
(φωτoγραφίες: Πένυ Σωτηροπούλου)
Με το «Soundscapes Vol.2» που κυκλοφορεί στις 9 Μαΐου, ο διαρκώς ανήσυχος (μουσικά και γενικά) Γιάννης Παπαιωάννου επιστρέφει για δέκατη τρίτη, δισκογραφικά, φορά στο πρότζεκτ IØN, αλλά ταυτόχρονα επιστρέφει και στο τοπίο, στην αεικίνητη ακινησία που χαρακτήριζε ανέκαθεν τις ηλεκτρονικές μουσικές του, εκεί όπου όλα έχουν ή βρίσκουν κάποιο λόγο για να ξεκινήσουν ξανά.
Στα 20 tracks του «Soundscapes Vol.2», που ξεκινούν με μια «Απεργία» και ολοκληρώνονται με τον «Δεκαπενταύγουστο», χτισμένα όλα πάνω σε field recordings από διαφορετικές τοποθεσίες περισσότερο, όπως αναφέρει ο ίδιος, σαν μια πρόσκληση για «να αναγνωρίσεις κάτι δικό σου σε έναν ήχο που δεν ηχογράφησες εσύ, να δημιουργήσεις έναν χάρτη όπου οι τοποθεσίες είναι φανταστικές, αλλά αυτό που ακούς αληθινό», ανακαλύπτει κανείς εκείνη την καθησυχαστική βεβαιότητα του Γιάννη Παπαΐωάννου πως ο κόσμος μπορεί (και ίσως πρέπει) να τρέχει και η τεχνολογία μπορεί (και οφείλει) να μας κάνει να ονειρευόμαστε, αρκεί στο επίκεντρο να βρίσκεται πάντα ο άνθρωπος: ως δημιουργός και ως πρωταγωνιστής.
Στο Flix, ο Γιάννης Παπαΐωάννου μιλάει για την ανάγκη που τον κάνει να συνεχίζει να γράφει και να παίζει μουσική, για την τεχνητή νοημοσύνη που δεν φοβάται, για το soundtrack που θα έγραφε για μια ταινία του Ντέιβιντ Λιντς και τα άλλα, τα soundtrack για ταινίες που δεν γυρίστηκαν ποτέ
Ακούτε εδώ μερικά από τα κομμάτια του «Soundscapes Vol.2» και προπαραγγέλνετε το δίσκο σε ψηφιακή μορφή ή σε συλλεκτική Limited Edition C-48 Cassette.
Τι μεσολάβησε από το Soundscapes Vol.1 μέχρι το Vol.2; Ποιες συνθήκες - προσωπικές και κοσμικές - το διαμόρφωσαν;
Από το «Soundscapes Vol.1» μέχρι το «Vol.2» μεσολάβησε κάτι πιο σύνθετο απ’ τον χρόνο: η διάλυση και η επιβίωση. Ο ήχος της ερημιάς και η ανάγκη για μια κραυγή μέσα στην καταιγίδα. Εκεί ανάμεσα, κυκλοφόρησαν δύο δίσκοι με τους Mechanimal – πρώτα ο «Θόρυβος», κι έπειτα το «Living With Animal Ghosts», ένας δίσκος με ρεμίξ από φίλους καλλιτέχνες, κάτι σαν συμβίωση με τα φαντάσματα που δεν μας άφησαν ποτέ σαν μπάντα. Παράλληλα, ως ΙΟΝ, κυκλοφόρησε το «This World is Collapsing But I Still Love You». Ο τίτλος και μόνο είναι μια κραυγή απόγνωσης και ρομαντισμού μαζί - γιατί είναι αλλόκοτο να ξυπνάς μια μέρα και να καίγεται ο σκληρός δίσκος με το μουσικό σου αρχείο και κάπως, ενώ παρατηρείς τον κόσμο να καταρρέει, εσύ συνεχίζεις να θέλεις να ερωτεύεσαι. Κι έπειτα ήρθε το «Tales of Ghostly Ships», που ήταν περισσότερο μια άσκηση στη μνήμη και τη θαλάσσια λήθη. Σαν να ηχογραφούσα από το βυθό, περιμένοντας να εμφανιστεί ένα ναυάγιο που θα ‘χει ακόμη ζωή μέσα του. Το «Soundscapes Vol.2» γεννήθηκε εκεί: στο ενδιάμεσο των συντριμμιών (αστικών, και ανθρώπινων) όταν η φωνή σώπασε για λίγο και ο ήχος γύρισε πίσω στη ρίζα του – στο τοπίο. Στις ανάσες μιας πόλης κουρασμένης, στα βήματα των περαστικών, αλλά και στο τραγούδι του ανεμιστήρα μέσα σ’ ένα άδειο δωμάτιο το καλοκαίρι. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι δεν είναι απλώς μια συνέχεια του πρώτου, αλλά μια επαναφορά. Ενα ταξίδι πίσω στην αρχή, χωρίς την καταραμένη αυταπάτη της αθωότητας.
