Η σφιχτή αγκαλιά ενός ζευγαριού πάνω σε μια μηχανή που τρέχει. Ενα αγόρι που κρύβει το πρόσωπο και τον πόνο του μέσα σ' ένα νυχτερινό λεωφορείο με σβηστά φώτα. Το μπλε του πρωινού χονγκ-κονγκονέζικου ουρανού που κάνει παρέα στην μοναξιά ενός ψαρά με σκοτεινό βλέμμα και μέλλον.
Παρακολουθώντας στη σειρά τις ταινίες της φιλμογραφίας του Γιώργου Βαλσαμή, μοιάζει να υπάρχει μία κοινή συνθήκη, μία συνωμοσία σκηνοθέτη και κινηματογραφιστή: λίγα λόγια, εμπιστοσύνη στην εικόνα. Ο σκηνοθέτης θα αφηγηθεί την ιστορία του, ο φωτογράφος θα την μπολιάσει με θερμοκρασία, νόημα, συναίσθημα.
Κι όταν τις δεις, έτσι, συνολικά, καταλαβαίνεις απόλυτα τα δύο μεγάλα βραβεία στη σειρά. Γιατί φέτος, ένα χρόνο μετά το Χρυσό Φοίνικα για την «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» του Βασίλη Κεκάτου, ακόμα μία ταινία που φώτισε ο Βαλσαμής, κέρδισε ξανά τον Χρυσό Φοίνικα: το αριστουργηματικό «I'm Afraid to Forget your Face» του Αιγύπτιου Σαμέχ Αλα.
Ο πρώτος που πανηγύρισε τη δεύτερη αυτή διάκριση ήταν ο επί χρόνια φίλος και συνεργάτης του, Βασίλης Κεκάτος.
«Εκείνο το βράδυ, οι γηπεδικές μου ιαχές τάραξαν την Κυψέλη» δήλωσε ο σκηνοθέτης στο Flix. «Η κοπέλα που μένει απέναντι μου, βγήκε έντρομη και με ρώτησε τι συνέβη. «Ο Γιώργος πήρε Xρυσό Fοίνικα» της είπα, «κι άλλον;» μου είπε εκείνη. Και τότε μόλις το συνειδητοποίησα κι εγώ. Ο κολλητός μου έχει πάρει δυο Xρυσούς Φοίνικες. Και μάλιστα, τον δεύτερο, με σκηνοθέτη έναν αδελφικό μας φίλο.»
«Μια μέρα πριν, ο Σαμέχ μου ζητούσε να ανέβω με δικά του έξοδα στις Κάννες για να είμαι κοντά του. Θα ήθελα πολύ να είμαι εκεί για αυτόν και να πανηγυρίσω μαζί του, στη μεγάλη στιγμή της ταινίας του. Πιο πολύ όμως θα ήθελα να είμαι στην Ταϊπέι και να αγκαλιάσω το Γιώργο. Να τον συγχαρώ πρώτα και ύστερα να τον ευχαριστήσω που με το βλέμμα του κάνει όμορφες τις ταινίες των φίλων του.»
Αυτή την εποχή, ο Γιώργος Βαλσαμής βρίσκεται στην Ταϊπέι για τα γυρίσματα μίας μεγάλου μήκους ταινίας. Το Flix όμως κατάφερε μία μεγάλη κουβέντα μαζί του, προσπαθώντας με τη σειρά του να φωτίσει την σημαντικότητα της δουλειάς ενός διευθυντή φωτογραφίας, αλλά και να δει μέσα από τα μάτια του, με άλλα μάτια, το σινεμά.
Διαβαστε περισσότερα: Δεύτερος Χρυσός Φοίνικας Ταινίας Μικρού Μήκους για τον Διευθυντή Φωτογραφίας Γιώργο Βαλσαμή
Τι σημαίνει για σένα να κερδίζει δεύτερη ταινία στη σειρά στην οποία έχεις υπογράψει τη διεύθυνση φωτογραφίας το Χρυσό Φοίνικα; Πώς το εισέπραξες την πρώτη φορά; Πώς ήταν τη δεύτερη;
Οταν ήρθαν τα νέα για το 2ο Χρυσό Φοίνικα ένιωσα ακριβώς όπως και την πρώτη φορά: σοκ, μούδιασμα. Μια «καλή παγωμάρα» αυτό ένιωσα – μαζί φυσικά με συγκίνηση, χαρά. Μου φαινόταν απίστευτο. Γιατί είναι ένα τρελό όνειρο που έχεις στο πολύ πίσω μέρος του μυαλού σου, ή και καθόλου, και πραγματοποιείται. Να κερδίσει Χρυσό Φοίνικα μία ταινία στην οποία έχω συμμετάσχει; Δεν ήταν μέσα στη σφαίρα των πραγμάτων που θεωρούσα πιθανά. Το ότι συνέβη και συνέβη δύο φορές, ήταν πλέον εντελώς τρελό. Συγκίνηση, μεγάλη συγκίνηση.
