Προτού εντρυφήσει κανείς στη σχέση του Ντίλαν με το σινεμά, αναλύοντας επιμέρους πτυχές και εκφάνσεις της, μία είναι η παραδοχή από την οποία θα πρέπει να ξεκινήσει: O Μπομπ Ντίλαν δεν χρειάστηκε ποτέ το σινεμά για να αποδείξει το πόσο κινηματογραφικός είναι, με την πλήρη και ουσιαστική έννοια του όρου. Η μουσική, το έργο του, η ίδια του η ύπαρξη. Κάθε διάσταση της δημιουργικής ιδιοσυγκρασίας του μοιάζει να το επαληθεύει, ανεπιτήδευτα και πηγαία. Κι αν η παραπάνω τοποθέτηση (σας) ακούγεται υπερβολική, δεν έχετε παρά να ανατρέξετε στα κομμάτια του. Την επιβεβαιώνουν καλύτερα από κάθε προσπάθεια φλύαρης επιχειρηματολογίας και θεωρητικής τεκμηρίωσης.
Διαβάστε ακόμη: Eνας τελείως άγνωστος (που απλά γίνεται «γνωστός»;)
Στη διάρκεια των 83 χρόνων ζωής του, ο Ντίλαν έχει δει σινεμά, έχει γράψει εμπνεόμενος από το σινεμά, έχει γράψει για το σινεμά, έχει περάσει από το σινεμά, έχει παρακολουθήσει το κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι που τον περιβάλλει να μεταμορφώνεται σε σινεμά, έχει υπάρξει ο ίδιος σινεμά. Με λίγα λόγια, ό,τι κι αν έκανε, ό,τι κι αν δημιουργούσε, η σχέση του με την έβδομη τέχνη ήταν πανταχού παρούσα και σταθερά σε πρώτο πλάνο, είτε το επιχειρούσε συνειδητά, είτε όχι. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να έχει υπηρετήσει διαφορετικά τον βίο του ο μουσικός με το ποιητικότερο - και κατ' επέκταση το κινηματογραφικότερο - βλέμμα του 20ου (και του 21ου) αιώνα;
Το παρόν κείμενο αποτελεί μία απόπειρα χαρτογράφησης της σχέσης του Ντίλαν με τον κινηματογράφο, χωρίς περαιτέρω διάθεση (περιττής) ανάλυσής της. Είναι αυτή που είναι και μιλάει από μόνη της. Πολύπλοκη, πολυεπίπεδη, διαρκώς αλληλοτροφοδοτούμενη, με τα όρια του ποιος αντλεί από ποιον να είναι κάθε άλλο παρά σαφή και ευδιάκριτα. Κι εκεί ακριβώς είναι που έγκειται η μαγεία της.
Ο Ντίλαν βλέπει σινεμά
Well, my telephone rang it would not stop
It's President Kennedy callin' me up
He said, 'My friend, Bob, what do we need to make the country grow?'
I said, 'My friend, John, Brigitte Bardot
Anita Ekberg, Sophia Loren...
(I Shall Be Free, 1963)
Μεγαλώνοντας στο Hibbing της Μινεσότα, πόλης γνωστής για τα πλούσια κοιτάσματα σιδήρου της στα 40s και τα 50s, ο Ντίλαν πέρασε τα πρώτα χρόνια του σε ένα περιβάλλον όπου η ζωή ήταν - από κάθε άποψη - περιορισμένη. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του, θα έβρισκε στον τοπικό κινηματογράφο (που μάλιστα ανήκε σε συγγενείς του) την απόλυτη διέξοδο που αναζητούσε, κι έπειτα τίποτα δεν θα έμοιαζε πια το ίδιο. Ερωτεύτηκε τη μορφή της Μπριζίτ Μπαρντό από την πρώτη στιγμή που τη αντίκρυσε στη μεγάλη οθόνη, υιοθέτησε το ίδιο δερμάτινο σακάκι που φορούσε ο Μάρλο Μπάντο στο «The Wild One» (1953) και εκστασιάστηκε όταν άκουσε το σάουντρακ του «Blackboard Jungle» (1955), το οποίο μερικά χρόνια αργότερα θα περιέγραφε ως το φιλμ που «λέει ακριβώς αυτά που προσπαθούμε να πούμε στους ανθρώπους για του εαυτούς μας», αναφερόμενος στη γενιά του. Στην ίδια γραμμή, το «Επαναστάτης Χωρίς Αιτία» του Νίκολας Ρέι τον επηρέασε βαθιά, ανοίγοντάς του νέους ορίζοντες για τα όσα ήθελε να επικοινωνήσει μέσα από τη μουσική του, αναφορικά με τη σαθρότητα του κοινωνικού κομφορμισμού που απέφερε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Στιγμιότυπο από το «The Wild One», 1953