Θα έλεγε κανείς πως κοιτάς κάπως, εδώ, σε αντίθεση με άλλα πρότζεκτ και άλλες εποχές, μια φωτεινή πλευρά ενός σκοτεινού κόσμου;
Iσως, ναι. Ίσως γιατί για πρώτη φορά δεν ήθελα να αποτυπώσω την καταστροφή, αλλά να σκαλίσω χώρο για κάτι πιο απλό: για μια ακτίνα φωτός που διαπερνά τον καθημερινό θόρυβο. Το ≤Soundscapes Vol.2» γράφτηκε σε μια εποχή που όλα έδειχναν πως τίποτα δεν έχει επιστροφή. Η μητέρα μου ήταν άρρωστη - πολύ. Κι όσο εγώ προσπαθούσα να σταθώ κοντά της, να κρατήσω τη μορφή της ζωντανή στον χρόνο, παράλληλα προσπαθούσα να φτιάξω έναν μικρό, αλλά σταθερό ηχητικό θόλο, έναν κόσμο που μέσα στο αναπόφευκτο θα κουβαλάει κάτι ήρεμο, σχεδόν φωτεινό, για πάντα. Oχι σαν ελπίδα – η ελπίδα, θεωρώ, είναι ένα χαλασμένο ναρκωτικό στις μέρες μας. Περισσότερο σαν μια αναγνώριση ότι ακόμα και η λύπη έχει στιγμές μιας άλλης χάρης. Και το φως, εξάλλου, δεν χρειάζεται να είναι πάντα εκτυφλωτικό· κάποιες φορές αρκεί μια μικρή λάμπα για να σε βοηθήσει να μη χαθείς τελείως. Οπότε ναι, αυτός ο δίσκος δεν είναι ούτε κραυγή, ούτε καταγγελία. Είναι κάτι πιο αθόρυβο και, νομίζω, πιο τρυφερό. Eνα αντίο που δεν θέλει να γίνει λυγμός.
Στο 13ο άλμπουμ της διαδρομής μου νιώθω σαν να επιστρέφω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, μόνο που τώρα το χώμα κάτω από τα πόδια μου είναι πιο βαρύ, ποτισμένο από πάρα πολλές ιστορίες, και αρκετούς αποχαιρετισμούς. Αυτό που με εμπνέει ακόμα είναι η ίδια φλόγα που δεν έσβησε ποτέ: η επιθυμία να καταγράψω αυτό που δεν μπορώ να πω. Να κρατήσω έναν χαρακτηριστικά δικό μου ήχο σαν απόδειξη ότι υπήρξα; Μπορεί.»
