«Αν ζεις όλη σου τη ζωή με τον ίδιο τρόπο είναι πολύ δύσκολο να απαιτήσεις ελευθερία. Εγώ; Εγώ ξυπνάω ένας άνθρωπος το πρωί και κατά τη διάρκεια της μέρας μεταλλάσσομαι σε πολλά διαφορετικά πρόσωπα. Τι περισσότερες φορές, δεν ξέρω ποιος είμαι, ούτε εγώ ο ίδιος. Είναι σαν να έχεις το σήμερα, μαζί με όλα σου τα χθες και όλα σου τα αύριο σ' ένα δωμάτιο. Και, την ίδια στιγμή, όλα να είναι πιθανά...»

Αυτός ο μονόλογος αποδίδεται στον Μπομπ Ντίλαν, τον πιο επιδραστικό, καθοριστικό και iconic μουσικό του 20ου αιώνα, τον νομπελίστα ποιητή του 21ου αιώνα, τον αέναα αινιγματικό μύθο, σε μία σκηνή του «I'm Not Here» (2007) του Τοντ Χέινς (του καλύτερου φιξιόν κινηματογραφικού πορτρέτου του βάρδου). Ισως όμως βοηθάει να καταλάβουμε γιατί ο Τζέιμς Μάνγκολντ («Walk the Line», «Ford v Ferrari», «Cop Land») εμμένει στο να σκιαγραφήσει το δικό του ιχνογράφημα πάνω στον Ντίλαν γύρω από τη λέξη «ελευθερία». Αλλά στο τέλος, η γεύση που αφήνει να είναι κι ο τίτλος που επιλέγει (σοφά, από τους στίχους του «Like a Rolling Stone»). «Ενας Παντελώς Αγνωστος».

Πατώντας πάνω στο βιβλίο του Ελάιτζα Γουόλντ «Dylan Goes Electric! (Newport, Seeger, Dylan, and the Night That Split the Sixties)», ο Μάνγκολντ εστιάζει στα 4 πρώτα χρόνια της καριέρας του Ντίλαν - από το 1961, όταν ως άγουρος 19χρονος από το Χίμπινγκ της Μινεσότα καταφθάνει στα μυθικά υπόγεια καφέ του Γκρίνουιτς Βίλατζ της Νέας Υόρκης, κουβαλώντας μόνο ένα σακίδιο, την κιθάρα του, την άσβεστη αγάπη για τον Γούντι Γκάθρι και την πεινασμένη φιλοδοξία του, μέχρι το 1965 και το διαβόητο live στο φεστιβάλ του Νιούπορτ, όπου ο μεταμορφωμένος από αγροτόπαιδο σε ροκ σταρ αφήνει την ακουστική του κιθάρα στην άκρη και βάζει το βίσμα στην Fender Stratocaster, ηλεκτρίζοντας την ατμόσφαιρα, προδίδοντας τους πιουρίστες της φολκ, απελευθερώνοντας τον εαυτό του από κάθε περιοριστική ταμπέλα.