Οταν μετακόμισε στο Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, άρχισε σταδιακά να εξερευνά τον ευρωπαϊκό arthouse κινηματογράφο. Ταινίες όπως το «Shoot the Piano Player» του Φρανσουά Τριφό και το «Dolce Vita» του Φεντερίκο Φελίνι (τη θέαση του οποίου παρομοίωσε με «την παρατήρηση της ζωής μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη») έμελλαν να τον στιγματίσουν καλλιτεχνικά. Ωστόσο, λίγα ήταν τα φιλμ που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην καρδιά του όσο το «The Gunfighter» με τον Γκρέγκορι Πεκ, το οποίο ενσωμάτωσε και στους στίχους του «Brownsville Girl» του 1986 (Well, there was this movie I seen one time / About a man riding 'cross the desert and it starred Gregory Peck / He was shot down by a hungry kid trying to make a name for himself / The townspeople wanted to crush that / Kid down and string him up by the neck / Well, the marshal, now he beat that kid to a bloody pulp / As the dying gunfighter lay in the sun and gasped for his last breath). Οταν ο Πεκ άκουσε το όνομά του στο κομμάτι, του τηλεφώνησε για να τον ευχαριστήσει, δηλώνοντας και δημόσια την ευγνωμοσύνη του το 1997, όταν παρέδωσε στον Ντίλαν το βραβείο Kennedy Center Honor.
Πέραν του θαυμασμού για το ευρωπαϊκό σινεμά, ο Ντίλαν δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του και για το αμερικανικό. «Οι Η.Π.Α. έχουν δημιουργήσει τις καλύτερες ταινίες στην ιστορία», είχε δηλώσει. Θεωρούσε τις ταινίες του Τζον Φορντ ως το απόλυτο πικ τηw αμερικανικής κινηματογραφίας, ενώ είχε αναφέρει χαρακτηριστικά σε παλιότερη συνέντευξή του ότι «Αν ο κινηματογράφος είναι η απόλυτη μορφή τέχνης, τότε δεν χρειάζεται να ψάξετε πέρα από αυτές τις ταινίες». Παράλληλα, ο Τσάρλι Τσάπλιν αποτέλεσε μια ξεχωριστή επιρροή στη μουσική και την κοσμοθεωρία του, κάνοντάς τον να συνειδητοποιήσει ότι μπορεί να εντοπίσει στοιχεία κωμικότητας εν δυνάμει στα πάντα. «Ο Τσάρλι Τσάπλιν έχει επηρεάσει ακόμα και τον τρόπο που τραγουδάω. Οι ταινίες του με έχουν στιγματίσει βαθιά. Μου αρέσει να κοιτάω τον κόσμο με χιούμορ. Είναι τόσο σπάνιο να μπορείς να το πετύχεις με όσα συμβαίνουν γύρω μας», είχε δηλώσει κάποτε ο Ντίλαν.
Ο Ντίλαν γράφει για το σινεμά
The river whispers in my ear
I've hardly a penny to my name
The heavens have never seemed so near
All of my body glows with flame
The tempest struggles in the air
And to myself alone I sing
It could sink me then and there
I can hear the echoes ring
(Tell Ol' Bill, 2005)
Μεταπηδώντας από τον ρόλο του θεατή, και μετέπειτα του καλλιτέχνη που εμπνέεται από τον κινηματογράφο, ο Ντίλαν δεν άργησε να αρχίσει να συνθέτει κομμάτια τα οποία προορίζονταν για τη μουσική πλαισίωση ταινιών. Κοινώς, σάουντρακς. Ισως το εμβληματικότερο όσων έγραψε είναι το «Knockin' on Heaven’s Door», για τις ανάγκες του γουέστερν «Pat Garrett and Billy the Kid» (1973) του Σαμ Πέκινπα, όπου εμφανίζεται και ο ίδιος στον ρόλο του Alias, πέρασμα που σηματοδοτεί την πρώτη του συνάντηση με τη μεγάλη οθόνη, με την ιδιότητα του ηθοποιού.