Αφηγήσου μας λίγο την πορεία σου μέχρι και σήμερα; Πώς αποφασίζει κανείς να γίνει διευθυντής φωτογραφίας για το σινεμά; Εχετε μία παράλληλη πορεία και γνωριμία χρόνων με τον Βασίλη Κεκάτο, είστε φίλοι και συνεργάτες χρόνια, σωστά;
Με το Βασίλη ήμασταν συμμαθητές και φίλοι από την Α' Γυμνασίου. Κολλητοί για πολλά και καθοριστικά χρόνια πριν αποφασίσουμε ότι θα ασχοληθούμε με το σινεμά. Δεν ξέραμε ότι θα ασχοληθούμε με το σινεμά. Ο Βασίλης σπούδαζε Νομική στην Αγγλία κι εγώ Οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ. Βλέπαμε σινεμά, ο Βασίλης πιο πολύ από μένα, αλλά δεν φανταζόμασταν ότι αυτό θα είναι το μέλλον μας. Πρώτος ο Βασίλης αποφάσισε ότι αυτό ήθελε τελικά να κάνει και ξεκίνησε σπουδές κινηματογράφου στο Λονδίνο. Στην πορεία έπιασα κι εγώ πάτο, ήρθα σε αδιέξοδο με τις σπουδές μου, δεν ήταν κάτι που με γέμιζε πια. Αποφάσισα να κάνω ένα erasmus στην Ισλανδία κι εκεί ξεκίνησε η περιπέτεια μου με τη φωτογραφία. Στο εξάμηνο που έμεινα εκεί, έβλεπα τα τοπία, την ατμόσφαιρα αυτής της χώρας και ήθελα να κάνω κάτι με αυτό. Δεν είχα ξανατραβήξει φωτογραφίες στη ζωή μου, τότε αγόρασα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή. Μάλιστα μου την έστειλαν από την Ελλάδα, γιατί εκεί ήταν πανάκριβες. Ξεκίνησα να βγάζω φωτογραφίες, αλλά και πάλι το έκανα για μένα. Με τον Βασίλη μιλούσαμε συχνά στο skype και του έδειχνα τι τραβούσα. Εκείνος μου έβαλε το μικρόβιο, λέγοντάς μου ότι του θυμίζουν κινηματογραφικά κάδρα. «Γιατί δεν γίνεσαι δευθυντής φωτογραφίας να κάνουμε μαζί ταινίες;» Ο Βασίλης με έστρεψε προς τα εκεί. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Σταυράκου. Την ΑΣΟΕΕ δεν την τελείωσα ποτέ.
Ποιες ήταν οι πρώτες εμπειρίες, οι πρώτες δουλειές;
Αρχικά στη διαφήμιση. Πρώτη φορά στα κινηματογραφικά σετ, ως βοηθός κάμερας στον «Ανάδρομο» του Βασίλη. Μετά κάναμε το «Zero Star Hotel», με το οποίο πήγαμε στο Sundance, τη «Σιγή των Ψαριών Οταν Πεθαίνουν» και τέλος την «Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» όπου ήρθε το πρώτο μεγάλο βραβείο στις Κάννες. Ενδιάμεσα εγώ γύρισα μία ακόμα μικρού μήκους στο Χονγκ Κονγκ («The Last Ferry From Grass Island »), πέρσι το χειμώνα το «I Am Afraid to Forget Your Face» του Αμέχ Σαλά (ο δεύτερος Χρυσός Φοίνικας), ενώ το καλοκαίρι ήρθα στην Ελλάδα για τα γυρίσματα του «18» του Βασίλη Δούβλη. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην Ταϊπέι, για την προπαραγωγή και τα γυρίσματα μιας ακόμα μεγάλου μήκους.
