Ηταν τον Νοέμβριο του 2011, στο 52ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, όταν ο Σπύρος Στάβερης φιλοξενήθηκε στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης για την αναδρομική του έκθεση «Ενας Κόσμος Χωρίς Περιθώρια».
Διαβάστε εδώ τη συνέντευξη που είχε δώσει στο Flix ο Σπύρος Στάβερης το Νοέμβριο του 2011
Τώρα, τέσσερις μήνες μετά στο 14ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης προβάλλεται ο «Κλέφτης Εικόνων», το ντοκιμαντέρ του Πάνου Α. Θωμαίδη, ο οποίος συνάντησε τον Σπύρο Στάβερη τον Νοέμβριο με αφορμή την έκθεση του για να ολοκληρώσει ένα πορτρέτο του φωτογράφου που όπως περιγράφει ο ίδιος ο Θωμαίδης βιοπορίζεται κλέβοντας την εικόνα του «Αλλου».
Τι είναι ο «Κλέφτης Εικόνων»;
Ο «Κλέφτης Εικόνων» είναι ένα ημίωρο ντοκιμαντέρ για το φωτογράφο – δημιουργό Σπύρο Στάβερη. Στην ταινία παρουσιάζονται δείγματα του έργου του, καταγραφές απ΄την τρέχουσα δραστηριότητά του, προφορικές αναφορές-εκμυστηρεύσεις από το παρελθόν του, αλλά και σκέψεις που εκφράζουν τη θεώρησή του για την κοινωνία και τη ζωή.
Πως γεννήθηκε η ιδέα του ντοκιμαντέρ;
Η ταινία προέκυψε με αφορμή τη διερεύνηση μιας πιθανής συνεργασίας με το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης. Το Μουσείο με τίμησε με την εμπιστοσύνη του επιτρέποντάς μου να «δοκιμάσω» να κινηθώ παράλληλα με την προετοιμασία της αναδρομικής έκθεσης που πραγματοποίησε σε συνεργασία με το Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για το Σπύρο Στάβερη, με τίτλο «Ενας Κόσμος Χωρίς Περιθώρια», με σκοπό να φτιάξουμε από κοινού ένα συνοδευτικό / υποστηρικτικό οπτικοακουστικό αφήγημα για την έκθεση. Αυτό το πρώτο αφήγημα αποτέλεσε το σκαρίφημα, το οποίο εξελίχθηκε στον «Κλέφτη Εικόνων».
Γνωρίζατε από πριν τον Σπύρο Στάβερη ή τον γνωρίσατε για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ;
Ολα ξεκίνησαν με την ταινία. Ας γίνω πιο συγκεκριμένος. Η ταινία περιλαμβάνει δύο κόσμους. Ενα κόσμο οικείο σε μένα, αυτόν των συνεργατών μου, με τους οποίους μας συνδέουν χρόνιοι και δοκιμασμένοι δεσμοί και με τους οποίους συμπορευτήκαμε στη συλλογική αυτή προσπάθεια, και ένα νέο, άγνωστο, τον κόσμο της ελληνικής φωτογραφικής πραγματικότητας, με τον οποίο συναντηθήκαμε για πρώτη φορά με αφορμή την ταινία. Είμασταν τυχεροί που βρέθηκαν μπροστά μας άνθρωποι σαν το Σπύρο Στάβερη, με την πλούσια και ιδιαίτερη γραφή του, αλλά και οι άνθρωποι του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα ο Βαγγέλης Ιωακειμίδης, που μας έδωσαν τα κλειδιά για να προσεγγίσουμε το έργο του δημιουργού. Ισως αυτή η φρεσκάδα του «νεοφώτιστου» να εγγράφεται στο ντοκυμανταίρ.
Τι ήταν αυτό που σας γοήτευσε στο έργο του Σπύρου Στάβερη;
Η ειλικρίνεια, η ευθύτητα και η ανθρωπομετρία.
