ΤΟ «ΞΥΠΝΗΜΑ»
Χρόνια τώρα πλησιάζω με τρόμο τις ελληνικές ταινίες. Διότι ξέρω τι με ότι περιμένει εκεί καθώς σβήνουν τα φώτα και αρχίζει το φιλμ, εκεί σ' αυτή τη στιγμή, όπου το ξένο έργο σε παραλαμβάνει και σε μεταφέρει ανώδυνα σε κάποιο δικό του κόσμο, εύθυμο ή τραγικό, παραμυθένιο, επιπόλαιο ή σοβαρό και ρεαλιστικό, το ελληνικό έργο αντιθέτως, όχι μόνο δεν σε παρασύρει, δεν σε πείθει, αλλά σε απωθεί, σε θυμώνει, σε αφήνει απ' έξω, θεατή ψυχρό και απογοητευμένο, Χρόνια Τώρα, τα αθλιέστερα κινηματογραφικά δημιουργήματα, παίρνανε συγχωροχάρτι από το κοινό, γιατί μιλούσαν ελληνικά, γιατί είχαν ξεγελάσει διάφορους συμπαθέστατους καλλιτέχνες, τους οποίους παραμόρφωναν αλύπητα, γιατί δείχναν μια γωνίτσα Ελλάδας και τραγουδούσαν μισό ελληνικό τραγούδι. Μερικά κατόρθωσαν να ξεχωρίσουν, χωρίς ποτέ όμως να δώσουν ένα σύνολο ολοκληρωμένο. Όταν η φωτογραφία ήταν καλή, το σενάριο ήταν για κλάματα, όταν η ιστοριούλα έλεγε κάτι, o ήχος ήταν οικτρός, όταν δεν το κατέστρεφαν οι τεχνικοί το κατέστρεφαν οι κομπάρσοι και όταν οι κομπάρσοι ήταν καλοί ήταν αποτυχημένοι οι πρωταγωνιστές, Πάντοτε, έως τώρα, το ελληνικό φιλμ έδωσε μια εύγλωττη εικόνα του ελληνικού χαρακτήρα και της χαρακτηριστικής του αντιπάθειας προς την ομαδική προσπάθεια.
Πάντοτε, έως τώρα. Διότι αυτή την εβδομάδα εμφανίστηκε στους κινηματογράφους της πρωτεύουσας μια ταινία - φαινόμεvo. Το Κυριακάτικο ξύπνημα. Φαινόμενο, όχι διότι είναι αριστούργημα, Κάθε άλλο. Ένα κοινό ευχάριστο εργάκι είναι, χωρίς σπουδαίες απαιτήσεις, χωρίς μεγάλες εκπλήξεις. Αλλά ισορροπημένο, ολοκληρωμένο, σωστό. Δεν είναι "ευγενική προσπάθεια”, δεν είναι "ένα βήμα προόδου", είναι φιλμ. Όλα τα υλικά που το συνθέτουν είναι καλής ποιότητος, οι Αιγύπτιοι τεχνικοί έδωσαν καλό ήχο και καλοφωτογραφημένα εσωτερικά, οι Έλληνες όμως προσέθεσαν τα δυσκολότερα, τα εξωτερικά, μέσα στην κίνηση και τους δρόμους των Αθηνών, τη λαμπρή φωτογραφία της Αττικής και την εξαιρετική σύνθεση της αρχής του έργου με το πανόραμα των Αθηνών και το ξύπνημα της πόλης.
Η πλοκή του έργου είναι καλοχτισμένη και κυλάει άνετα, και ο Μιχάλης Κακογιάννης, συγγραφέας και σκηνοθέτης, πάρει πολύτιμα μαθήματα από τα αγγλικά στούντιο όπου έχει εργασθεί. (Έχει μιμηθεί και σε μία λεπτομέρεια τον μέγα Xίτσκοκ - παιζει ο ίδιος έναν ασήμαντο ρόλο, εμφανίζεται σε ένα μπαρ πίνοντας ένα ποτήρι κρασί όπως o Άγγλος σκηνοθέτης που έχει για γούρι να κάνει τον κομπάρσο σε κάθε δικό του φιλμ), Εδώ έχει κάνει λαμπρή εργασία, έχει δουλέψει με κέφι, με φινέτσα, με λογική και έχει πετύχει ένα-δυό εξαιρετικά ευρήματα, όπως εκείνη τη στιγμή, όπου o ντιζέρ Τάκης Χορν τραγουδάει το μελαγχολικότατο ταγκό «Δυστυχισμένος» και επάνω στο μακρόσυρτο ρεφραίν, στο «δυστυχισμένος» που επανέρχεται όλο και πιο θλιβερό, μαθαίνει ότι έχει κερδίσει το λαχείο των επτακοσίων εκατομμυρίων, πνίγεται, φαλτσάρει και ξαφνικά, προς τρόμο και κατάπληξη της πελατείας του χορευτικού κέντρου, κραυγάζει ένα έξαλλο και θριαμβευτικό «δυστυχισμέvoς».