Μπορείς να μάς μιλήσεις για αυτήν ή είναι νωρίς ακόμα;
Οχι, μπορώ. Η ταινία λέγεται «American Girl» και η ιστορία θέλει μία οικογένεια, την μητέρα και τις δυο της κόρες, να εγκαταλείπουν μετά από πολλά χρόνια την Αμερική και να επιστρέφουν μόνιμα στην Ταϊβάν. Δείχνει τις δυσκολίες προσαρμογής, ειδικά της μεγάλη κόρης που νιώθει ότι άφησε πίσω της το αμερικανικό όνειρο. Παραγωγοί είναι οι Κλίφορντ Μιου και Φενγκ-Αϊ Φιόνα Ρόαν, που ήταν και στο «The Last Ferry From Grass Island».
Σε βοήθησαν λοιπόν και πρακτικά τα βραβεία; Ηρθαν συμφωνίες για καριέρα στο εξωτερικό και διεθνείς παραγωγές εξαιτίας του πρώτου Χρυσού Φοίνικα; Ηταν «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» ένα σημείο μηδέν;
Σίγουρα τα βραβεία βοηθάνε. Ομως περισσότερο νομίζω ότι βοηθούν τα φεστιβάλ. Συναντιέσαι εκεί με τους δημιουργούς, βλέπεις τις ταινίες τους, βλέπουν κι εκείνοι τη δουλειά σου και γίνεται μια σύνδεση. Οι συναντήσεις μου με ανθρώπους στα φεστιβάλ από το «Zero Star Hotel» και ιδιαίτερα από τα ταξίδια με τη «Σιγή των Ψαριών Οταν Πεθαίνουν» έφεραν πχ τη δουλειά στο Χονγκ Κονγκ. Προηγήθηκαν του Χρυσού Φοίνικα. Σίγουρα όμως τα βραβεία σε στηρίζουν περισσότερο, κάνουν σκηνοθέτες και παραγωγούς να μπορούν να σε εμπιστεύονται περισσότερο.
Πώς έφτασες μέχρι την Αίγυπτο και τη συνεργασία σου με τον Σαμέχ Αλα;
Με τον Σαμέχ γνωριστήκαμε στην Πολωνία σ' ένα workshop σεναρίου που είχα πάει με τον Βασίλη. Γίναμε και οι τρεις πολύ φίλοι, μιλούσαμε συχνά διαδικτυακά και ξανασυναντηθήκαμε στο Λοκάρνο με τη «Σιγή των Ψαριών Οταν Πεθαίνουν». Ημασταν μαζί στην πρεμιέρα της εκεί και ενθουσιάστηκε, και με την ταινία και με τη φωτογραφία. Οπότε μου πρότεινε να κάνουμε μία ταινία μαζί. Αυτή ήταν το «I Am Afraid to Forget Your Face» που το γυρίσαμε στο Κάιρο πέρσι το Φεβρουάριο – μία αναπνοή πριν το ξεκίνημα της πανδημίας και του lockdown. Μόλις προλάβαμε. Ηταν μοναδική εμπειρία αυτό το γύρισμα. Ακόμα και για μια μικρού μήκους τα συνεργεία τους είναι τεράστια, χάνεσαι. Επίσης λόγω θέματος, εσύ την είδες αλλά ας μην κάνουμε spoilers, τα γυρίσματα δεν ήταν απλά όταν είσαι στο δρόμο, περιτριγυρισμένος από φανατικούς μουσουλμάνους. Ευτυχώς όμως όλα πήγαν καλά.
Τι ήταν αυτό που είδες στο σινεμά του Σαμέχ και τι εκείνος σε σένα κι αποφασίσατε να συνεργαστείτε;
Ο Σαμέχ είναι υπέροχος άνθρωπος πρώτα από όλα κι αυτό βγαίνει και στο σινεμά του. Πλέον, είναι φίλος. Αλλά τον θεωρώ έναν από τους καλύτερους σκηνοθέτες που έχω συνεργαστεί. Και το σινεμά του είναι πολύ κοντά στο δικό μου βλέμμα, μιλάμε την ίδια γλώσσα. Τώρα τι είδε εκείνος σε μένα; Αυτό που μου έχει πει ότι τον κέρδισε είναι ότι δεν μιλάω ποτέ για φακούς και κάμερες και διαφράγματα και τεχνικές λεπτομέρειες. Μιλούσαμε για ταινίες και εικόνες και συναίσθημα. Δεν τον ενδιαφέρουν τα τεχνικά, δεν θέλει να έχει καμία σχέση για αυτά.