Ο Ντίλαν στο «Pat Garrett and Billy the Kid», 1973
Χρόνια αργότερα, το «Things Have Changed» που έγραψε για το «Wonder Boys» του 2000, θα του χάριζε το Οσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Τραγουδιού. Το 2003 ακολούθησε η ταινία «Masked and Anonymous», στην οποία ο Ντίλαν πέραν του πρωταγωνιστικού ρόλου συμμετείχε και στη σύνθεση της μουσικής. Δεσπόζουσα θέση στο σάουντρακ είχε το «Cold Irons Bound», το οποίο ενώ προερχόταν από το άλμπουμ Time Out of Mind (1997), διασκευάστηκε για τις ανάγκες της ταινίας, προκειμένου να αντικατοπτρίζει ηχητικά τη γενικότερη αίσθησή της. Επόμενος σταθμός ήταν η σύνθεση του «Tell Ol’ Bill» για το «North Country» του 2005, με τη Σαρλίζ Θερόν στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Εκτός από τις συνθέσεις του που εξαρχής προορίζονταν για συγκεκριμένες ταινίες, εξίσου άξια αναφοράς είναι και η παρουσία παλαιότερα δισκογραφημένων κομματιών του σε εμβληματικά σάουντρακς. «Poor Little Rich Girl» (1987), «Natural Born Killers» (1994), «Forrest Gump» (1994), «Jerry Maguire» (1996), «The Big Lebowski» (1998), «Watchmen» (2009), «My Own Love Song» (2010), είναι μερικοί μόνο τίτλοι ταινιών που φέρουν κομμάτια του, τα οποία δεν αποτέλεσαν απλά ένα δευτερεύον, επιμέρους στοιχείο της ταινίας. Κατάφεραν να ξεχωρίσουν, προσδίδοντας ακόμη μεγαλύτερο χαρακτήρα στις σκηνές που έντυσαν μουσικά.
Ωστόσο, η περίπτωση του «Hurricane», είναι ίσως εκείνη που αναδεικνύει περισσότερο - και ουσιαστικότερα - από κάθε άλλη τον κινηματογραφικό πυρήνα της γραφής του Ντίλαν: Το κομμάτι γράφτηκε τον Νοέμβριο του 1975 σε μια προσπάθεια του Ντίλαν να κάνει (ακόμη πιο) ευρέως γνωστή την υπόθεση του Ρούμπιν Κάρτερ, του εμβληματικού πυγμάχου με το ψευδώνυμο «Hurricane» που φυλακίστηκε άδικα για φόνο, εξαιτίας του χρώματός του. 24 χρόνια μετά την κυκλοφορία του, το κομμάτι αποτέλεσε την κύρια πηγή έμπνευσης για το «The Hurricane», με τον Ντένζελ Ουάσινγκτον στον πρωταγωνιστικό ρόλο, το οποίο παραθέτει τα γεγονότα βάσει του τρόπου με τον οποίο τα έχει μετουσιώσει στους στίχους του ο Ντίλαν.
H συνάντηση του Ντίλαν με τον Κάρτερ στη φυλακή, 1975
Pistol shots ring out in the barroom night
Enter Patty Valentine from the upper hall
She sees a bartender in a pool of blood
Cries out, "my God, they killed them all"
Here comes the story of the Hurricane
The man the authorities came to blame
For somethin' that he never done
Put in a prison cell, but one time he coulda been
The champion of the world
Ο Ντίλαν παίζει στο σινεμά
There's too many people, too many to recall
I thought some of 'em were friends of mine
I was wrong about 'em all
Well, the road is rocky and the hillside's mud
Up over my head nothing but clouds of blood
I found my own, I found my one in you
But your love just hasn't proved true
I'm 20 miles out of town, Cold Irons bound
(Cold Irons Bound, 1997)
Η μετάβαση του Ντίλαν - και - εντός της οθόνης δεν άργησε να έρθει. Οι φορές που διασταυρώθηκε με το σινεμά ως υποκείμενο, είτε πραγματοποιώντας cameos, είτε ενσαρκώνοντας μεγαλύτερους ρόλους ή απλά όντας ο εαυτός του ήταν πολλές, με το δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα η κάθε μία. Με γνωστότερο το προαναφερθέν πέρασμά του στο «Pat Garrett and Billy the Kid» (1973) του Σαμ Πέκινπα, ο Ντίλαν εμφανίστηκε σχεδόν μία δεκαετία αργότερα στο «Hearts of Fire», παίζοντας έναν ροκ σταρ που έχει κάνει τα πάντα προκειμένου να απομακρυνθεί από τα φώτα της δημοσιότητας, ενώ το 1990 πραγματοποίησε μία εμφάνιση - κυριολεκτικά - 60 δευτερολέπτων στο «Catchfire» του 1990, για την οποία δεν έχει συμπεριληφθεί καν στα κρέντιτς. Το 2003 ενσάρκωσε μία, επί της ουσίας, εναλλακτική εκδοχή του εαυτού του, μέσα από τον χαρακτήρα του Τζάκ Φέιτ στο, επίσης προαναφερθέν, «Masked and Anonymous» του Λάρι Τσαρλς, ο οποίος είχε μάλιστα δηλώσει ότι ήθελε να φτιάξει «μία ταινία για τoν Μπομπ Ντίλαν που να μοιάζει με τραγούδι του Μπομπ Ντίλαν, δηλαδή μία ταινία με πολλά επίπεδα, γεμάτη ποίηση, σουρεαλισμό, αμφισημία και δυσκολία στην αποκωδικοποίησή της, σαν ένα παζλ».
O Ντίλαν στο «Masked and Anonymous», 2003
Από τα περάσματά του με μυθοπλαστικό υπόβαθρο, δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και η εμφάνισή του πλάι της Τζόαν Μπαέζ στο δημιούργημά του, του 1978 «Renaldo and Clara» (για το οποίο θα μιλήσουμε εκτενέστερα παρακάτω, ανατρέχοντας στη σχέση του με το σινεμά από τη σκοπιά του δημιουργού).
Ο Ντίλαν κάνει σινεμά
From the crossroads of my doorstep
My eyes start to fade
And I turn my head back to the room
Where my love and I have laid
And I gaze back to the street
The sidewalk and the sign
And I'm one too many mornings
And a thousand miles behind
(One too many mornings, 1964)
Το «Eat the Document» του 1972 σηματοδοτεί το πρώτο πρότζεκτ στο οποίο ο Ντίλαν ασχολήθηκε ως δημιουργός με το σινεμά. Ενώ το ντοκιμαντέρ είχε σκηνοθετήσει αρχικά ο Ντ. Α. Πένεμπεϊκερ, όταν αυτό πέρασε στα χέρια του Ντίλαν απέκτησε εντελώς διαφορετική αίσθηση. Αναλαμβάνοντας το μοντάζ, του έδωσε μία εκ διαμέτρου αντίθετη, αφαιρετική/ σουρεαλιστική κατεύθυνση, εν είδει προσωπικής (καλλιτεχνικής) τοποθέτησης. Η ταινία περιλαμβάνει σκηνές από παρασκήνια, συναυλίες και προσωπικές στιγμές, αποτυπώνοντας την ένταση και την ατμόσφαιρα της περιοδείας του ίδιου του Ντίλαν το 1966, καθώς και τη μουσική του μετάβαση από τον φολκ στον ηλεκτρικό ήχο. Παρόλο που το «Eat the Document» δεν κυκλοφόρησε επίσημα, η μοναδική ματιά που προσφέρει στη δημιουργική περίοδο του Ντίλαν που αποτυπώνει, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Ωστόσο, η σπουδαιότερη κινηματογραφική δουλειά του Ντίλαν είναι αναμφίβολα το «Renaldo and Clara» του 1978, το οποίο έγραψε και σκηνοθέτησε εξολοκλήρου, ενώ ανέλαβε - και εδώ - μέρος του μοντάζ. Πρόκειται για ένα τετράωρο υβριδικό φιλμ που συνδυάζει μυθοπλασία, ντοκιμαντέρ και συναυλιακό υλικό. Γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της περιοδείας Rolling Thunder Revue (1975-1976), με το καστ να αποτελείται από πλήθος καλλιτεχνών με του οποίους συνεργάστηκε στενά, όπως τη Τζόαν Μπαέζ, τη Σάρα Ντίλαν (τότε σύζυγός του), τον Αλεν Γκίνσμπεργκ και τον ίδιο στον ρόλο του Ρενάλντο.
