Ο Ασίφ Καπάντια, γέννημα - θρέμμα του Χάκνεϊ, στο Βορειοανατολικό Λονδίνο, έκανε σιγά-σιγά τα βήματά του προς την παγκόσμια αναγνώριση, με ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, ξεκινώντας το 2001 με το πολυβραβευμένο «The Warrior» και φτάνοντας στη μεγαλύτερή του επιτυχία, το 2010, με το «Senna». Η νέα του ταινία, «Amy», ένα πορτρέτο της Εϊμι Γουάινχαους, τρυφερό και σκληρό όπως κι η ζωή της, έκανε την πρεμιέρα της στο φετινό Φεστιβάλ Καννών προκαλώντας τη συγκίνηση των θεατών και τις αντιδράσεις του πατέρα και του ατζέντη της τραγουδίστριας. Ο Καπάντια μας μίλησε από κοντά για το πώς προσέγγισε τον μύθο κι ανακάλυψε το κορίτσι.
Είχα μουσική της, είχα τα άλμπουμ της. Δε θα έλεγα ότι ήμουν τρελός φαν, δεν την είδα ποτέ σε συναυλία, δεν τη γνώρισα ποτέ. Αλλά δε συνηθίζω να κάνω ταινίες γι’ ανθρώπους που θαυμάζω απεριόριστα. Είναι μια αυθεντική Λονδρέζα. Και μάλλον η σύνδεσή μου έγινε περισσότερο με το γεγονός ότι ήταν ένα ντόπιο κορίτσι, παρά με τη μουσική της. Κι όσα περισσότερα πράγματα ανακάλυπτα για εκείνη, τόσο μου άρεσε η μουσική της και έβρισκα την προσωπικότητά της ενδιαφέρουσα. Η πραγματική αποκάλυψη για μένα ήταν όταν άρχισα να βλέπω το υλικό απ’ τα εφηβικά, νεανικά της χρόνια. Και ξαφνικά είπα, είναι υπέροχη, αληθινά αστεία, αληθινά έξυπνη, είναι γλυκιά, είναι cool, θα ήθελες να είσαι φίλος της και να βγαίνετε μαζί. Σκέφτηκα ότι πρέπει να την κάνουμε αυτήν την ταινία, γιατί κανείς δεν ξέρει αυτήν την πλευρά της.
Δεν προσεγγίζω τα θέματά μου με συγκεκριμένη ατζέντα, ούτε σχέδιο, ούτε καν σενάριο. Συνήθως λέω, ας κάνουμε την έρευνά μας κι ας δούμε τι θα συμβεί. Εμπιστεύομαι το ένστικτό μου ότι η ιστορία θα ξεπηδήσει από την έρευνα και το υλικό. Σ’ αυτό συμβάλλει και το να έχεις κάνει αρκετές ταινίες, γιατί κερδίζεις πείρα κι εμπιστεύεσαι την ομάδα σου. Δυστυχώς, με την Εϊμι γνωρίζουμε από την αρχή το τέλος. Ξέρουμε πού πηγαίνει η ιστορία. Αλλά δεν ξέρουμε από πού ξεκινά κι αυτό ήταν το πιο σημαντικό. Οταν είδα το υλικό με τους φίλους της, από τα πολύ νεανικά της χρόνια, κατάλαβα ότι αυτό ήταν το ξεκίνημα της ταινίας. Κι είναι ακόμα πιο στενόχωρο όταν βλέπεις από πού ξεκίνησε, ποια ήταν και μετά σκεφτείς, πώς έγινε κι άλλαξε τόσο; Κι αυτό αποτελεί το μεσαίο κομμάτι της ταινίας. Και μετά εμπιστεύεσαι την τεχνική σου.
Ο κύριος ρόλος μου ήταν να βρω ανθρώπους που δεν είχαν μιλήσει ποτέ δημόσια, δεν είχαν βγει ποτέ στην τηλεόραση, ούτε είχαν γράψει βιβλίο, τους πιο κοντινούς φίλους της Εϊμι και να τους πείσω να μ’ εμπιστευτούν. Εκείνοι που βρίσκονταν γύρω της, που την αγαπούσαν, μου μίλησαν γι’ αυτήν. Κανονικοί άνθρωποι, όπως ήταν κι εκείνη στην αρχή, ώσπου μεταφέρθηκε σ’ αυτό το άλλο σύμπαν. Ενας-ένας μας εμπιστεύτηκαν κι άρχισαν να μας δίνουν υλικά, έχω αυτό το βιντεάκι, έχω αυτό το μήνυμα στον τηλεφωνητή μου, εκείνες τις φωτογραφίες κι αυτά συνέθεσαν την ταινία. Ωσπου να τα διαπιστώσεις και να τα βρεις όλα αυτά, απλώς εμπιστεύεσαι την ιδέα σου, την τεχνική σου και τη διαδικασία. Είμαι ειλικρινής άνθρωπος, δεν τους είπα ποτέ ψέματα. Κι όταν είδαν την ταινία με πήραν τηλέφωνο και μου είπαν, χαιρόμαστε πολύ που έγινε, που παρουσιάστηκε η αλήθεια της.