Αυτή την ελευθερία υιοθετεί κι ο Μάνγκολντ (με την παρασκηνιακή παραφιλολογία να επιμένει ότι ο ίδιος ο Ντίλαν τον έσπρωχνε να αλλάξει γεγονότα και να παίξει με την αλήθεια στο σενάριο) κι αυτό δεν μάς ενοχλεί καθόλου. Μία ταινία δεν είναι ιστορική αναπαράσταση, είναι ερμηνεία, εκδοχή, αυτόνομο έργο τέχνης που καλείται να φωτίσει μία πτυχή, να αναδείξει ένα όραμα, να εμπνεύσει με τη σειρά της για να ανατρέξεις, να σκάψεις πιο βαθιά. Να ακούσεις όλα τα τραγούδια από την αρχή. Καθόλου δεν μάς ενδιαφέρει λοιπόν ότι, όχι, ο Ντίλαν δεν πήγε το πρώτο βράδυ που έφτασε στην Νέα Υόρκη να επισκεφτεί τον Γούντι Γκάθρι στο νοσοκομείο, το τραγούδι του για αυτόν δεν το είχε γράψει ακόμα, όχι δεν ήταν εκεί ο Πιτ Σίγκερ, ούτε ο θρύλος της φολκ του έστρωνε λίγες ώρες αργότερα να κοιμηθεί στον καναπέ του. Ούτε μάς απασχολεί ότι η ταινία δεν δείχνει πιστά ότι τα πρώτα του live στο Gaslight και το Café Wha? ήταν ακούρδιστα και αμήχανα, με τον πιτσιρικά να κατεβαίνει από τη σκηνή με ένα μόνο ισχνό χειροκρότημα κάπου στο βάθος. Ή ότι, όχι φυσικά, δεν ξεκίνησε το ρομάντζο του με την Τζόαν Μπαέζ μ' ένα θυελλώδες φιλί το βράδυ της εισβολής των Αμερικανών στον Κόλπο των Χοίρων. Ή ότι την πρώτη του σύντροφο, το κορίτσι που κρατάει αγκαλιά στο εξώφυλλο του «The Freewheelin' Bob Dylan» δίσκου του δεν το λένε «Σίλβι Ρούσο», αλλά Σουζ Ροτόλο. Ούτε καν αν το διαβόητο «Ιούδα!» (Judas!) δεν του το φώναξαν στο Νιούπορτ το 1965, αλλά ένα χρόνο μετά στο live στο Free Trade Hall στο Μάντσεστερ.

Ο Μάνγκολντ δοκιμάζει και δοκιμάζεται στο να οργανώσει μυθοπλαστικά ένα αφήγημα που επιχειρεί να συστήσει τον Ντίλαν σε μία νέα γενιά (ή σε παλιότερους που τον ήξεραν πιο σχηματικά κι όχι σε βάθος) πιο φιλόξενα, ευκολόπιοτα και «easy listening» - κι αυτό είναι θεμιτό και δόκιμο.

Η ταινία έχει αρετές. Με πρώτη και κυρίαρχη ότι -ευτυχώς- δεν πρόκειται για αγιογραφία (μία παγίδα που συχνά πέφτουν οι βιογραφίες - ειδικά εκείνες που έχουν πάρει την ευλογία του αληθινού προσώπου, όπως αυτή εδώ). Η συμπλεγματική προσωπικότητα του Ντίλαν άγγιζε πάντα το μεγαλείο και την υπέρμετρη αλαζονεία - παράλληλα, ταυτόχρονα. Πολύ σωστά λοιπόν ο Μάνγκολντ τον απεικονίζει εγωπαθή, εμμονικό, μουντρούχο, ακοινώνητο, τόσο φιλόδοξο απέναντι στο επόμενο του βήμα που δεν δίσταζε να φανεί οριακά αχάριστος απέναντι σε όσους τον στήριξαν, εξαιρετικά επιπόλαιο, νάρκισσο, κωλόπαιδο με τις γυναίκες της ζωής του. Επίσης, ο Μάνγκολντ εισάγει πολλές κωμικές στιγμές - γιατί, ναι, ο Ντίλαν είχε και πλάκα. Οι ηχογραφήσεις στο στούντιο είναι απολαυστικές (η σφυρίχτρα που ενσωματώνει στο «Highway 61 Revisited», o τρόπος που ο Aλ Κούπερ βρέθηκε απλώς καλεσμένος της Columbia, αλλά τρύπωσε κι επέβαλε να παίξει συνθεσάιζερ στο «Like a Rolling Stone»), το κλίμα στις περιοδείες που είναι ένα μόνιμο εφηβικό κοινόβιο, η αστεία καρικατούρα του βροντόφωνου μάνατζερ Αλμπερτ Γκρόσμαν, ο παρασκηνιακός τσακωμός στο Νιούπορτ που είναι σχεδόν σλάπστικ. Επίσης, η σκηνογραφία, η διεύθυνση παραγωγής είναι προσεγμένες και πλούσιες, με τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ στη διεύθυνση φωτογραφίας να γυαλίζει τα μαύρα στους νυχτερινούς δρόμους της Νέας Υόρκης, να φωτίζει κατακόκκινα την μαρκίζα του διάσημου Hotel Chelsea και με μαγική vintage πάχνη τις βόλτες στις οδούς ΜακΝτούγκαλ και Μπλίκερ.

Το κάστινγκ και οι ερμηνείες είναι επίσης αριστοτεχνικές. Ο Εντουαρντ Νόρτον, με το εκφραστικό/πλαστελίνη πρόσωπό του μεταμορφώνεται στην αγαθότητα, την ηλιόλουστη, άβουλη καλοσύνη του Πιτ Σίγκερ. Ο Μπόιντ Χόλμπρουκ δίνει έναν μπρούτο, ευθύ, αλκοολικό, απαράμιλλα γοητευτικό Τζόνι Κας (που όταν σηκώνει την κιθάρα σαν καραμπίνα στο Νιούπορτ σχεδόν βουρκώνεις από τον ενθουσιασμό). Η Μόνικα Μπαρμπάρο, ως Τζόαν Μπαέζ, φωτίζει τις σκηνές της με αέρινη ομορφιά, ήσυχο πάθος, ατσάλινο τσαμπουκά και μία αγγελική φωνή (όλοι οι ηθοποιοί τραγουδούν οι ίδιοι). Κι ο Τίμοθι Σαλαμέ, το μεγάλο στοίχημα (και το κόκκινο πανί για τους σκληροπυρηνικούς «bobheads» που δεν μπορούσαν να φανταστούν «αυτό το σαμιαμίδι» στο ρόλο του ειδώλου τους) ανταπεξέρχεται με μελετημένη μαεστρία σε όσα του δίνει ο ρόλος. Κυρτός, εσωστρεφής, ιδιοσυγκρασιακός, φοράει την καμπούρα του Ντίλαν, την νευρικότητα, το νεκρό βλέμμα, την κυκλοθυμία, την ένρινη φωνή σαν δεύτερο δέρμα. Μεταμορφώνεται στο ταλαντούχο τσογλάνι που καβαλάει την μηχανή του και κάνει ό,τι ακριβώς γουστάρει - όπως τον ήθελε ο Μάνγκολντ. [Ομως, σόρι, την Κέιτ Μπλάνσετ του Τοντ Χέινς, δεν την φτάνει.]

Αυτό όμως μόνο ήθελε ο Μάνγκολντ; Εκεί είναι που η ταινία σε αφήνει με ένα μεγάλο κενό. Γιατί η ανάγκη της για mainstream κατανάλωση, μία πιο light περιήγηση στην «Επαναστάτης Χωρίς Αιτία» 60ς εποχή, την κάνει... χωρίς αιτία. Η Ελ Φάνινγκ, για παράδειγμα, στο ρόλο της Σουζ/ Σίλβι δεν έχει ρόλο. Η Ροτόλο δεν ήταν απλώς μία 17χρονη κοπελίτσα που περιφέρεται με βουρκωμένο, ζηλιάρικο βλέμμα όσο η καριέρα του Ντίλαν απογειώνεται κι εκείνος ερωτεύεται την Μπαέζ. Ηταν μία δυναμική ακτιβίστρια, κόρη («Red Diaper baby») διάσημων αγωνιστών του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, που τον εισήγαγε στον αγώνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την πολιτική, ενέπνευσε και έδωσε φωτιά στην πένα του. Ούτε η Μπαέζ ήταν ένα διάσημο κορίτσι με κάποιες έξυπνες, σαρκαστικές ατάκες και άπιαστη φωνή. Ο Μάνγκολντ προσφέρει μόνο τη φευγαλέα αντανάκλασή της, γιατί το focus του είναι ο κεντρικός του ήρωας. Δεκτόν. Είναι όμως;