Υπάρχει τελικά «κοινή» ή «διαφορετική» γλώσσα δύο ανθρώπων του σινεμά απ' όπου κι αν κατάγονται ή προέρχονται;
Το πιστεύω απόλυτα. Μπορείς να κάνεις ταινίες οπουδήποτε στον κόσμο. Πέρα από τα πρακτικά (πχ υπάρχει κοινή ορολογία), όλοι σε όλο τον κόσμο κάνουμε ακριβώς το ίδιο πράγμα. Δεν υπάρχει καμία διαφορά. Μπορεί να αλλάζουν μικρά πράγματα, σε μια χώρα τα φελιζόλ να είναι τετράγωνα και στην άλλη στρογγυλά, αλλά εσύ για τον ίδιο λόγο θα τα χρησιμοποιήσεις. Είναι μία παγκόσμια γλώσσα ο κινηματογράφος, είτε τον βλέπεις ως θεατής, είτε τον δημιουργείς ως επαγγελματίας.
Πάντως για κάποιον που μόλις έχει ξεκινήσει την καριέρα του είναι εντυπωσιακό το πώς οι επιλογές σου έχουν ήδη ένα ειδικό βάρος. Ενώ καμιά ταινία που υπογράφεις δεν είναι ίδια η μία με την άλλη, έχουν όμως ένα κοινό κινηματογραφικό βλέμμα: είναι «ήσυχες», κάπως μοναχικές, με μια ήρεμη αυτοπεποίθηση στην ίδια την κάμερα - σε βάζουν στο συναίσθημα των ηρώων τους με εμπιστοσύνη την εικόνα. Κι εδώ συμμετέχει το κομμάτι της δουλειάς σου πάρα πολύ. Αυτό είναι το σινεμά που θέλεις να κάνεις κι αν δεν το βρίσκεις αρνείσαι; Και μπόρεσες από τόσο νωρίς να επιβάλεις αυτή την επιλογή σου;
Τώρα που το λες το συνειδητοποιώ ότι όντως έχουν αυτή την κοινή γραμμή, δεν το είχα προσέξει. Κοίταξε, υπήρξα και πολύ τυχερός. Μου έχουν κάτσει ωραίες ιστορίες, υπέροχα σενάρια, πολύ καλοί σκηνοθέτες. Φυσικά όμως έχω πει όχι σε ταινίες που πίστευα ότι δεν έχω κάτι να πω μέσα από αυτές. Αλλά κυρίως λειτουργώ με το ένστικτο. Αν κάτι μου κάνει κλικ, θα το κάνω. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει σωστό και λάθος, καλό ή κακό. Κάθε σενάριο ή κάτι σου λέει, ή κάτι ξυπνάει μέσα σου, ή όχι. Εγώ ακολουθώ αυτό, το ένστικτο μου.
Πάντως, βλέποντας τις ταινίες σου στη σειρά, παρατήρησα ότι ο τρόπος που φωτίζεις έχει διαφορές. Διαφορές που μοιάζουν να συνδέονται με τους διαφορετικούς τόπους, τον πολιτισμό που βρίσκεσαι. Το Κάιρο έχει άλλη θερμοκρασία από το Χονγκ Κονγκ ή ένα βενζινάδικο στην ελληνική επαρχία. Αυτό είναι κάτι που το μελετάς, το αποφασίζεις ή το κάνεις ενστικτωδώς;
Πάντα μου αρέσει να δουλεύω με το φυσικό φως. Και, ναι, το φυσικό φως είναι πολύ διαφορετικό από τόπο σε τόπο. Κάθε φορά σε μια νέα χώρα παρατηρώ τα πάντα - θα ξυπνήσω πρωί, θα δω πώς πέφτει το φως το πρωί, θα πάω βόλτες πριν νυχτώσει, θα το ψάξω πολύ. Επίσης παίζει ρόλο που αντανακλά το φως. Τα σπίτια στο Κάιρο έχουν αυτό το σάπιο, το χωμάτινο. Στο Χονγκ Κονγκ όλα είναι πιο γαλαζοπράσινα. Στην Ταϊπέι είναι πιο γκρίζα – επίσης βρέχει συνέχεια, δεν έχει και ήλιο ποτέ. Κι όλα αυτά είναι σημαντικά για το σύμπαν μιας ταινίας, για να βγει η εικόνα της αληθινή και ειλικρινής.
