Το γεγονός ότι ο Πάνος Χ. Κούτρας είναι αυτό που, πάντα διστακτικά, θα λέγαμε «auteur», δεν έγκειται τόσο στην αισθητική του - παρότι αυτή παραμένει σταθερά στο μεταίχμιο μεταξύ κομψότητας και camp, μεταξύ κοφτερού ρεαλισμού και φαντασίας. Οσο στην πεποίθηση, που διαπερνά όλες τις ως τώρα ταινίες του, ότι η ζωή είναι ένας αδιάκοπος κύκλος από αποκαθηλώσεις, καταστροφές και προσωρινά happy ends.
Διαβάστε τη γνώμη του Flix για την ταινία: Το «Dodo» του Πάνου Χ. Κούτρα είναι η ανθρώπινη τραγικωμωδία του μέλλοντος
Ετσι και στη νέα του ταινία, το «Dodo», πέμπτη μετά την «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά», την «Αληθινή Ζωή», την «Στρέλλα» και το «Xenia», η οικογένεια Καρακώστα κι οι άνθρωποι που την περιβάλλουν, προσπαθούν, κυρίως, να παραμείνουν ζωντανοί, μαζί με όσα εκπροσωπούν, ευαίσθητα σαν ένα αρχέγονο πουλί που θα έλεγες ότι έχει εξαφανιστεί, ενώ ζει, κρυφά και προστατευμένα, στο σαλόνι σου.
Δείτε ακόμη: To Flix ακολουθεί με την κάμερά του το «Dodo» του Πάνου Χ. Κούτρα και τους συντελεστές του, στις Κάννες
Το «Dodo» ξετυλίγεται σε μια πολυτελή, απομονωμένη βίλα, με πισίνα, κήπο και πρόσφορες κρυψώνες. Εδώ ζει η Μαριέλλα με τον άντρα της, τον Παύλο Καρακώστα, ένα πάλαι ποτέ πλούσιο ζευγάρι στο χείλος της οικονομικής καταστροφής. Σε δυο μέρες παντρεύουν την κόρη τους, τη Σοφία, μ' έναν πολύφερνο γαμπρό που θα λύσει τα προβλήματά τους: όχι όμως κι εκείνα που προκύπτουν όταν, από το πουθενά, ανακαλύπτουν στον κήπο τους ένα καταδιωκόμενο ντόντο με ιδιαίτερη αγάπη για τα ποπ κορν. Ενα πουλί που έχει εξαφανιστεί εδώ και 300 χρόνια και που έρχεται για να θυμίσει, ίσως, ότι οι τελευταίες ρανίδες ανθρώπινης τρυφερότητας έχουν, πρέπει, μπορεί να διασωθούν. Εστω κι αν χρειαστεί να περάσουν από το λαγούμι της αποκάλυψης και της αυτογνωσίας, σαν την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.
Μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Καννών, την ώρα που βγαίνει στις αίθουσες της Γαλλίας, πριν έρθει και στις ελληνικές, αυτό το χειμώνα, το Flix έκανε μια σύντομη κουβέντα με τον Πάνο Χ. Κούτρα για τις... κοινωνικές καταβολές της ταινίας του και για όσα ορίζουν αυτή, την αληθινή ζωή.
Και το «Dodo», όπως κι οι προηγούμενες ταινίες σου, έχουν ως βάση μια διάσταση παραμυθιού. Γιατί θέλεις στο σινεμά σου να βάζεις πάντα μια διέξοδο προς το φανταστικό;
Τα παραμύθια έχουν ένα καταπληκτικό storytelling. Μικρός μ’ άρεσε πάρα πολύ αυτό και τ’ αγαπημένα μου παραμύθια έβαζα τη θεία μου να μου τα διαβάζει πάλι και πάλι και πάλι. Οχι μόνο εγώ, όλα τα παιδιά ξέρουν και περιμένουν τη στιγμή του παραμυθιού που θα έρθει εκείνος, ή που θα εμφανιστεί η κακιά μάγισσα, οπότε αυτό είναι κάτι που μου αρέσει και θέλω να κάνω. Να λέω ιστορίες. Αλλά και οι ταινίες που μ' αρέσουν έχουν αυτό το στοιχείο. Επιπλέον, μ’ αρέσουν οι ιστορίες οι οποίες λειτουργούν σ’ όλα τα επίπεδα. Και πάντα όταν γράφω τα σενάρια αυτό προσπαθώ. Να λειτουργούν σ’ όλα τα επίπεδα - και στο πρώτο και στο δεύτερο και στο τρίτο - ώστε να συνδέονται κάπως με όποιον το διαβάζει. Νομίζω ότι οι μύθοι, τα παραμύθια, οι λαϊκές ιστορίες το έχουν πάρα πολύ αυτό, λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα κι ειδικά σ’ ένα ψυχαναλυτικό - επειδή έχω κάνει πάρα πολλά χρόνια ψυχανάλυση - λειτουργούν και σε πολύ «κάτω» επίπεδο. Οπότε προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο, μ’ αρέσει, με συνεπαίρνει. Γιατί το να κάνεις ταινίες είναι πάρα πολύ δύσκολο και πάρα πολύ καταπιεστικό, ειδικά για μένα. Οπότε αφού το κάνω, λέω, ας το κάνω κανονικά!