O Ντίλαν ως υποκείμενο στο σινεμά
How does it feel, how does it feel?
To be without a home
Like a complete unknown, like a rolling stone
(Like A Rolling Stone, 1965)
Πού να πρωτοανατρέξει κανείς μιλώντας για τον Ντίλαν ως φιλμικό υποκείμενο; Στα άπειρα ντοκιμαντέρ που παρουσιάζουν/ καταγράφουν κομμάτια της ζωής και των τουρ του (κι αν ναι, σε αυτά που τον κινηματογραφούν σε φυσικό χρόνο ή σε εκείνα που παραθέτουν αρχειακό υλικό) ή μήπως στις ταινίες που αφορούν στη ζωή και τη δημιουργική του υπόσταση; Ξεκινώντας από τα πρώτα, σε μία προσπάθεια κατηγοριοποίησης των κινηματογραφικών κειμένων που τον θέτουν με τον άλφα ή βήτα τρόπο στο επίκεντρο, το «Don't Look Back» του 1967 είναι το βασικότερο που θα πρέπει να αναφέρουμε, καθώς ήταν εκείνο που άνοιξε το δρόμο για τα υπόλοιπα. Το πρώτο ντοκιμαντέρ για τον Ντίλαν, σκηνοθετημένο - επίσης - από τον Ντ. Α. Πένεμπεϊκερ, γυρίστηκε κατά τη διάρκεια της περιοδείας του Ντίλαν στην Αγγλία το 1965, λειτουργώντας σαν ένα παράθυρο στη θορυβώδη, γεμάτη ναρκωτικά και ανθρώπους που ισχυρίζονταν ότι καταλάβαιναν τον ίδιο και το μήνυμά του, ζωή του εκείνη την εποχή, μέσα από το οποίο παρακολουθούμε σε πραγματικό χρόνο, τον Ντίλαν να αρχίζει να αποβάλλει τη νεανική του περσόνα ως τραγουδιστής της φολκ και να μεταμορφώνεται σταδιακά στο πολυσχιδή καλλιτέχνη που συνεχίζει μέχρι και σήμερα να γράφει ιστορία.
Η αφίσα του ντοκιμαντέρ
Στα εμβληματικότερα ντοκιμαντέρ με θέμα τον Ντίλαν συγκαταλέγονται κι εκείνα που φέρουν την υπογραφή του Μάρτιν Σκορσέζε, το «No Direction Home» του 2005 και το εξίσου σπουδαίο «Rolling Thunder Revue: A Bob Dylan Story by Martin Scorsese» σε παραγωγή του Netflix, του 2019. Η δημιουργία του πρώτου ξεκίνησε το 1995, όταν ο επί χρόνια μάνατζερ του Ντίλαν, Τζεφ Ρόζεν, άρχισε να προγραμματίζει συνεντεύξεις με προσωπικότητες όπως ο Αλεν Γκίνσμπεργκ, ο Ντέιβ Βαν Ρονκ, η Μέιβις Στέιπλς κ.ά. Ο Σκορσέζε ανέλαβε το πρότζεκτ το 2001, βοηθώντας στη δημιουργία μίας ταινίας που καταγράφει τη ζωή του Ντίλαν από τη στιγμή που έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1961 μέχρι και το γνωστό του ατύχημα με τη μοτοσικλέτα το 1966, το οποίο τον ανάγκασε να σταματήσει για ένα διάστημα τις περιοδείες. Το «Rolling Thunder Revue» από την άλλη, επικεντρώνεται στην εμβληματική ομώνυμη περιοδεία Ντίλαν από το 1975 έως το 1976. Το φιλμ συνδυάζει αρχειακό υλικό, συνεντεύξεις, αλλά και φανταστικά στοιχεία, δημιουργώντας μια αφήγηση που θολώνει τα όρια μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας.