Εμείς βλέπουμε ένα τελικό αποτέλεσμα, ένα φοβερό κάδρο, ένα φοβερό πλάνο, μια τελική εικόνα και συνήθως την αποδίδουμε στον σκηνοθέτη. Τα τελευταία χρόνια νομίζω ότι έχει αρχίσει να γίνεται πιο ορατή η δουλειά του φωτογράφου. Βάλε μας λίγο στο παρασκήνιο – πώς είναι η συνεργασία με τους σκηνοθέτες;
Η εμπειρία μου είναι ακόμα μικρή φυσικά, αλλά κι εδώ νομίζω ότι έχω υπάρξει τυχερός. Με όσους σκηνοθέτες έχω συνεργαστεί οι περισσότεροι με εμπιστεύονται. Ισως γιατί κι εγώ είμαι ξεκάθαρος: δεν είμαι εκεί για να κάνω τα δικά μου. Είμαι εκεί για να ακούσω τι έχει οραματιστεί και τι θέλει ο σκηνοθέτης. Η ταινία είναι δική του. Είναι το δημιούργημά του. Το κάδρο είναι δικό του. Εσύ προσφέρεις το βλέμμα σου, αλλά μέχρι εκεί. Αλλά είναι ωραίο να σε εμπιστεύονται, να είσαι στην ίδια σελίδα με το σκηνοθέτη σου και να δημιουργείς. Φυσικά υπάρχουν φορές που δεν τους αρέσει κάτι και το αλλάζουμε. Συνήθως, είναι ένας συνδυασμός – προτείνει ο ένας στον άλλον κάτι, τα δοκιμάζουμε και τελικά επιλέγουμε το καλύτερο. Για τον σκηνοθέτη, πάντα.
«Παρίσι, Τέξας»
«Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς»
Ποιοι είναι οι διευθυντές φωτογραφίας που σε έχουν εμπνεύσει;
Είναι αρκετοί, αλλά πάντα ξεκινάω από τον έναν: τον Γιώργο Αρβανίτη. Είναι ο πρώτος διευθυντής φωτογραφίας που κατάλαβα ακριβώς τη δουλειά μας. Πολύ πριν ακόμα ασχοληθώ με το επάγγελμα, όταν δεν ήξερα τι είναι ένας διευθυντής φωτογραφίας, βλέποντας τις ταινίες του Αγγελόπουλου κατάλαβα. Τον θαυμάζω και με συγκινεί η δουλειά του πολύ. Μου άνοιξε έναν καινούργιο κόσμου. Μετέπειτα φυσικά και λόγω της λατρείας μου για τον Βιμ Βέντερς και το «Παρίσι, Τέξας» θα ξεχώριζα τον Ρόμπι Μιούλερ. Ενας Ολλανδός κι ένας Γερμανός αποτύπωσαν έτσι την Αμερική. Ηταν όνειρό μου να τα δω αυτά τα τοπία από κοντά και όταν πήγαμε με τον Βασίλη στο Sundance για το «Zero Star Hotel», μετά κάναμε road trip όλο τον αμερικανικό Νότο. Ηταν εμπειρία ζωής και μεγάλο μάθημα. Νομίζω ότι τα ταξίδια, είναι ένα μεγάλο μάθημα για τον φωτογράφο. Οι εικόνες και τα ερεθίσματα που παίρνει. Ξεχωρίζω επίσης, τον Ρόμπι Ράιαν, τον φωτογράφο της Αντρεα Αρνολντ και του Κεν Λόουτς, ο οποίος έκανε με τον Λάνθιμο την «Ευνοούμενη». Μου αρέσει πολύ η κίνηση του, το πώς χειρίζεται την κάμερα στο χέρι. Κι ότι επίσης δεν κάνει ποτέ την ίδια ταινία, είναι εντελώς απρόβλεπτος. Αυτό με εξιτάρει τρελά. Κι ο Κρίστοφερ Ντόιλ, φυσικά. Είχα την ευκαιρία στο Χονγκ Κονγκ να δουλέψω και με έναν βοηθό του και ήταν μεγάλη εμπειρία αυτό για μένα.
Ποιες ταινίες ζηλεύεις και θα ήθελες να είχες κάνει εσύ τη φωτογραφία;
Το «Παρίσι, Τέξας». Χωρίς δεύτερη σκέψη (γελάει). Και το «Silent Light» του Κάρλος Ρεϊγάδας.
