Στα 33 του χρόνια, ο Μπου Τζανφένγκ είναι ήδη ένα κεφάλαιο στο σινεμά της χώρας του. Το 2010 συμμετείχε στην Εβδομάδα Κριτικής με το «Sandcastle», την πρώτη ταινία από τη Σιγκαπούρη που έφτανε στο παράλληλο τμήμα του Φεστιβάλ Καννών. Και το 2016 βρέθηκε με το «Μαθητευόμενο» στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ, καθιερώνοντας το όνομά του ως ένα από τα ανερχόμενα ταλέντα του ασιατικού σινεμά.
Στο Flix, o Μπου Τζανφένγκ μιλάει για την έμπνευση της ιστορίας του νεαρού μαθητευόμενου δήμιου που μαθαίνει το δύσκολο έργο του δίπλα στον άνθρωπο που εκτέλεσε τον πατέρα του, σε μια ταινία σκληρή, ανθρώπινη και φτιαγμένη, όπως υποστηρίζει ο δημιουργός της, από την αθέατη πλευρά του αντιήρωα.
Ποια ήταν η αρχική ιδέα για την ταινία; Βασίζεται σε κάποια αληθινή ιστορία;
Με ενδιέφερε πολύ η οπτική γωνία του εκτελεστή. Είναι μια προοπτική που δεν εξετάζεται συχνά σε ταινίες σχετικές με τη θανατική ποινή. Είναι ένα πολύ μεγάλο θέμα, οπότε η βασική πρόκληση ήταν να κοιτάξουμε πίσω από το «θέμα» και τη ρητορική που το ακολουθεί και να κοιτάξουμε την ανθρώπινη πλευρά του. Οχι, η ταινία δεν είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία.
Συναντήσατε κάποιους εκτελεστές για να γνωρίσετε το ψυχολογικό τους κόσμο και τι ανακαλύψατε που δεν μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε πριν γι' αυτούς;
Γνώρισα δύο συνταξιούχους δήμιους. Φανταζόμουν συνεχώς τον Ραχίμ ως ένα πολύ σκοτεινό χαρακτήρα, αλλά μετά τη συνάντηση μου μαζί τους, συνειδητοποίησα πως αυτό που είχα γράψει στις πρώτες μου σημειώσεις για το χαρακτήρα δεν ήταν παρά μια καρικατούρα. Και οι δύο δήμιοι ήταν οικογενειάρχες. Ο ένας τους ήταν πολύ χαρισματικός και αστείος - χαρακτηριστικός παππούς που έχει πολλές ιστορίες να πει. Βλέποντας την ανθρωπιά του, μου έδωσε την ευκαιρία να φτιάξω το χαρακτήρα του Ραχίμ με μεγαλύτερο βάθος.
Ποια ήταν η φιλοδοξία σας σχετικά με την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία της ταινίας:
Η φυλακή δεν είναι απλά ένας χώρος, αλλά και μια ψυχολογία για τον ήρωα. Σε όλη τη διάρκεια που ο Αϊμαν περπατάει στους χώρους όπου ο πατέρας του πέρασε τις τελευταίες του μέρες, ταξιδεύει και μέσα στον εαυτό του. Οσο πιο κοντά φτάνει στην αγχόνη, τόσο σκοτεινιάζει. Μέσα από το φως, την καλλιτεχνική διεύθυνση και το σχεδιασμό ήχου, κατασκευάσαμε το ψυχολογικό του χώρο.
Ποιες ήταν οι αναφορές σας σε διάσημες ταινίες φυλακής;
Δεν έκανα αναφορές μέσα στην ταινία σε παλιότερες ταινίες. Αλλωστε, οι περισσότερες ταινίες φυλακών μιλούν από την οπτική του φυλακισμένου, οπότε εδώ τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Είδα ωστόσο ταινίες, όπως τον «Προφήτη» του Ζακ Οντιάρ ή το «Starred Up» του Ντέιβιντ Μακένζι, κυρίως για το πώς απεικονίζεται ο χώρος των φυλακών σε σύγχρονες ταινίες.
Γιατί γυρίσατε τις σκηνές της φυλακής στην Αυστραλία;
Δεν καταφέραμε να γυρίσουμε σε φυλακές της Σιγκαπούρης ή κάπου στη Μαλαισία. Ακόμη κι αν μας έδιναν άδεια να γυρίσουμε, η ποσότητα των περιορισμών που θα έθεταν λόγω ασφαλείας θα έκαναν το γύρισμα αδύνατο. Αναζητούσαμε μια φυλακή σε στιλ βρετανικό αποικιοκρατικό και στην Αυστραλία έτυχε να έχει αρκετές, οι οποίες δεν είναι πλέον σε λειτουργία και έτσι μπορούσαμε να γυρίσουμε ανενόχλητοι.
Μια ταινία για το θάνατο ή τη ζωή; Την εκδίκηση ή τη συγχώρεση;
Μια ταινία για τη ζωή, γιατί είναι η ιστορία ενός νεαρού άντρα διχασμένου ανάμεσα στο καθήκον και την ηθική. Ενα δίλημμα που πολλοί άνθρωποι αντιμετωπίζουν στη ζωή τους.
**Πόσο εύκολο ήταν να γίνει στη Σιγκαπούρη μια ταινία με τόσο «δύσκολο» θέμα;
Παραμένει ένα ευαίσθητο θέμα στη χώρα, οπότε έπρεπε να κινηθούμε προσεκτικά για να ολοκληρώσουμε την ταινία. Το φιλμ χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από την Αρχή Ανάπτυξης Μέσων της Σιγκαπούρης που είναι ο μόνος χρηματοδοτικός φορέας της χώρας και μαζί αυτός που είναι υπεύθυνος για τη λογοκρισία.