O Τάκης Χορν είναι έκτακτος στο ρόλο του και τον παίζει με ευθυμία και άνεση, όπως και ο Παππάς στο ρόλο του δικηγόρου, χωρίς να προσποιείται έναν από αυτούς τους αφόρητους γόητες, που παρουσιάζει συνήθως ο ελληνικός κινηματογράφος, δεν μένει αδιάφορος μπροστά στα νιάτα και την ομορφιά, Αυτά τα δυο τελευταία τα προσφέρει γενναιόδωρα στην ταινία η Έλλη Λαμπέτη, η οποία όμως κάπως παραπαίζει, παρατρέχει και φεύγει από το λιτό κινηματογραφικό «στυλ», που χουν κατορθώσει να δώσουν, όχι μόνον ο Παππάς και ο Χορν, αλλά και δυό αποκαλύψεις της ταινίας, η Τασσώ Καββαδία και η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου. Η πρώτη κατόρθωσε να αποδώσει με θαυμαστή αξιοπρέπεια τον αφόρητο ρόλο της νευρασθενικής ζηλιάρας και να γίνει πιστευτή και σχεδόν συμπαθής, η δεύτερη, μια ξυπνή μελαχροινή, ήταν χαριτωμένη και ξεκούραστα φυσική στο ρόλο της μικρής αδελφής. Άλλωστε και στους δυό άλλους γυναικείους ρόλους, της μητέρας και της ρομαντικής γεροντοκόρης, η Σ. Νοταρά και η X, Πατεράκη στάθηκαν λαμπρά, χωρίς τις συνηθισμένες δακρύβρεχτες υπερβολές, χωρίς τις σάχλες και χωρίς προ παντός τη σιγανή προσποιητή θεατρική κουβέντα.
Το φιλμ προχωρεί γοργά, οι εικόνες καλά συνδεδεμένες διηγούνται την υπόθεση απλά και φυσικά, και ήχος και μουσική υπογραμμίζουν με ευφυία και χιούμορ τις κωμικές στιγμές του έργου. Αυτό το «Κυριακάτικο ξύπνημα» της Μήλας Φιλμ ήταν μια τέτοια ανακούφιση, ώστε αισθάνθηκα την υποχρέωση να το χαιρετίσω με κάποια ιδιαίτερη επισημότητα, να το πάρω από τη στήλη της εβδομαδιαίας και να του πω εδώ το «καλώς όρισες, φιλμ»! Αυτός μόνο ο τίτλος πρέπει να το γεμίζει χαρά. Αργότερα, ίσως, εάν αυτό το φαινόμενο αποτελεί αρχή και όχι εξαίρεση, μπορεί να δούμε και το μεγάλο φιλμ, το φιλμ με σημασία, το φιλμ τέχνης. Το «Ξύπνημα» δεν είναι τίποτε παραπάνω, παρά ένα καλό φιλμ της σειράς, ένα φιλμ που μπορεί ελεύθερα να ταξιδέψει, να πάει στις Κάννες, να εμφανισθεί σε φεστιβάλ, να μην πάρει ασφαλώς, ασφαλέστατα, καμιά διάκριση και κανένα βραβείο, αλλά να μη ντροπιάσει και τη δύστυχη πατρίδα του, όπως την έχουν ντροπιάσει όλα ανεξαιρέτως τα προηγούμενα, Και γι' αυτό μονάχα αποτελεί σταθμό.
Ελένη Βλάχου
Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε στην "Καθημερινή" της 13ης Ιανουαρίου 1954. στην πρώτη σελίδα, στην προσωπική στήλη της κ.Βλάχου, με την υπογραφή E. Αναδημοσίευση από την έκδοση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον Μιχάλη Κακογιάννη, 1995