Σ' αυτή την ταινία σου βλέπουμε κάποιες σκηνοθετικές αλλαγές - σχεδον αποκλειστικά εσωτερικοί χώροι, όχι το αστικό τοπίο που έχουμε συνηθίσει στα έργα σου κι ένα ensemble cast.
Θα σου πω, «Μουσακάς». Το «Dodo» για μένα είναι μια ταινία πιο κοντά στον «Μουσακά» και πάντα ήθελα να επιστρέψω σ’ αυτόν - δεν μπόρεσα, είναι αξεπέραστος (γάργαρο γέλιο), ακόμα λέω, πώς το ‘κανες Κούτρα αυτό το πράγμα δηλαδή! Πάντα ήμουν φαν πολύ μεγάλος των ensemble films. Το είπα και στα παιδιά (στους ηθοποιούς του), ο «Κανόνας του Παιχνιδιού» του Ρενουάρ, οι ταινίες του Μπλέικ Εντουαρντς, που τον λατρεύω, τον θεωρώ πολύ μεγάλο δημιουργό, του Ολτμαν, πάντα με συνέπαιρναν, επίσης τα sagas, πώς λειτουργούν μέσα στο χρόνο. Οπότε πάντα ήθελα να το κάνω αυτό. Αλλά είναι πολύ δύσκολο, θέλει πολύ χρόνο. Οπότε γι’ αυτό, κατά κάποιο τρόπο, το ανέβαλα. Αλλά ο «Μουσακάς», η πρώτη μου ταινία, έχει πάρα πολλή σχέση μ’ αυτήν εδώ, πολλούς παραλληλισμούς.
Εχει σημασία ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε κι αυτό το λέει ο Λούις Κάρολ, όταν η Αλίκη αναρωτιέται, ποιο δρόμο πρέπει να πάρω από εδώ και πέρα; Και της λέει, εξαρτάται από το πού θέλεις να φτάσεις. Κι εκείνη λέει, να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω και δεν με νοιάζει πολύ. Ε τότε, της λέει, δεν έχει σημασία ποιο δρόμο θα πάρεις, αρκεί να περπατήσεις αρκετά. Κι αυτό έχει σημασία. Αρκεί να βρίσκεσαι συνέχεια σ’ αυτή την αναρώτηση, τη διαδρομή.»
Ολες σου οι ταινίες ανατέμνουν τη μεγαλοαστική τάξη, τελικά τους βλέπεις αρνητικά ή θετικά; Τους ειρωνεύεσαι, τους κατακρίνεις ή τους αγαπάς;
Αυτή είναι πολύ μεγάλη συζήτηση. Για μένα είναι λιγάκι οι όψεις του ιδίου πράγματος. Κι ειδικά στη Γαλλία το έζησα πάρα πολύ, επειδή η ταινία αναπτύχθηκε και στη Γαλλία που έβαλε σχεδόν τα ίδια λεφτά με την Ελλάδα, είναι Γαλλοβελγική όσο κι ελληνική. Είναι εντελώς διαφορετικός ο τρόπος που αντιλαμβάνονται οι Γάλλοι το μπουρζουά. Ο μπουρζουά είναι άλλο πράγμα στη Γαλλία και άλλο στην Ελλάδα, δεν έχουν το ίδιο ταξικό σύστημα, ούτε την ίδια ιστορία μ' εμάς. Στη Γαλλία είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις μια ταινία με συμπαθητικούς μπουρζουά. Θα σε πάρουν με τις πέτρες, παρότι το βρίσκω πολύ υποκριτικό αυτό, γιατί όλοι είναι, κατά κάποιον τρόπο. Οπότε αυτό ήταν κάτι που μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ, οι τάξεις. Για μένα σ’ αυτή την ταινία κανένας δεν είναι θετικός χαρακτήρας πραγματικά. Και κανείς αρνητικός μέχρι τέλους. Ολοι είναι «ελαττωματικοί» άνθρωποι, λένε ψέματα, κλέβουν, απατάνε, προδίδουν, όλοι. Αλλά πάνω απ’ όλα είναι human. Αυτό που βρίσκω συναρπαστικό στην αστική τάξη, είτε