Εμείς απλώς δείχνουμε πώς ήταν πραγματικά η Εϊμι. Η Εϊμι είχε κακή φήμη, ο κόσμος δεν την είχε περί πολλού. Ελπίζω ότι μια μέρα, όταν περάσει λίγος καιρός, θα γίνει αντιληπτό ότι η ταινία την τιμά. Δεν ξέρω κανέναν που να μην τη συμπαθήσει αφού δει την ταινία. Δεν είναι καλό αυτό; Να βλέπουν πόσο απίθανη και ταλαντούχα ήταν, αντί ν’ ανησυχούν τόσο πολύ για τους ίδιους; Η ταινία είναι για εκείνη, όχι για τους υπόλοιπους κι αυτό είναι μάλλον που δεν μπορούν εύκολα να δεχτούν.
Εχω δει πολλά περισσότερα σκοτεινά πράγματα, άσχημα, στενόχωρα πράγματα, πολλά ακόμα πολύ αστεία, πολλές συναυλίες. Χιλιάδες ώρες υλικού. Κάποια στιγμή αποφασίζεις τι θα χρησιμοποιήσεις και τι όχι. Μια εκδοχή θα ήταν μόνο τα νεανικά χρόνια, αλλά δε θα περνούσε εξίσου στον κόσμο γιατί οι περισσότεροι δεν ξέρουν καν το πρώτο της άλμπουμ. Πρέπει να κάνεις τον θεατή να πει, «α, αυτό το ήξερα», ή, «όταν το άκουσα αυτό, θυμάμαι πού βρισκόμουν». Οπότε έπρεπε να αξιοποιήσουμε και τα μεταγενέστερα χρόνια της ζωής της. Η μεγάλη αποκάλυψη είναι ότι, όταν εμείς, ως κοινό, τη γνωρίσαμε, ήταν ήδη αρκετά καταβεβλημένη. Αυτό είναι το πραγματικό σοκ. Όταν έγινε διάσημη, ήταν ήδη πολύ αργά. Και το χειρότερο είναι ότι όλος ο κόσμος λάτρεψε το «Rehab», χωρίς να συνειδητοποιούν την ειρωνεία. Υπάρχουν πράγματα που θεώρησα πολύ βαριά κι απέφυγα, άλλα που έβαλα γιατί ένιωσα ότι έπρεπε να τα δείξουμε, ότι δηλαδή ήταν μοναχική, ότι δεν υπάρχει καμιά λάμψη στο να κάθεσαι μόνη σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και να κάνεις ηρωίνη και κρακ. Δεν είναι γκλάμορους. Δε νομίζω ότι κανείς θα βγει από την ταινία και θα πει, «ναι, αυτή τη ζωή θέλω κι εγώ». Δεν το νομίζω.
Οι στίχοι της είναι η ζωή της. Τότε είναι που γίνεται εκπληκτικά εύγλωττη. Δε λένε ψέματα. Είναι απίστευτοι, είναι εντυπωσιακοί, αληθινή ποίηση, παρότι ήταν τόσο νέα. Και φυσικά εκεί βρίσκονται όλες οι απαντήσεις, μόνο που δεν το κατάλαβε κανείς εγκαίρως. Ολοι ξέρουμε τα τραγούδια αλλά ποτέ δεν τ’ ακούσαμε πραγματικά. Νομίζω, ειλικρινά, ότι αυτό έχει να κάνει και με την ψηφιακή απόδοση της μουσικής. Οταν, παλιά, αγόραζα ένα άλμπουμ, σε βινύλιο, διάβαζα τα πάντα πάνω του: πού ηχογραφήθηκε, ποιοι ήταν οι μουσικοί, φυσικά τους στίχους, τις αναφορές. Οταν βγήκαν τα cd, απλώς συνειδητοποίησα ότι είχα πρόβλημα όρασης, αλλά συνέχισα να διαβάζω τα πάντα. Τώρα που έγινε ψηφιακή η μουσική, κανείς δεν ξέρει τίποτα. Δε μελετάμε πια τη μουσική όπως παλιά. Αν από τη ζωή της Εϊμι, ή από αυτήν την ταινία, αφαιρέσεις τους στίχους, παύει να βγάζει νόημα. Αν ακούσεις τους στίχους του «Love Is a Losing Game», νιώθεις ότι καταλαβαίνεις τα πάντα.
Προσωπικά δε συμπαθώ την ιδέα ότι πολύ νέοι άνθρωποι γίνονται πολύ διάσημοι, πολύ γρήγορα. Εξαρτάται φυσικά από το πόσο ασφαλής είσαι και τι σύστημα υποστήριξης έχεις. Υπάρχουν πολλοί καλλιτέχνες, σε διάφορα μέσα, που μπορούν να τα καταφέρουν, αλλά γενικά νομίζω ότι έχει να κάνει με το ποιοι βρίσκονται γύρω σου. Αν δεν έχεις κάτι γερό γύρω σου και, μαζί, μια δίοδο διαφυγής, δε θα τα βγάλεις πέρα. Και νομίζω ότι αυτό συνέβη στην Εϊμι Γουάινχαους.
Διαβάστε και δείτε ακόμη:
Tags: ασίφ καπάντια, amy