Ενημέρωση

Movie scene covers: Το νέο ελληνικό σινεμά διασκευάζει αγαπημένες κινηματογραφικές σκηνές

στα 10

6 σκηνοθέτες που μας κάνουν να πιστεύουμε. 12 σπουδαστές που ετοιμάζονται για τα μεγάλα. Μια άσκηση στο Ωδείο Αθηνών. Δείτε στο Flix πόσο ωραία μπορεί να είναι... η επόμενη μέρα.

Movie scene covers: Το νέο ελληνικό σινεμά διασκευάζει αγαπημένες κινηματογραφικές σκηνές

Στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στο μάθημα της Υποκριτικής στον Κινηματογράφο που δίδαξε στους τριτοετείς ο Αγγελος Φραντζής, η απλή ιδέα μιας άσκησης, χάρη σε λίγη παραπάνω έμπνευση, δημιουργικότητα και τόλμη, εξελίχθηκε σε «υπαρκτό» σινεμά. Οι σπουδαστές χωρίστηκαν σε ζευγάρια, διάλεξαν μια γνωστή κινηματογραφική σκηνή που για κάποιο λόγο τους ενέπνευσε, τη διασκεύασαν, την καλλιέργησαν στη διάρκεια όλης της χρονιάς. Και μετά, έξι σκηνοθέτες από εκείνους που τραβούν το βλέμμα μας πάνω τους, οι Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Χάρης Βαφειάδης, Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy), Δημήτρης Κοτσέλης, Βαρδής Μαρινάκης και Νίκος Πάστρας, συνεργάστηκαν με τους σπουδαστές και γύρισαν αυτές τις «κινηματογραφικές ασκήσεις». Το αποτέλεσμα είναι, απλώς, μικρές στιγμές ευτυχίας. Και το Flix έχει το προνόμιο να τις φιλοξενήσει. Διαβάστε παρακάτω τι μάς είπαν οι σκηνοθέτες (κλικάρετε στα ονόματά τους για να μάθετε περισσότερα για τη δουλειά τους) και οι ηθοποιοί και δείτε τα ταινιάκια - θα εκπλαγείτε.

ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Αγγελος Φραντζής

Ο συνολικός στόχος του μαθήματος είναι να καταλάβουν οι φοιτητές τις διαφορές μιας κινηματογραφικής από μια θεατρική ερμηνεία. Τόσο ως προς το τι σημαίνει πρακτικά ένα γύρισμα για έναν ηθοποιό, όσο και προς το ποιες είναι εκείνες οι εσωτερικές διαδικασίες που θα οδηγήσουν μια καλή ερμηνεία. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να καταλάβουν ότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός τρόπος προσέγγισης της υποκριτικής. Διαφορετικά δουλεύει ένας ηθοποιός με τον Μπρεσόν ή τον Καουρισμάκι και διαφορετικά με τον Κόπολα ή τον Τσιμίνο. Ετσι, στο τρίτο, πια, έτος, κάναμε την εξής άσκηση: Τα παιδιά χωρίστηκαν σε ζευγάρια και διάλεξαν μια σκηνή από μια ταινία που αγαπάνε. Κράτησαν τη βασική δραματουργία αλλά φτιάξανε νέους χαρακτήρες που να ταιριάζουν με τη δική μας πραγματικότητα. Αφού δούλεψαν όλη τη χρονιά πάνω στους ίδιους τους χαρακτήρες, με αυτοσχεδιασμούς και σκηνές εκτός και εντός ταινίας για να χτίσουν την σχέση και το παρελθόν τους, απευθυνθήκαμε σε 6 σκηνοθέτες με πολύ διαφορετική ματιά ο καθένας για να δώσουν την δική τους ερμηνεία στην επιλεγμένη σκηνή και να έρθουν πια οι ηθοποιοί αντιμέτωποι με ένα κανονικό γύρισμα και μια διαφορετική μέθοδο σκηνοθετικής προσέγγισης.