Ελεγες πάντα πως ο ήχος είναι ένας τόπος. Τo «Soundscapes» είναι κάτι σαν τα μαθήματα γεωγραφίας του IØN;
Ναι, ακριβώς έτσι. Αν υπήρξε ποτέ ένα υπονοούμενο στην διαδρομή του ΙΟΝ, είναι αυτό: πως ο ήχος είναι το σώμα ενός τόπου, όπως και ο αντίλαλος της φωνής σου σε μια έρημη σπηλιά. Όπως και στο πρώτο μέρος, το οποίο βασίστηκε στις πρώτες ηλεκτρονικές μου ηχογραφήσεις στη Σουηδία, στο Soundscapes Vol.2, πολλά από τα αρχικά field recordings έγιναν σε τοποθεσίες όπου έζησα, περιπλανήθηκα ή απλώς στάθηκα για λίγο — στην Ελλάδα, αλλά και σε διάφορες γωνιές της Ευρώπης. Δεν είναι τουριστικός ο ήχος τους. Χρησιμεύουν πιο πολύ σαν σημειώσεις στο μουσικό μου ημερολόγιο. Τα τελευταία δέκα χρόνια τα έζησα κάπως διάσπαρτα, αλλά όχι ασύνδετα: πόλεις, νησιά, αεροδρόμια, σιδηροδρομικοί σταθμοί, παράθυρα ξενοδοχείων. Και όλα αυτά, λίγο-λίγο, αποτυπώθηκαν σε ηχογραφήσεις που πάντα κάνω για να κρατώ σημειώσεις, πέρα από τις φωτογραφίες που μπορεί να βγάζω. Οπότε ναι, αν θες, το «Soundscapes» είναι ένα ιδιότυπο μάθημα γεωγραφίας. Όχι όμως γεωγραφίας με σύνορα και συντεταγμένες – αλλά μιας γεωγραφίας αναμνήσεων, και αισθήσεων. Του πώς ακούγεται η μοναξιά ενός βράχου στη Σύρο ή ο ήλιος που σκάει μέσα από τα βαριά σύννεφα, πάνω από την λίμνη της Γενεύης. Μαθήματα ηχογεωγραφίας, λοιπόν, από έναν μαθητή που ποτέ δεν έμαθε να μένει σ’ ένα μέρος για πολύ.
Στο 13ο άλμπουμ IØN, τι είναι αυτό που σε κάνει ακόμη να εμπνεέσαι; Πόσο διαφορετικά είναι τα πράγματα από τότε που ξεκίνησε το πρότζεκτ; Και ακόμη πιο πίσω πόσο διαφορετικά είναι όλα από τότε που ξεκίνησες στα μέσα της δεκαετίας του 80 στην ελληνική μουσική σκηνή;
Είναι παράξενο, αλλά στον13ο άλμπουμ της διαδρομής μου νιώθω σαν να επιστρέφω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, μόνο που τώρα το χώμα κάτω από τα πόδια μου είναι πιο βαρύ, ποτισμένο από πάρα πολλές ιστορίες, και αρκετούς αποχαιρετισμούς. Αυτό που με εμπνέει ακόμα είναι η ίδια φλόγα που δεν έσβησε ποτέ: η επιθυμία να καταγράψω αυτό που δεν μπορώ να πω. Να κρατήσω έναν χαρακτηριστικά δικό μου ήχο σαν απόδειξη ότι υπήρξα; Μπορεί. Το ION πρότζεκτ ξεκίνησε στα '90s σαν ένα εσωστρεφές σύμπαν, μια ανάγκη για προσωπική έκφραση. Τώρα, τόσα χρόνια μετά, ο ήχος αυτός έχει αλλάξει μορφή αλλά όχι ψυχή. Δεν είναι πια απόδραση — είναι επιστροφή. Σαν να ξαναμπαίνεις στο σπίτι σου μετά από πολλά χρόνια και να μη θυμάσαι πού ακριβώς είναι οι πρίζες για να συνδέσεις το πικαπ. Αν πάω ακόμα πιο πίσω, στα 80s, τότε η νέα ελληνική μουσική σκηνή ήταν μια άλλη ήπειρος. Δεν θα εκθειάσω τα 80s ως εποχή, ούτε θα τα στολίσω με καμία νοσταλγική διάθεση, δεν ήταν μια εύκολη εποχή, αλλά όντως ήταν μια πολύ σημαντική περίοδος ψαξίματος και αναζήτησης για τους πολύ «περίεργους». Μπορεί να μην υπήρχε η σημερινή τεχνολογία, αλλά υπήρχε η όρεξη για αληθινή έκφραση και πειραματισμό. Όλα ήταν πιο άγρια αλλά και πιο αγνά, με έναν ρομαντισμό που σήμερα, όντως λείπει. Απλώς, σήμερα, αντί για να φωνάζουμε, καταγράφουμε. Δεν κατεβαίνουμε συχνά για πορείες και απεργίες, αλλά τις καταγράφουμε στις ροές μας. Ωστόσο, η καταγραφή ήχων, ήταν για εμένα ανέκαθεν μια σχεδόν ιερή τελετουργία. Οι πολλοί καλοί φίλοι μου ξέρουν ότι και στην εποχή πριν από τα κινητά δεν αποχωριζόμουν το recorder μου. Και το «Soundscapes Vol.2» είναι μια απόδειξη ότι ακόμα υπάρχει μέσα μου κάτι που αντιστέκεται στη σιγή - όχι όμως φωνάζοντας, αλλά ακούγοντας ίσως πιο προσεκτικά.