Ποια φωτογραφία σου αρέσει στο σινεμά; Υπάρχει αυτό που λέμε «καλή» φωτογραφία κι αν ναι τι είναι για σένα;
Εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχει «σωστό» ή «λάθος» στο σινεμά. Πάντα όταν συζητάμε κάτι τέτοιο μου έρχεται στο μυαλό το «Japon» του Ρεϊγάδας. Η φωτογραφία του δεν είναι καλή. Δεν με πείραξε. Ηταν αυτό που ήταν. Είναι μια από τις πιο αγαπημένες μου ταινίες. Αντιθέτως, μια εξαιρετική δουλειά στη φωτογραφία δεν σώζει μια κακή ταινία. Δεν υπάρχει λοιπόν στο μυαλό μου ακριβώς έτσι το «καλή» και «κακή» φωτογραφία. Αυτό που όμως υπάρχει είναι το αν η φωτογραφία ταιριάζει με την ταινία. Μπορεί μία σούπερ, μία άρτια φωτογραφία να μην ταιριάζει στην ταινία. Αυτό είναι λάθος. Τότε η φωτογραφία είναι κακή.
Τα τελευταία χρόνια - με επισφράγισμα το Χρυσό Φοίνικα για το «Η Απόσταση Ανάμεσα στον Ουρανό κι Εμάς» - η ελληνική ταινία μικρού μήκους άρχισε να παίρνει στη συνείδηση του κόσμου την αξία που πρέπει να έχει. Τι είναι αυτό που εσένα σου αρέσει στις ταινίες μικρού μήκους; Θεωρείς ότι είναι σημαντικές για μια κινηματογραφία όπως την ελληνική;
Πιστεύω ότι οι μικρού μήκους είναι πολύ σημαντικές για οποιαδήποτε κινηματογραφία. Ουσιαστικά είναι μια πρώτη άσκηση και για το σκηνοθέτη και για τον δευθυντή φωτογραφία για όλο το συνεργείο. Βλέπεις τις δυνατότητές σου, τι μπορείς να κάνεις. Ο περιορισμός του χρόνου επίσης σε κάνει πιο δημιουργικό – κάτι που θα σου φανεί πολύ χρήσιμο στο μέλλον, και στις μεγάλου μήκους δουλειές. Το ότι φτιάχνεις κάτι «μικρό» με ελάχιστον μπάτζετ επίσης σε πιέζει να βρεις λύσεις, να πειραματιστείς και να αποδείξεις ότι μπορείς να βγάλεις την εικόνα που θες χωρίς πανάκριβους εξοπλισμούς. Αυτά είναι μεγάλα μαθήματα.
Η μετάβαση στις μεγάλου μήκους ήταν πρόσκληση; Είχε άλλη δυσκολία;
Δεν το νομίζω. Μόνο ως διευθυντής φωτογραφίας φυσικά μπορώ να μιλήσω, για έναν σκηνοθέτη ή έναν σεναριογράφο η εμπειρία είναι άλλη. Αλλά θεωρώ ότι δεν έχει διαφορά για έναν φωτογράφο το να περάσει από τις μικρού στις μεγάλου μήκους. Ο όγκος της δουλειάς είναι σίγουρα περισσότερος, η προετοιμασία μεγαλύτερη, το άγχος διαρκεί περισσότερο γιατί είναι περισσότερες οι μέρες του γυρίσματος, αλλά τίποτα στην ουσία δεν αλλάζει.
Σινεμά στην Ελλάδα. Πώς θα περιέγραφες την εμπειρία σου μέχρι σήμερα; Πώς κοιτάς το μέλλον;
Είναι μία περιπέτεια το σινεμά στην Ελλάδα. Ναι, έχουμε χίλια προβλήματα. Εξαιρετικά δύσκολα γίνονται οι ταινίες και επώδυνα συγκεντρώνονται τα μπάτζετ. Ταυτόχρονα όμως το σινεμά στην Ελλάδα είναι από τις πιο γνήσιες εμπειρίες που μπορεί κάποιος να ζήσει σε κινηματογραφικό σετ. Οι άνθρωποι που γυρίζουν ταινίες εδώ το κάνουν με την καρδιά τους. Δεν το κάνουν για τα χρήματα, το νιώθουν. Κι αυτό είναι κάτι το πολύ έντονο, το μοναδικό. Οπότε, ναι, καλό θα ήταν να μπορέσει επιτέλους κάποιος να ζήσει από αυτή τη δουλειά, αλλά ταυτόχρονα, δεν είναι κάτι που απορρίπτω. Το ελληνικό σινεμά έχει κάτι το αγνό που δεν το συναντάς πουθενά αλλού.
Διαβάστε περισσότερα: