Πριν από δυο τρία χρόνια συνομιλούσαμε νωχελικά, περί ανέμων και υδάτων,με το φίλο κινηματογραφιστή Σταύρο Τσιώλη. Κάποτε, αναγκαστικά, η κουβέντα πέρασε στον κινηματογράφο. Οι μεγάλες ενότητες της τέχνης που αγαπάμε κι οι δυο, τα μέτωπα κι οι αντιπαλότητεςοδήγησαν τη συζήτηση - σε τι άλλο; - στησημερινή πραγματικότητα του κινηματογράφου. Είχε ήδη αρχίσει να ανακάμπτειτο κοινό στις κινηματογραφικές αίθουσες κι οι διανομείς κι οι αιθουσάρχες είχαν αρχίσει να τρίβουν τα χέρια τους.Κυκλοφορούσε ανελλιπώς μηνιαίο κινηματογραφικό περιοδικό (το Σινεμά), ενώνέες στρατηγικές προώθησης του ευρωπαϊκού και του ανεξάρτητου εν γένει κινηματογράφουωθούσαν νέους ριψοκίνδυνους επιχειρηματίες να επιτηδεύονταιστη διανομή, ανοίγοντας ρωγμές στη μονοπωλιακή προώθηση κυρίως κινηματογραφικώνπροϊόντων του Χόλλυγουντ,συμβάλλοντας δηλαδή σε ό,τι θα μπορούσε να ορισθεί ως πλουραλισμός στηνκινηματογραφική έκφραση. Παρατήρησα, τότε, ότι πολύς κόσμος, πολύς νέος κόσμος, ερχόταν στις αίθουσες, διάβαζε, καλλιεργούνταν τελοσπάντων μέσα από τον κινηματογράφο. «Μπα»,αντέτεινε απλά ο συνομιλητής μου. «Σήμερα,τα πράγματα είναι αλλιώς. Κυριαρχεί το "σινεφίλ», η κινηματογραφοφιλία. Εγώ αυτούςτους σινεφίλ τους λέωσκουπιδιαραίους. Γεμίζουν το κεφάλι τους μεό,τι λάχει, πληροφορούνταιγια τα πάντα,αλλά χάνουν τις ενότητες, δεν έχουν μέτωπαμπροστά τους, δεν ξέρουν ότι πρέπει κάτι ναυπερασπίσουν και κάτι να απορρίψουν.Γι' αυτούς η ασήμαντη λεπτομέρεια, ηπληροφορία, το κουτσομπολιό έχουν τηνίδια σημασία με τη συγκίνηση, με τηνπλοκή, με τα νοήματα. Δεν ξέρω πώς πηγαίνουν σήμερα οι νέοι θεατές σινεμά.Εκείνο που ξέρω είναι ότι τους σέρνουναπ' τη μύτη γύρω από κάτι παράξενες λέξεις που υπονοούν το γούστο και τη μόδα. Λένε, για παράδειγμα, «Αυτή η ταινία είναι καλτ». Τι θα πει "καλτ”; Μπορείςεσύ να μου πεις με ακρίβεια τι θα πει"καλτ”;»
Ομολογώ ότι δεν ήξερα να απαντήσω. Με το χαρακτηρισμό «καλτ» ορίσθηκαν, απ' όσο ξέρω, τα τελευταία χρόνια, οι πιο αντιθετικές μεταξύ τους κινηματογραφικές γραφές. Από το ΣάνταΣάνγκρε του Γιοντορόφσκι μέχρι το Miσος του Κασσοβίτς από το Αντίο Βερολίνο του Αθανίτη μέχρι το ΡεζερβουάρΝτογκς του Ταραντίνο. Δεν μπορούσα,όμως, να απαντήσω αν θεωρούνταν«καλτ» ταινίες όπως αυτές του Ιρανού Αμπάς Κιαροστάμι, ή όπως αυτές τωνΦινλανδών αδελφών Καουρισμάκι. Καισίγουρα κανείς δεν θα μπορούσε να απαντήσει σήμερα αν το γεγονός ότι πολλοίείδαν στον καιρό του το Μοντέλο τουΣφήκα, π.χ., ή την Αθάνατη ιστορία τουΟυέλς (με τη Ζαν Μορώ) το έκαναν επειδή είναι «καλτ». Ανίσχυρος, κατέθεσατην αμηχανία μου. Δεν είχα τι να απαντήσω.
Σήμερα, τα πράγματα είναι αλλιώς. Κυριαρχεί το "σινεφίλ», η κινηματογραφοφιλία. Εγώ αυτούς τους σινεφίλ τους λέω σκουπιδιαραίους. Γεμίζουν το κεφάλι τους με ό,τι λάχει, πληροφο- ρούνται για τα πάντα, αλλά χάνουν τις ενότητες, δεν έχουν μέτωπα μπροστά τους, δεν ξέρουν ότι πρέπει κάτι να υπερασπίσουν και κάτι να απορρίψουν.»
«Τα βλέπεις;» έκανε θριαμβευτικά οσυνομιλητής μου. «Να πώς σπρώχνουντους νεότερους στο σΙνεμά. Όχι ως ώριμους θεατές που γουστάρουνε να δουνΚάτι που ξέρουν πως ενδέχεται να τουςσυγκινήσει ή να τους κάνει καλύτερους.Σαν πρόβατα τους σπρώχνουν πίσω απόμόδες και μυθολογίες ανίσχυρες. οι εικόνες στο σινεμά ξαναγυρίζουν μαζί μετους ανθρώπους, αλλά δεν έχουν πια τηνίδια δυναμική που είχαν κάποτε. Ανιστόρητα θύματα της διαφήμισης, των δημοσίων σχέσεων, του "μποξ όφις". Σαν εισιτήρια τους βλέπουν και σαν εισιτήριατους μετρούν. Και σε αντάλλαγμα, τουςκάνουν σινεφίλ. Μπορεί ένας σινεφίλ να κα-ταλάβει τον κινηματογράφοΤη βαθύτερηουσία του, τη συγκίνηση; κι αν δεν μπορεί νακαταλάβει τον κινηματογράφο, που είναι μιακομματιαστή απεικόνιση των πραγμάτων τουκόσμου, πώς μπορούμενα έχουμε την απαίτηση να καταλάβει τονκόσμο;»
Λάτρης της ασήμαντηςλεπτομέρειας, τηςχαμηλής πλευράς τωνπραγμάτων, στην οποίαμου αρέσει να τσαλαβουτώ, να συμμετέχωκαι να εξάγω συμπεράσματα, σκέφτομαι ταλόγια του φίλου μου πολλές φορές. Δενείναι μόνο o κινηματογράφος. Είναι και ηπραγματικότητα, o κόσμος των πληροφοριών στον οποίο συνευρισκόμαστε καισυμβιώνουμε. Ανοίγεις την τηλεόρασηκαι πλημμυρίζεις πληροφορίες. Πληροφορίες που μας αφορούν, πληροφορίεςπου μιλούν για τα πράγματα τα δικά μας:για την πολιτική, για το θέαμα, για συγγραφείς και βιβλία, για τα θαύματα της επιστήμης και της ιατρικής, για τα παιδιά πουπεθαίνουν στην Αφρική,για τους ανέργους τηςΕυρώπης που πολλαπλασιάζονται, για τα μεγάλα ρεκόρ που καταρρίπτονται, για τις όμορφες του μόντελΙνγκ καιγια τα ρούχα που θα φορεθούν εφέτος, για τηνκίνηση στους δρόμους,για εγκλήματα πάθουςκαι για άλλα εγκλήματα,ανεξήγητα... Πληροφορίες ανάκατες, φύρδην-μίγδην, ειδησούλες, εκτιμήσεις συμπεράσματα. Πού να πρωτοσταθείς;
Και η πραγματική ζωή; Η πραγματική ζωή έχει αποδράσει στα βιβλία που τα διαβάζουμε επειδή το θέλουμε κι όχι επειδή δή έχουν γίνει μπεστ σέλλερ. Βρίσκεται στις συναναστροφές με τους πραγματικούς ανθρώπους που τους επιλέγουμε επειδή τους γουστάρουμε κι όχι επειδή μας τους φοράνε καπέλο οι κοινωνικές δεσμεύσεις. Η πραγματική ζωή βρίσκεται εκεί όπου οι πληροφορίες απουσιά- ζουν, εκεί που δεν χρειάζονται οι πληροφορίες για να μαλώσουν ή να φιλιώσουν οι άνθρωποι. Η πραγματική ζωή βρίσκεται στον κινηματογράφο που μας συγκινεί κι όχι στο "σινεφίλ".»
