμίζοντας έτσι τα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου με την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα.

Γιατί όμως η Ακαδημία κατηγορείται συνεχώς για «εκτός τόπου και χρόνου» επιλογές και πόσο κλισέ είναι να λες ότι τα βραβεία της δεν ενδιαφέρουν κανέναν παρά τους 200 τύπους που τα ψηφίζουν (στην πραγματικότητα φέτος έχουν δικαίωμα ψήφου 232 μέλη);

Μετά από επτά χρόνια ζωής της Ακαδημίας και αρκετές προσπάθειες προς τη σωστή κατεύθυνση, η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν είναι προφανής.

Ή τουλάχιστον είναι τόσο προφανής όσο και η απάντηση που θα έπαιρνες αν έκανες την ίδια ερώτηση σε έναν Γάλλο για τα Σεζάρ - που είναι τα αντίστοιχα βραβεία της Γαλλικής Ακαδημίας Κινηματογράφου.

Αφήνοντας έξω την Βρετανική Ακαδημία Κινηματογράφου που νομίζει ότι δίνει τα Οσκαρ στη θέση των Οσκαρ, όλες οι υπόλοιπες εθνικές Ακαδημίες δίνουν τα βραβεία τους εδώ και πολλές δεκαετίες. Και πραγματικά λίγο ενδιαφέρουν τον κόσμο, ο οποίος στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχει δει καν τις ταινίες που κερδίζουν, αφού οι μεγάλες εμπορικές επιτυχίες της χρονίας απουσιάζουν από τις υποψηφιότητες τους και, ειδικά στην περίπτωση των Σεζάρ, προκρίνονται μικρότερου διαμετρήματος ταινίες, άλλοτε με μικρότερο και άλλοτε με μεγαλύτερο εμπορικό αντίκτυπο - τις τρεις τελευταίες χρονιές η καλύτερη ταινία ήταν το «Εγώ, ο Εαυτός μου και η Μαμά», το «Timbuktu» και φέτος το «Fatima».

Από την Παρασκευή που ανακοινώθηκαν οι υποψηφιότητες για τα Βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, επανήλθε και η κλισέ κριτική πως η Ακαδημία σνομπάρει το εμπορικό σινεμά (επειδή δεν έχει προτείνει τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη στις κατηγορίες της Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Σεναρίου ή το «Ουζερί Τσιτσάνης» στην Καλύτερη Ταινία), πως επιλέγει ταινίες που δεν έχει δει κανείς (προφανώς και δεν φταίει η Ακαδημία αν το ελληνικό κοινό έχει αποφασίσει πως δεν θα ξαναδεί ποτέ ελληνική ταινία που δεν είναι Παπακαλιάτης, «επονομαζόμενη» υπερπαραγωγή ή φτηνό ριμέικ ασπρόμαυρης κλασικής κωμωδίας) και πως γενικά τα βραβεία της δεν ενδιαφέρουν κανέναν.

Αν, όμως, τα βραβεία της εκάστοτε Ακαδημίας αντικατοπτρίζουν την κατάσταση της εθνικής κινηματογραφίας της κάθε χώρας και άρα ενδιαφέρουν όσο και αυτή, η εξίσωση πως μια ταινία την είδαν 5.000 ή 10.000 άνθρωποι δεν είναι μια καλή ταινία ή μια ταινία που αξίζει να είναι η ταινία της χρονιάς για την Ακαδημία μιας χώρας, είναι εκτός από αυθαίρετη και ανόητη.

Από τον «Κυνόδοντα» την πρώτη χρονιά των βραβείων μέχρι και το «Xenia» πέρσι, τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου στέλνουν στο εσωτερικό το μήνυμα για ένα σινεμά που αφορά το εδώ και τώρα μιας χώρας που αναζητά την ταυτότητά της και στο εξωτερικό, το κύρος που χρειάζεται η ελληνική κινηματογραφία για να συνεχίσει τις συμπαραγωγές που τόσο έχει ανάγκη.

Για να μην μιλήσει κανείς για την επίσης αυθαίρετη και ανόητη εξίσωση πως αν η Ακαδημία ψήφιζε για καλύτερη ταινία της μια μεγάλη εμπορική επιτυχία, θα αποκτούσε την εγκυρότητα που για πολλούς δεν έχει τώρα. Τις χρονιές που δεν υπάρχει μια μεγάλη εμπορική επιτυχία επιπέδου «Ενας Αλλος Κόσμος», οι πολέμιοι της Ακαδημίας δεν ασχολούνται καν με τα βραβεία της θεωρώντας την ένα «πανηγυράκι» των μελών της. Τη χρονιές που υπάρχει ο «Ενας Αλλος Κόσμος», οι ίδιοι άνθρωποι ασχολούνται με το γιατί η Ακαδημία σνομπάρει τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη για να καταλήξουν και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα με το «πανηγυράκι».