μεγαλοαστική, είτε μικροαστική, κι ειδικά για την Ελλάδα που είναι η ιστορία της αυτό, είναι πόσο ρευστή είναι. Το έχει πει καταπληκτικά η Αρβελέρ σε μια συνέντευξη και το έχω κρατήσει γιατί είναι λιγάκι κι η ιστορία της οικογένειάς μου. Είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν Γάλλο να καταλάβει ότι ένας μπουρζουά, μια πλούσια οικογένεια στην Ελλάδα, έχει χάσει κι έχει κάνει τα λεφτά της τουλάχιστον δύο φορές. Κι είναι αλήθεια. Ο τρόπος με τον οποίο το σύστημα λειτουργεί στην Ελλάδα είναι τόσο ασταθής. Αλλάζουν χέρια πάρα πολύ και δεν υπάρχουν καθόλου σταθερές και δεδομένα. Κι είναι πάρα πολύ αστείο - όταν έγραφα το σενάριο κι ακόμα και τώρα, δεν ξέρεις τι δουλειά κάνουν οι Καρακώστα, ξέρεις; Αυτό στη Γαλλία δεν θα μπορούσε να γίνει, ούτε και θα μπορούσες να γράψεις για μια πτώχευση χωρίς να τη δικαιολογήσεις, απλώς γιατί δεν συμβαίνει. Ενώ στην Ελλάδα ήταν το πιο φυσικό πράγμα, όχι μόνο για τους Ελληνες, αλλά και για τους ξένους. Κι αυτό μου έκανε πάρα πολλή εντήυπωση. Δεν χρειάστηκε ποτέ να πω τι δουλειά έκανε αυτός ο άνθρωπος. Λέει μία κάποια στιγμή, κατέβηκε Βουλευτής, όπως και χιλιάδες, καταλαβαίνεις ότι δεν είναι πολιτικός, αλλά δεν ξέρεις καθόλου τι έχει κάνει. Θα ήταν πάρα πολύ δύσκολο να το κάνεις αυτό στη Γαλλία, κρατώντας ταυτόχρονα το ρεαλισμό που έχει η ταινία.
Από τη δική σου ζωή και τον κόσμο σου, αισθάνεσαι ότι υπάρχει κάτι που τείνει «προς εξαφάνιση», σαν το ντόντο;
Ολα και τίποτα. Αυτό που σκεφτόμουν είναι ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα παραμείνουν μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί στον καθένα μετά, αλλά όλο αυτό το σχήμα θα συνεχίσει να υπάρχει. Και, για μένα, αυτό είναι η ζωή, ότι τελικά σου συμβαίνουν όλα αυτά τα πράγματα και, κατά κάποιον τρόπο, η ζωή συνεχίζει κι αυτό πρέπει και να γίνεται. Το λέει κι η Εύα, αυτό που για μένα είναι η φράση της ταινίας, «όλοι κάνουμε λάθη, δεν θα πεθάνουμε κιόλας ρε φίλε». Απλώς ελπίζω να συνεχίζουμε λίγο αλλιώς.
Αρα αυτή είναι μια αισιόδοξη ταινία;
Και ναι και όχι, δεν έχει πάρα πολλή σημασία. Εχει σημασία ότι θα συνεχίσουμε να ζούμε κι αυτό το λέει ο Λούις Κάρολ, όταν η Αλίκη αναρωτιέται, ποιο δρόμο πρέπει να πάρω από εδώ και πέρα; Και της λέει, εξαρτάται από το πού θέλεις να φτάσεις. Κι εκείνη λέει, να σου πω την αλήθεια, δεν ξέρω και δεν με νοιάζει πολύ. Ε τότε, της λέει, δεν έχει σημασία ποιο δρόμο θα πάρεις, αρκεί να περπατήσεις αρκετά. Κι αυτό έχει σημασία. Αρκεί να βρίσκεσαι συνέχεια σ’ αυτή την αναρώτηση, τη διαδρομή.
Το «Dodo» του Πάνου Χ. Κούτρα προβάλλεται αυτές τις μέρες στις αίθουσες της Γαλλίας και θα έρθει στην Ελλάδα το φετινό χειμώνα.