Στον χώρο του κινηματογράφου υπάρχει ένας διαρκής διάλογος με το "τι θέλει ο σκηνοθέτης" - και εγώ δυσκολεύομαι ακόμη να καταλάβω τι θέλω εγώ. Πόσο μάλλον να ερμηνεύσω σωστά το όραμα κάποιου άλλου. Δεν είναι αλαζονεία. Είναι αυτή η επιμονή να μείνω στο περιθώριο, εκεί που ο ήχος μπορεί να ψιθυρίζει σταθερά αντί να κραυγάζει. Βέβαια, αν αύριο εμφανιζόταν κάποιος και μου έλεγε: «Εχω μια ταινία για ένα πλοίο φάντασμα…», πιθανότατα θα του έστελνα ήδη τρία demo. Οπότε ποτέ μη λες ποτέ.»
Εκτός από το προφανές τρακ με τον τίτλο «David Lynch», ποιες άλλες κρυφές ή «φανερές» κινηματογραφικές αναφορές βρίσκουμε στα τρακς του άλμπουμ;
Η μουσική μου ήταν ανέκαθεν κινηματογραφική - όχι επειδή το αποφάσισα, αλλά γιατί έτσι λειτουργεί το μυαλό μου. Κάθε ήχος, και κάθε ρυθμός είναι σαν μια κάμερα που σαρώνει έναν εσωτερικό τόπο, έναν ξεχασμένο διάδρομο, ένα απέραντο χωράφι. Στο «Soundscapes Vol. 2», το κομμάτι «David Lynch» είναι η πιο ευθεία αναφορά, αλλά όχι η μόνη. Υπάρχει μια ακόμη εμφανής αναφορά σε ένα αγαπημένο μου βιβλίο, το «The Painted Bird» του Γιέρζι Κοσίνσκι, αλλά και στην πανέμορφη κινηματογραφική μεταφορά του από τον Βαχλάβ Μαρχούλ. Στο «Aidipsos», επίσης, το φως θυμίζει Αγγελόπουλο — αυτό το σπάνιο φως που δεν περιγράφεται, μόνο βιώνεται. Ολόκληρος ο δίσκος είναι μια περιπλάνηση μέσα σε ήχους που κάτι προσπαθούν να θυμηθούν. Να θυμηθούν ένα σινεμά χωρίς εικόνα — ή, μάλλον ένα σινεμά για όσους κλείνουν τα μάτια για να δουν πιο καθαρά.
Για ποια ταινία του Ντέιβιντ Λιντς θα ήθελες να έχεις γράψει μουσική;
Δεν τολμώ ούτε καν να το σκεφτώ. Οχι γιατί δεν θα με τιμούσε - το αντίθετο. Αλλά, η μουσική του κόσμου του Λιντς είναι ήδη εκεί πριν την ακούσεις. Σαν να έχει γεννηθεί και ενσωματωθεί μαζί με τα πλάνα, με τις σκιές, με την ατμόσφαιρα της ιστορίας. Αρα, ποιος είμαι εγώ να μπω σε ένα δωμάτιό του και να αλλάξω τη θέση των επίπλων; Η μουσική του «Eraserhead», του «Twin Peaks», του «Mulholland Drive», ακόμη και η εκκωφαντική σιωπή στο «Inland Empire» είναι ήδη ακριβώς όπως πρέπει να είναι. Θα ήταν ιεροσυλία να προσπαθήσω να «γράψω» κάτι άλλο για κάτι που είναι τόσο ενδόμυχα ολοκληρωμένο. Τώρα, αν μιλάμε για μια ταινία που δεν γύρισε ποτέ - ένα φιλμ που υπάρχει μόνο σαν φήμη, σαν όνειρο σε κάποιο κατεστραμμένο φιλμ μπομπίνας - τότε ίσως, ναι. Εκεί θα μπορούσα να ψιθυρίσω κάτι στο σκοτάδι του.
Γιατί δεν έχεις γράψει ακόμη κάποια μουσική για το σινεμά;
Iσως γιατί το σινεμά δεν έχει έρθει να με βρει ακόμη. Ή ίσως γιατί το σινεμά που με συγκινεί δεν γυρίζεται πια. Δεν μπορώ να γράψω μουσική για να ντύσω απλώς ένα σενάριο - θέλω η εικόνα να γεννιέται, όχι ισοδύναμα, αλλά σχεδόν μαζί με τον ήχο. Να μην είμαι «ο συνθέτης», αλλά κάτι σαν ηχητικός σκηνοθέτης, ένας κρυφός αρχιτέκτονας ηχητικών ερεθισμών. Κι έπειτα, ας το πούμε κι αυτό: στον χώρο του κινηματογράφου υπάρχει ένας διαρκής διάλογος με το «τι θέλει ο σκηνοθέτης» - και εγώ δυσκολεύομαι ακόμη να καταλάβω τι θέλω εγώ. Πόσο μάλλον να ερμηνεύσω σωστά το όραμα κάποιου άλλου. Δεν είναι αλαζονεία. Είναι αυτή η επιμονή να μείνω στο περιθώριο, εκεί που ο ήχος μπορεί να ψιθυρίζει σταθερά αντί να κραυγάζει. Βέβαια, αν αύριο εμφανιζόταν κάποιος και μου έλεγε: «Εχω μια ταινία για ένα πλοίο φάντασμα…», πιθανότατα θα του έστελνα ήδη τρία demo. Οπότε ποτέ μη λες ποτέ. Aξίζει, ωστόσο, να προσθέσω ότι έχω γράψει μουσική ως ΙΟΝ για το queer art-porn «Symposium: Αn Αthenian Rawmance» του Μενέλα Σιαφάκα, για το κοινωνικό ντοκιμαντέρ «Δεμένοι» του Τάσου Μόρφη και έχω συνθέσει εκ νέου και εκτελέσει ζωντανά την μουσική επένδυση των κλασικών βωβών ταινιών «The Great White Silence» του Χέρμπερτ Πόντινγκ και «Nosferatu, eine Symphonie des Grauens» του Φ.Β. Μουρνάου που μου ανατέθηκαν από το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας, Νύχτες Πρεμιέρας.
Η τεχνητή νοημοσύνη, όσο κι αν εκπαιδεύεται πάνω στις αντιφάσεις μας, διατηρεί ακόμα - παραδόξως - μια παράξενη, άχρωμη και άχαρη, αλλά σπάνια ομορφιά. Κρύβει μέσα της τη δυνατότητα μιας νέας αθωότητας, σαν να έχεις έναν καθαρό καμβά πριν τον πρώτο χρώμα που θα του στάξεις. Κι αυτό για μένα είναι συγκινητικό. Μου θυμίζει τον κινηματογράφο των πρώτων δεκαετιών. Οταν ακόμη δεν ήξερες τι μπορεί να γεννήσει αυτό το κάτι που δεν έχει ακόμα διαφθαρεί.»