Τι ήταν αυτό που μάθατε (και που δεν γνωρίζατε) για τον Σπύρο Στάβερη μετά την ολοκλήρωση του ντοκιμαντέρ;
Για το Στάβερη δεν ήξερα τίποτα. Γνώριζα όμως πολλές από τις φωτογραφίες του, τις οποίο είχα δει σε ανύποτο χρόνο και όχι υποχρεωτικά τις ημέρες που αυτές κυκλοφορούσαν στα περιοδικά. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζεις ότι κάποιο οπτικό αποτύπωμα έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη σου, ιδιαίτερα σήμερα όπου βιώνουμε ένα ανεξέλεγκτο οπτικοακουστικό βομβαρδισμό. Ετσι είχα την απορία να γνωρίσω τον άνθρωπο πίσω από το έργο και να βάλω σε δοκιμασία την πεποίθησή μου ότι ο δημιουργός – και κυρίως η θεώρησή του για τη ζωή και τα πράγματα – εγγράφονται στο έργο του, ακόμα και όταν αυτό είναι κατά παραγγελία. Αυτή η θέση μου, εν προκειμένω, επιβεβαιώθηκε και ελπίζω ότι εκφράζεται με τρόπο πειστικό – και όχι κατ΄ ανάγκη πιεστικό – μέσα από την ταινία.
Πώς μπορεί να μεταδοθεί η δύναμη μιας φωτογραφίας μέσα από το σινεμά;
Ο κινηματογράφος και η φωτογραφία είναι χώροι συγγενείς. Ωστόσο η φωτογραφία έρχεται αντιμέτωπη με πολλούς συμβιβασμούς όταν κληθεί να εγκλωβιστεί μέσα στα όρια της οπτικοακουστικής γραφής.
Στον κινηματογράφο η ανάγνωση μιας φωτογραφίας υπακούει σε κανόνες υποχρεωτικότητας. Από την υποχρεωτική συνύπαρξη με ένα προεπιλεγμένο και επιβεβλημένο για το θεατή ηχητικό περίβλημα, την άλλοτε ασφυκτική και άλλοτε πληθωρική χρονική διάρκεια παράθεσης, ακόμα-ακόμα και από τον κατακερματισμό της σε ρυθμικά επαναλαμβανόμενα φωτογράμματα, και τέλος την αναγκαστική χωροθέτηση σε ένα κάδρο συνήθως διαφορετικό από αυτό του πρωτότυπου, η φωτογραφία υποφέρει σε αυτή τη συστέγαση.
Από την άλλη, η φωτογραφία, ως εγγενής του κινηματογράφου, αντιμετωπίζεται εκ πρωιμίου με σεβασμό. Ετσι, η φωτογραφία επιτρέπει στο σινεμά να τη «διαβάσει», να την αντιδιαστείλει με προηγούμενες και επόμενες φωτογραφίες και εικόνες, στην ουσία να την παραθέσει με μια διάθεση ερμηνευτική. Επιπλέον, ενταγμένη σε ένα αφήγημα, η φωτογραφία αποκτά – πάντα με τον κανόνα της υποχρεωτικότητας – μια συνειρμική ανάγνωση πλέον της «αντικειμενικής».
Ποια είναι η θέση του ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικού είδους μέσα σε μια εποχή κρίσης;
Η κρίση φέρνει την ανάγκη για ένα «σινεμά των φτωχών». Με την έννοια αυτή μορφές οπτικοακουστικής έκφρασης που εγγράφουν λιγότερες οικονομικές υποχρεώσεις, έρχονται και πάλι στο προσκήνιο. Το ντοκιμαντέρ, είτε με την έννοια του καταγραφικού, είτε με εκείνη του δημιουργικού, είναι ευκολότερο να παραχθεί συγκριτικά με το fiction. Ωστόσο για μένα τα όρια ανάμεσα στα είδη είναι ελαστικά. Οπως η διαφήμιση έδωσε κάποτε γλωσσικά ιδιώματα στον κινηματογράφο μυθοπλασίας, έτσι και το ντοκιμαντέρ θα δανείσει μορφικά στοιχεία, αλλά και μεθόδους παραγωγής στο fiction. Αλλωστε, που βρίσκονται τα όρια μεταξύ τεκμηρίωσης και μύθου;
Ο «Κλέφτης Εικόνων» προβάλλεται τη Δευτέρα 12 Μαρτίου στις 20.00 και την Τετάρτη 14 Μαρτίου στις 12.30 στην αίθουσα «Φρίντα Λιάππα».