Γεμάτα ασημαντεςλεπτομέρειες είναι τα κεφάλια των ανθρώπωνστην κοινωνία των πληροφοριών. Δεν χρειάζονται πτυχία, δεν χρειάζονται σπουδές αρκούνένας μίνιμουμ χρόνοςμπροστά στην τηλεόραση και κάποιες συναναστροφές κι o σύγχρονοςάνθρωπος είναι «κοινωνικά μορφωμένος», ξέρεινα κινηθεί, να μιλήσει καινα καταναλώσει. Ξέρεινα συμπεριφερθεί και νακυκλοφορήσει - κι άμαδιαθέτει χρημα, δεν έχει ανάγκη να διαθέτει τίποτα άλλο. Με χρήματα αγοράζει- κι η αγορά τού αντιγυρίζει απλόχερατην κοινωνική του μόρφωση, εφόδιο γιακάθε γωνιά της καθημερινής τύρβης.
Και η πραγματική ζωή; Η πραγματική ζωή έχει αποδράσει στα βιβλία που ταδιαβάζουμε επειδή το θέλουμε κι όχι επειδήδή έχουν γίνει μπεστ σέλλερ. Βρίσκεταιστις συναναστροφές με τους πραγματικούς ανθρώπους που τους επιλέγουμεεπειδή τους γουστάρουμε κι όχι επειδήμας τους φοράνε καπέλο οι κοινωνικέςδεσμεύσεις. Η πραγματική ζωή βρίσκεται εκεί όπου οι πληροφορίες απουσιάζουν, εκεί που δεν χρειάζονται οι πληροφορίες για να μαλώσουν ή να φιλιώ-σουν οι άνθρωποι. Η πραγματική ζωή βρίσκεται στον κινηματογράφο που μας συγκινεί κι όχι στο "σινεφίλ".
Όταν o Σταύρος Τσιώλης με το μακαρίτηΧρήστο Βακαλόπουλο έκαναν τηνταινία Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτεπήγαν στα χωριά της ορεινής Αρκαδίας.O Χρήστος γύρισε συγκλονισμένος. Οι άνθρωποι που συνάντησε δεν γνώριζανκαμία σχεδόν από τις πολλές πληροφορίες που μαθαίνουμε αναγκαστικά οι περισσότεροι. Ήταν όμως απείρως πιο ενδιαφέροντες, πιο πλούσιοι, διαφορετικοί,ξεχωριστός o ένας από τον άλλο. Έλεγαν τις ιστορίες τους, δίναν το κέφι τουςστις συντροφιές και, όσοι πείσθηκαν ναπαίξουν στην ταινία, ακόμα κι αν πίστευαν πως θα τους δείξει η τηλεόραση,ήταν οι εαυτοί τους.«Η ταινία μας δεν ήταν μια ταινία σινεφίλ», έλεγε ύστερα ο Χρήστος. "Δενήταν "καλτ”, δεν ήταν ”έθνικ", δεν ήταντίποτα. Ήταν ένας διάλογος καλά πληροφορημένων με άλλους που δεν έδινανμια δεκάρα για τις πληροφορίες. Ήτανμια συνάντηση κάποιων ανθρώπων πουζούσαν στην κοινωνία των πληροφοριώνμε άλλους που ζούσαν στην πραγματικήζωή. Οι άνθρωποι εκείνοι μας βοήθησαννα ανακαλύψουμε την πραγματική ζωήδίπλα μας, εκεί που ζούσαμε."
Αυτός ο προβληματισμός μπορεί νααγνοεί και τα εμπορικά κριτήρια (που είναι πλέον το μόνο ζητούμενο για όσουςχαράζουν πολιτική στον κινηματογράφο) και την κινηματογραφοφιλία. O κινηματογράφος δεν είναι υπόθεση ούτε τωνεμπόρων ούτε των «σινεφίλ». Ούτε άλλωστε κι η πραγματική ζωή.
Το κείμενο «Κινηματογραφοφιλία» του Ηλία Κανέλλη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Κινηματογραφιστής, Τεύχος 1, 1997