Η οπτική εικόνα των tracks πόσο σημαντική είναι στην εποχή μας (και την εποχή του Spotify); Εδινες πάντα σημασία στην πλευρά αυτή;
Αγαπώ τη μουσική. Αλλά λατρεύω και την εικόνα. Και τη φωτογραφία. Ισως γιατί μεγαλώνοντας, η μνήμη μου δεν κρατάει ημερομηνίες — κρατάει και θυμάται κάδρα. Μουσικές και κάδρα. Αυτά θυμάμαι. Η οπτική ταυτότητα ενός κομματιού σήμερα έχει γίνει σχεδόν τόσο σημαντική όσο και ο ίδιος ο ήχος. Στην εποχή του Spotify, όπου ο χρόνος ακρόασης μετριέται σε δευτερόλεπτα και το μάτι τρέχει πριν το αυτί, η εικόνα είναι το πρώτο πράγμα που λέει «δωσ’ μου μια ευκαιρία». Δεν είναι επιφάνεια, είναι πρόσκληση. Και πάντα έδινα σημασία σ’ αυτό. Στην αισθητική. Από τα πρώτα άλμπουμ του ΙΟΝ, μέχρι όλες τις κυκλοφορίες των Mechanimal, η οπτική πλευρά δεν ήταν στολίδι· ήταν ένα άλλο όργανο. Το εξώφυλλο, το video, η φωτογραφία τύπου — όλα φτιάχνουν ένα παράλληλο σύμπαν. Οχι διαφημιστικό, αλλά βιωματικό, και πολυμεσικό. Και σε έναν κόσμο όπου όλα τείνουν προς την αφαίρεση - 15 δευτερόλεπτα στο TikTok, ένα loop σε Insta story - η επιμονή στη σύνθεση εικόνας και ήχου μοιάζει με μια μικρή αντίσταση. Σαν να λες: όχι, δεν είναι απλώς ένα κομμάτι. Είναι ένα τοπίο. Ελα, κι αν το γουστάρεις, βρες τη θέση σου μέσα του.
Σε ένα κόσμο που τρέμει την τεχνητή νοημοσύνη, ποια είναι η θέση σου; Μοιάζει να βρίσκεις στη λογική της μία σπάνια ομορφιά;
Ξεκίνησα να μελετώ και να αρθρογραφώ για την τεχνητή νοημοσύνη από το 2017, όταν ακόμη οι περισσότεροι τη φαντάζονταν ως μια απειλή τύπου «Terminator» ή ως κάποιο μεταμοντέρνο τέρας που θα μας αντικαταστήσει. Εγώ, βέβαια, την είδα (και συνεχίζω να τη βλέπω) αλλιώς: όχι σαν εφιάλτη, αλλά σαν καθρέφτη. Οχι σαν απειλή, αλλά σαν μια προέκταση αυτής της επιθυμίας: να δημιουργήσουμε κάτι που να μας ξεπερνά. Πόσο μαγικό δεν ακούγεται, έστω και μόνο να το λες; Δεν τη φοβάμαι. Ή μάλλον, αν φοβάμαι κάτι, αυτό δεν είναι ο ψυχρός αλγόριθμος. Είναι η παραπλανητική νοημοσύνη των εξουσιαστών της τεχνολογίας. Εκείνη των σημερινών τοξικών και παράφρονων ανθρώπων (βλέπε Ελον Μασκ), που μιλούν για ηθική ενώ δεν τρέχει και τίποτα που καίγεται η Γάζα και που καταναλώνουν όλο τον πλανήτη στο όνομα της “ανάπτυξης”. Αυτή η διαστρέβλωση της λογικής, της ενσυναίσθησης και της αλήθειας είναι ο πραγματικός τρόμος. Η τεχνητή νοημοσύνη, όσο κι αν εκπαιδεύεται πάνω στις αντιφάσεις μας, διατηρεί ακόμα —παραδόξως— μια παράξενη, άχρωμη και άχαρη, αλλά σπάνια ομορφιά. Κρύβει μέσα της τη δυνατότητα μιας νέας αθωότητας, σαν να έχεις έναν καθαρό καμβά πριν τον πρώτο χρώμα που θα του στάξεις. Κι αυτό για μένα είναι συγκινητικό. Μου θυμίζει τον κινηματογράφο των πρώτων δεκαετιών. Οταν ακόμη δεν ήξερες τι μπορεί να γεννήσει αυτό το κάτι που δεν έχει ακόμα διαφθαρεί.
Τι ώρα και σε τι συνθήκες να ακούσει κανείς το Soundscapes Vol.2;
Προσωπικά το θεωρώ ένα απογευματινό άλμπουμ. Θα μπορούσε να έχει και τον τίτλο «Είκοσι Εσπερινοί του IØN».
Δείτε εδώ το βίντεο κλιπ για το πρώτο single από το «Soundscapes Vol.2», σκηνοθετημένο με τη βοήθεια τεχνητής νοημοσύνης:
Ακολουθείτε τον Γιάννη Παπαϊωάννου / IØN στο Facebook, στο Instagram, στο Bandcamp, στο Spotify, στο YouTube και το Bluesky