H κορυφαία όμως αποτύπωση της καλλιτεχνικής ιδιοφυίας και ταυτόχρονα της πολυπλοκότητας του Ντίλαν, δεν είναι άλλη από «I'm Not There» (2007) του Τοντ Χέινς, το φιλμ που μιλά για εκείνον με τον ουσιαστικότερο τρόπο από κάθε άλλη κινηματογραφική απόπειρα σύλληψης της ιδιοσυγκρασίας του. Ακολουθώντας μία αντισυμβατική - για τα δεδομένα του biopic ως είδους - προσέγγιση, ο Χέινς παρουσιάζει έξι διαφορετικές εκδοχές του Ντίλαν, κάθε μία από τις οποίες αντιπροσωπεύει μια διαφορετική πτυχή της προσωπικότητας, αλλά και της καριέρας του, παίζοντας με το φύλο, την ηλικία, την καταγωγή και την τάξη στην αποτύπωση της εκάστοτε έκφανσής του, μέσα από έναν συνδυασμό (μαγικού) ρεαλισμού και ποιητικής αφήγησης. Το «I’m Not There» καταλήγει να είναι πολλά παραπάνω από μία απλή βιογραφική ταινία. Καθ' όλη τη διάρκειά του εξελίσσεται σε ένα πολυεπίπεδο καλλιτεχνικό έργο που αντικατοπτρίζει την ίδια τη φύση του Ντίλαν: αινιγματική, επαναστατική και πάντα σε κίνηση.
«I'm Not There», 2007
Tέλος, το «Α Complete Unknown» του Τζέιμς Mάνγκολντ, το οποίο διανύει τη δεύτερη εβδομάδα προβολών του στις κινηματογραφικές αίθουσες, συνιστά την πιο πρόσφατη ταινία με θέμα τη ζωή του Ντίλαν. Μετρώντας 8 υποψηφιότητες για Οσκαρ, συμπεριλαμβανομένης της κατηγορίας του Α΄ Ανδρικού Ρόλου για τον Τίμοθι Σαλαμέ, το φιλμ εστιάζει στα πρώτα χρόνια της καριέρας του, από την άφιξή του στη Νέα Υόρκη το 1961 έως και τη μετάβασή του στον ηλεκτρικό ήχο στο Φεστιβάλ Φολκ του Νιούπορτ το 1965.
«Α Complete Unknown», 2024
Διαβάστε ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία, εδώ
Αντί επιλόγου
Το 1966, εξαιτίας του ατυχήματος με τη μοτοσικλέτα του, ο Ντίλαν παρέμεινε καθηλωμένος στο κρεβάτι, σταματώντας καθολικά για ένα διάστημα τα τουρ και τις δημόσιες εμφανίσεις του. Προκειμένου να ανατρέψει το κλίμα απογοήτευσης που επικρατούσε μεταξύ των φαν, και με αφορμή την κυκλοφορία του επερχόμενου δίσκου του, «Bob Dylan's Greatest Hits», η CBS Records ανέθεσε στον Μίλτον Γκλέιζερ να σχεδιάσει μία αφίσα που θα περιλαμβανόταν στη συσκευασία του άλμπουμ. Εκείνος, εμπνεόμενος από μία αυτοπροσωπογραφία του Μαρσέλ Ντισάν, δημιούργησε το σχέδιο που έμελλε να μείνει στην ιστορία ως το γνωστότερο και συγχρόνως το πιο χαρακτηριστικό artwork που απεικονίζει τον Ντίλαν.
Το «Bob Dylan's Greatest Hits» κυκλοφορεί μέχρι και σήμερα μαζί με το πόστερ του Γκλέιζερ. Από το το 1967 (που βγήκε στην αγορά το άλμπουμ), το σκούρο προφίλ του Ντίλαν με τα ψυχεδελικά χρώματα στα μαλλιά και το λευκό φόντο, βρέθηκε κρεμασμένο στους τοίχους των δωματίων εκατομμυρίων εφήβων ανά τον κόσμο, λειτουργώντας ως το παράθυρο μέσα από το οποίο έριξαν την πρώτη τους ματιά στο σύμπαν της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας που ονομάζεται Μπομπ Ντίλαν, μαθαίνοντας ότι το σινεμά δεν έχει μόνο μία μορφή. Ενίοτε, μπορεί να μας συναντά μεταμφιεσμένο σε κομμάτι του Ντίλαν. Με αφοπλιστική αφηγηματικότητα, τέλειο καδράρισμα, μελετημένο στήσιμο κι ανεπιτήδευτη εσωτερικότητα. Αλλωστε, ο Μπομπ Ντίλαν δεν χρειάστηκε ποτέ το σινεμά για να αποδείξει το πόσο κινηματογραφικός είναι, με την πλήρη και ουσιαστική έννοια του όρου.