Ναι, το να προσπαθήσεις να κυριολεκτήσεις στο ποιος πραγματικά είναι ο Μπομπ Ντίλαν είναι τόσο άσκοπο, όσο να επιχειρήσει να ζωγραφίσεις πάνω στον άνεμο. Οσο όμως μελετημένα κεντράρεις στην οθόνη το αναρχικό σύμβολο ενός αδάμαστου, ανένταχτου, θρασύ πιτσιρικά, οφείλεις να δείξεις και γιατί αυτό ήταν σε όλους ακαταμάχητο. Πρέπει να μάς δείξεις και γιατί επιβλήθηκε. Να φωτίσεις τη μαγεία του, το μεγαλείο του, την σαγηνευτική του περσόνα. Οσοι έχουν στήσει την κάμερά τους απέναντι στον Ντίλαν - από τον Πενεμπέικερ, μέχρι τον Σκορσέζε- όταν αυτός ερμηνεύει πάνω σε μια σκηνή, έχουν στιγμές που κλείνουν το φακό τους σ' ένα λοξό, σφιχτό κοντινό στο πρόσωπό του, και αφήνουν σπάταλα το φιλμ να τρέξει. Αναγκάζουν τον θεατή να τον κοιτά, για ώρα. Και πάντα, μπροστά στα μάτια μας αυτός ο καλικάντζαρος, χλωμός, οστεώδης, με μεγάλη μύτη μεταμορφωνόταν στο πιο γοητευτικό πλάσμα του κόσμου. Γιατί «κάτι» είχε (και έχει). Ηταν Τσάρλι Τσάπλιν και Γουίλιαμ Μπάροουζ και Γούντι Γκάθρι μαζί. Ηταν ηγέτης και μάγος και τσαρλατάνος και ιεροκήρυκας.

Αυτό το κάτι, ο Μάνγκολντ δεν το δίνει ποτέ. Δεν έχει μία σκηνή (μάς έρχεται στο μυαλό το υπέροχο «Inside Llewyn Davis» των αδελφών Κοέν), που θα στήσει μία σεκάνς σ' ένα καφέ του Γκρίνουιτς όπου θα ανατριχιάσεις με την επαφή του τροβαδούρου με τον κόσμο στα τραπέζια. Που θα νιώσεις στο πετσί σου ότι η μουσική τότε έδινε λόγο, οξυγόνο σε μια γενιά πεινασμένη για νόημα. Ο Ντίλαν του Μάνγκολντ γράφει έτσι, γιατί μπορεί, τα αριστουργήματά του - ξημερώματα μετά το σεξ με τις γυναίκες του, στα όρθια μπαίνοντας στο σπίτι και πιάνοντας τη κιθάρα. Που είναι μία μικρούλα, κλεμμένη στιγμή που θα τον δείξει να συγκλονίζεται από τη λογοτεχνία του Κέρουακ, την ποίηση του Αρθούρου Ρεμπώ, ή του Ντίλαν Τόμας που ενέπνευσε την αλλαγή του ονόματός του; Πώς γράφτηκε το «A Hard Rain’s A‐Gonna Fall», όταν εσύ τον δείχνεις να παρακολουθεί χουζουρεύοντας δίπλα στην ερωμένη του, σχεδόν βαριεστημένα, τις ειδήσεις για τον παραλίγο πυρηνικό πόλεμο τη νύχτα του Κόλπου των Χοίρων;

Ο Μάνγκολντ στέκεται στο αίνιγμα, στην αλαζονεία, στο αυτόφωτο ταλέντο και δεν προχωράει παρακάτω. Ισως αυτό να λειτουργεί στο μεγάλο κοινό. Ισως κι ο Ντίλαν να συμφωνεί. Αλλωστε ο ίδιος είχε πει στο «The Philosophy of Modern Song» ότι το να μάθει κανείς την αληθινή ζωή ενός μουσικού δεν σε βοηθάει για να καταλάβεις τα τραγούδια του. «Υπάρχει ένας αστικός μύθος που θέλει το "I’m a Fool to Want You" να το έκανε παραγγελία ο Φρανκ Σινάτρα γιατί έτσι πραγματικά ένιωθε για την Αβα Γκάρντνερ. Αλλά αυτό είναι ένα απλό trivia. Σημασία έχει τι επικοινώνησε με τη φωνή του και τι χορδές πατάει, δεκαετίες μετά, στον κάθε ένα από εμάς και τα δικά μας συναισθήματα. Πώς μάς κάνει να νιώθουμε. Αυτό μένει ανεξίτηλο..»

How does it feel, how does it feel?
To be without a home
Like a complete unknown, like a rolling stone