Είμαστε σίγουροι πως και ο ίδιος ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης δεν περνάει πολύ καλά με τη «θυματοποίησή» του, ειδικά όταν έχει κάνει αυτήν την τεράστια επιτυχία. Οπως επίσης είμαστε σίγουροι πως όσοι υπονοούν ή λένε ευθέως πως τα βραβεία της Ακαδημίας είναι «στημένα» (κάπως έτσι μεταφράζονται εκφράσεις όπως «πανηγυράκι», «παρεάκι» κλπ), αγνοούν πως το σύστημα ψηφορορίας είναι αυτό που εφαρμόζεται σε όλες τις Ακαδημίες του κόσμου, οι οποίες είναι και αυτές «πανηγυράκια» και «παρεάκια», οπότε γιατί ασχολούνται μαζί τους;

Ηδη από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου είχαμε επισημάνει τους κινδύνους της απομόνωσης των βραβείων σε σχέση με το κοινό και τη σύνδεση του «λάθους» της Ακαδημίας με το λάθος της μη οργανωμένης διανομής και στήριξης των ελληνικών ταινιών στις αίθουσες. Τώρα πια πρέπει να προσθέσουμε και την ολοένα και πιο μαζική αδιαφορία του ελληνικού κοινού για το ελληνικό σινεμά (με τις εξαιρέσεις που αναφέραμε παραπάνω), αλλά και την εδραίωση μιας καθαρά αντιδραστικής άποψη που θέλει το ελληνικό σινεμά υπόλογο για τη μηδενική εμπορικότητά του.

Δείτε εδώ αναλυτικά τις υποψηφιότητες των Βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου για το 2016.


Οπως κάθε χρόνο, απαριθμούμε όλα όσα μας έμαθαν οι φετινές υποψηφιότητες της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, σε σχέση με πράγματα που θα έπρεπε να βελτιωθούν ή να διορθωθούν:

Η υποβολή των ταινιών για τα βραβεία θέλει λίγο ακόμη ξεκαθάρισμα. Το γεγονός ότι τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου γίνονται το Μάρτιο, κάνουν παράδοξη την έλλειψη στις υποψηφιότητες ταινίων που έχουν βγει τους πρώτους μήνες του έτους (φέτος ήταν η περίπτωση του «Νοτιά» που θα κατατεθεί στην Ακαδημία την επόμενη χρονιά). Επίσης για κάποιον τελείως ανεξήγητο λόγο πολλές από τις ταινίες που έκαναν πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ή στις Νύχτες Πρεμιέρας (και άρα αυτή η προβολή τους, τους εξασφαλίζει να μπορούν να είναι υποψήφιες για τα βραβεία) δεν κατατέθηκαν φέτος. Οταν εμφανιστούν του χρόνου, θα είναι κάπως αργά...

Η πλειοψηφία των υποψήφιων ταινιών έχει ήδη περάσει από τις ελληνικές αίθουσες. Με τις περισσότερες ελληνικές ταινίες να βγαίνουν πλέον στις αίθουσες (έστω και για μικρό χρονικό διάστημα), μόνο δύο από τις ταινίες που βρίσκονται στις υποψηφιότητες δεν έχουν ακόμη κυκλοφορήσει σε διανομή για το κοινό: το «Invisible» του Δημήτρη Αθανίτη και το «Smac» του Ηλία Δημητρίου, τα οποία έκαναν την πρεμιέρα τους στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και προβλήθηκαν και στις προβολές που διοργάνωσε φέτος για πρώτη φορά η Ακαδημία με τη λίστα των ταινιών που συμμετείχαν στα φετινά βραβεία και από την οποία προέκυψαν και οι φετινές υποψηφιότητες.

Το μικρό διάστημα ανάμεσα στην ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων και της απονομής, δεν επιτρέπει στα Βραβεία της Ακαδημίας να γίνουν το γεγονός που τους αξίζει. Το λέμε κάθε χρόνο. Δεν είναι τυχαίο πως στις μεγαλύτερες Ακαδημίες του κόσμου (Γαλλία - Σεζάρ, Μ.Βρετανία - Bafta), οι υποψηφιότητες προηγούνται της απονομής τουλάχιστον ένα μήνα, με σκοπό, εκτός από την κινηματογραφική κοινότητα, να εμπλακεί στη διαδικασία και το κοινό. Οι δύο εβδομάδες που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις υποψηφιότητες και τα βραβεία δεν δίνουν το χρόνο για τη σωστή προώθηση και ορατότητα των βραβείων, για ιδέες που θα μπορούσε να σκεφτεί η Ακαδημία ώστε να εμπλέξει τους θεατές στο όλο «παιχνίδι», με αποτέλεσμα τα βραβεία να μην παίρνουν τη δημοσιότητα που θα έπρεπε ως ένας θεσμός που ξεχωρίζει στο κάθε ημερολογιακό έτος του ελληνικού σινεμά.

Η τάση ψηφοφορίας ονομάτων και όχι συγκεκριμένης δουλειάς σε συγκεκριμένη ταινία παραμένει κραταιά. Κοιτώντας τις φετινές υποψηφιότητες, αλλά και όλων των προηγούμενων έξι χρόνων, κυρίως στις τεχνικές κατηγορίες, τα μέλη της Ακαδημίας επιμένουν να ψηφίζουν ονόματα ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης δουλειάς τους στην εκάστοτε ταινία. Αδικο για επαγγελματίες χωρίς... όνομα που μπορεί να έχουν παραδώσει καλύτερα δείγματα δουλειάς από τους καταξιωμένους.

Η Ακαδημία επιλέγει για δεύτερη συνεχόμενη χρονια να τιμήσει ένα πρόσωπο διεθνούς εμβέλειας. Μετά τη Φανί Αρντάν στην περσινή έκτη τελετή, φέτος έχει σειρά η Βανέσα Ρεντγκρέιβ που θα φτάσει μέχρι τη σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών για να φέρει το φλέγμα και τη λάμψη της όχι μόνο ως μια σπουδαία ηθοποιός αλλά και μια ακούραστη εδώ και δεκαετίες ακτίβιστρια. Πέρα από το προφανές - ότι υποκλινόμαστε άνευ όρων στη Βανέσα Ρεντγκρέιβ, αναρωτιόμαστε ξανά γιατί η Ακαδημία δεν προτιμά να τιμήσει μεγάλους Ελληνες (εντός και εκτός συνόρων, όπως για παράδειγμα την Ειρήνη Παππά) για την προσφορά τους στο ελληνικό σινεμά σε μια λίστα ονομάτων που δεν υπάρχει καν λόγος να αρχίσεις να απαριθμείς.

Η υπόθεση της Καλύτερης Ξένης Ταινίας. Η Ακαδημία αποφάσισε φέτος να εισάγει την κατηγορίας της Καλύτερης Ξένης Ταινίας, που υπάρχει στις περισσότερες Ακαδημίας παγκοσμίως. Τη λίστα των δέκα ταινιών που μπήκαν στην κρίση των μελών της Ακαδημίας επέλεξαν κριτικοί κινηματογράφου - μέλη της. Δεν καταλάβαμε το λόγο για τον οποίο στην ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων δεν μάθαμε ποιες είναι οι επικρατέστερες ταινίες από την πρώτη ψηφοφορία αλλά ψιλοϋποψιαζόμαστε... Οι δέκα ταινίες είναι οι εξής: «Αστακός», «Ατίθασες», «Ο Γιος του Σαούλ», «Λεβιάθαν», «Μακριά από τους Ανθρώπους», «Birdman ή Η Απρόσμενη Αρετή της Αφέλειας», «Τα Μυαλά που Κουβαλάς», «Νιότη», «Χειμερία Νάρκη», «Χωρίς Μέτρο».


Φέτος, οι αναπάντεχες παρουσίες στις υποψηφιότητες υπήρξαν περισσότερες και από τις απουσίες ή τις «εκπλήξεις» που αξίζει κανείς να επισημάνει:

  • Δύο ταινίες μοιράζονται τον τίτλο της «πιο ηχηρής απουσίας» της χρονιάς: Οι «Οχθες» του Πάνου Καρκανεβάτου που δεν έχει ούτε μία υποψηφιότητα σε καμία κατηγορία και το «Σύμπτωμα» του Αγγελου Φραντζή που εκπροσωπείται μόνο από τη μουσική του Coti K. Ανεξάρτητα αν οι εν λόγω δύο ταινίες άρεσαν ή όχι, θα έπρεπε να είχαν τιμηθεί με υποψηφιότητες στα σημεία που η κάθε μία το άξιζε και να βρίσκονται στη τελική λίστα των ταινιών της χρονιάς που ξεχώρισαν.

  • Ενδιαφέρουσα η εισβολή των ντοκιμαντέρ στις βασικές κατηγορίες. Συνέβη με το μοντάζ και τη μουσική του «Αρκαδία Χαίρε» του Φίλιππου Κουτσαφτή και με το «Erotica, Exotica, Etc.» της Ευαγγελίας Κρανιώτη που εκτός από καλύτερο ντοκιμαντέρ βρίσκει τη δημιουργό του στην κατηγορία του Πρωτοεμφανιζόμενου Σκηνοθέτη.

  • Το χάος στο τι προτείνουν οι παραγωγοί ως Α' ή Β' Ανδρικό και Γυναικείο Ρόλο μοιάζει φέτος κάπως πιο συγκρατημένο. Η ιδιαιτερότητα της χρονίας είναι οι δύο ταινίες ensemble - αρχικά το «Chevalier» που δεν πήρε καμία υποψηφιότητα για τους έξι πρωταγωνιστές του (θεωρούμε πως οι ψήφοι τους μοιράστηκαν και έτσι δεν επικράτησε κανείς) και ο «Ενας Αλλος Κόσμος» που απέσπασε τις δύο υποψηφιότητες που άξιζε - αυτή του Μηνά Χατζησάββα (στον οποίο θα καταλήξει εκτός μεγάλου απροόπτου και το βραβείο) στο Β' Ανδρικό Ρόλο και της Μαρίας Καβογιάννη, ελαφρώς παράδοξα στον Α' Γυναικείο Ρόλο.


Το Flix σάς κλείνει ραντεβού στην 7η τελετή απονομής των Βραβείων της Ελληνικής Ακαδημίας στις 28 Μαρτίου, όπου θα σας αναμεταδώσει τη βραδιά ζωντανά, όπως κάθε χρόνο από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.