ωδείο 607

ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ

«Η Ζωή της Αντέλ» (εμπνευσμένο από τη «La vie d'Adèle» του Αμπντελατίφ Κεσίς, 2013)

Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος - Η δουλειά με τους ηθοποιούς συχνά μου μοιάζει με μαύρη τρύπα: πετάμε πράγματα μέσα, ελπίζουμε να βγει κάτι ωραίο από την άλλη πλευρά - ο μηχανισμός παραμένει εν πολλοίς άγνωστος. Υπό αυτή τη δυσοίωνη σκοπιά, ίσως είναι προτιμότερο να αναζητήσει κανείς έναν κοινό τόπο εμπιστοσύνης και κατανόησης, παρά μία γλώσσα υποδείξεων και οδηγιών. Με τη Μαρία και την Ελεάνα δοκιμάσαμε διάφορες ιδέες, μιλήσαμε για προσωπικά βιώματα, κάναμε αυτοσχεδιασμούς εκτός σεναρίου, πάντα συζητούσαμε ξεχωριστά, ώστε να μη γνωρίζει η μία τι σκεφτόταν η άλλη. Δεν ξέρω τι από αυτά ήταν χρήσιμο ή λειτούργησε• πάντως στο γύρισμα ένιωσα ότι καταλαβαινόμασταν και δε χρειάστηκε να μιλήσουμε πολύ. Απόλαυσα περισσότερο τις στιγμές που ο ρόλος μου έμοιαζε περιττός: όταν τα κορίτσια εντόπιζαν μόνα τους προβλήματα και έβρισκαν λύσεις• όταν δεν ήξερα τι ακριβώς θα συμβεί.

Ελεάνα Καυκαλά - Μαρία Προϊστάκη - Η «δυσκολία» της διαδικασίας για μας σχετίστηκε με το ότι είχαμε να προσεγγίσουμε ρόλους που σε πρώτο επίπεδο δεν μας ήταν οικείοι, είχαν χαρακτηριστικά κόντρα στα αντίστοιχα δικά μας. Αυτό πυροδότησε μια διαδικασία ψαξίματος και έρευνας σε υλικό έξω από την ταινία και έξω από μας, απλά για να μας οδηγήσει πίσω στη διαπίστωση ότι οι «ρόλοι» που ψάχναμε είχαν στον πυρήνα τους κομμάτια από μας. Ηταν τελικά πλευρές του εαυτού μας αυτό που έπρεπε να φωτίσουμε και αυτό ήταν μια ωραία δυσκολία. Η σχέση που είχαμε να διαχειριστούμε στη σκηνή ήταν μια σχέση με παρελθόν και έπρεπε να εφεύρουμε αυτή την κοινή διαδρομή εκ νέου, παρόλη τη σχέση μας στα πλαίσια της Δραματικής Σχολής. Το γύρισμα ήταν από τις πιο ευχάριστες ανακαλύψεις αυτής της εμπειρίας και ίσως από τις πιο δυνατές μας εμπειρίες αυτά τα τρία χρόνια. Καταλάβαμε στην πράξη - και βλέποντας τελικά το αποτέλεσμα στην οθόνη- ότι οι ηθοποιοί ήμασταν μονάχα δύο από τις πολλές ματιές που χρειάστηκε να συναντηθούν για να προκύψει η σκηνή. Και αυτό ήταν σχεδόν συγκινητικό.



«Biutiful» (εμπνευσμένο από τo «Biutiful» του Αλεχάντρο Γκοντζάλες Ινιάριτου, 2010)

Χάρης Βαφειάδης - Η σκηνοθεσία μιας συγκεκριμένης σκηνής μιας γνωστής ταινίας με ηθοποιούς από πριν δεδομένους, οι οποίοι θα είχαν ήδη δουλέψει τους χαρακτήρες τους έμοιαζε μια πρόκληση αρκετά ενδιαφέρουσα. Την πρόκληση ενίσχυε το γεγονός οτι η συγκεκριμένη ταινία δεν ήταν του γούστου μου και ότι οι συνθήκες παραγωγής ήταν μάλλον περιορισμένες (οι δύο ηθοποιοί και μερικοί φίλοι τους έκαναν σχεδόν τα πάντα). Παρ' όλα αυτά -ή μάλλον χάρη σ' αυτά-, η εμπειρία αποκαλύφθηκε απενοχοποιημένα απολαυστική. Η Ηλέκτρα και ο Πάνος, χαρακτήρες τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, επέδειξαν εκτός από το ταλέντο τους, επιθυμία και προθυμία, στοιχεία σημαντικά για την επαγγελματική τους πορεία που τώρα ξεκινά. Εύχομαι τόσο σ' αυτούς, όσο και σε όλα τα υπόλοιπα παιδιά της τάξης τους, καλή επιτυχία!

Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη - Πάνος Καμμένος - Η μεγαλύτερη πρόκληση αλλά και το πιο ενδιαφέρον κομμάτι αυτής της κινηματογραφικής εμπειρίας ήταν η προσέγγιση των χαρακτήρων και η ιδιαίτερη σχέση που υπήρχε μεταξύ τους. Κάθε πρόβα, μια καινούργια επαφή, μια άλλη οπτική. Οι αντιξοότητες ενός χρονικά περιορισμένου γυρίσματος σε συνδυασμό με την αυστηρά καθορισμένη πορεία που έπρεπε να ακολουθούμε στη σκηνή ήταν για μας μια πρωτόγνωρη διαδικασία και μια πρώτη γεύση μιας κινηματογραφικής δουλειάς.



«Τέρατα» (εμπνευσμένο από τo «Monster» της Πάτι Τζένκινς, 2003)

Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) - Με τα κορίτσια βρεθήκαμε δύο φορές πριν το γύρισμα, ίσα για να γνωριστούμε και να καταλάβω πώς θα 'θελα να προσεγγίσω την ταινία. Γυρίσαμε σε μονοπλάνο για να μην κόβουμε τις ερμηνείες τους. Κάναμε γύρω στις 20 κουραστικές λήψεις, αλλάζοντας κάθε φορά πράγματα στους διαλόγους και στη σχέση των δύο χαρακτήρων. Η ανάμνηση που κρατάω από το γύρισμα είναι η ήρεμια όταν επιτέλους καταφέρεις να κλέψεις λίγη απ' την ουσία των ανθρώπων που έχεις μπροστά σου και να φτιάξεις έστω και λίγα δευτερόλεπτα που να έχουν κάτι με αλήθεια.

Κρυστάλλη Ζαχαριουδάκη - Ανθούλα Χαιροπούλου - Το πιο προκλητικό στοιχείο της συγκεκριμένης σκηνής ήταν ο υπερβολικά δραματικός της χαρακτήρας και το τεράστιο φορτίο που κουβαλάνε τα δυο πρόσωπα. Αυτό ακριβώς υπήρξε και το πιο δύσκολο κομμάτι της δουλειάς. Η καθοδήγηση του σκηνοθέτη ήταν το κομμάτι εκείνο της συνεργασίας που απολαύσαμε περισσότερο, καθώς μας εξασφάλισε την απαραίτητη δημιουργική ελευθερία, όχι μόνο με αποτέλεσμα να λειτουργήσει κάτι τόσο δύσκολο, αλλά πολύ περισσότερο να νιώσουμε εντός αυτού του πλαισίου, ως οι εαυτοί μας. Το κέρδος; Οι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες συζητήσεις με τον Αλέξανδρο, οι οποίες άνοιξαν το δρόμο για την υλοποίηση της σκηνής.



«Φιλί / Μεσάνυχτα» (εμπνευσμένο από τo «In Search of a Midnight Kiss» του Αλεξ Χόλντριτζ, 2007)

Δημήτρης Κοτσέλης - Δεν είχε τύχει να δω το «Αναζητώντας Eνα Φιλί τα Μεσάνυχτα» πριν πέσει στα χέρια μου για να το δουλέψουμε για τη συγκεκριμένη διασκευή. Οταν το είδα κατάλαβα γιατί είχε κάνει τόση εντύπωση όταν παίχτηκε. Το σενάριο δεν σταμάτησε να με εκπλήσσει και οι διάλογοι ήταν νευρώδεις και συχνά ξεκαρδιστικοί με τη μελαγχολία να τούς πλαισιώνει. Ηταν, επίσης, μια ταινία για την Καλιφόρνια, όπου οι χαρακτήρες δεν πήγαιναν στην παραλία και έπαιρναν τη συγκοινωνία αντί να οδηγήσουν. Μια αντι-καλιφορνέζικη ταινία δηλαδή. Η Αγγελική και ο Κωνσταντίνος είχαν δουλέψει με τούς χαρακτήρες τους στήνοντάς τους από την αρχή. Εκείνος, χαρισματικός γκραφιτάς (και πολλά ακόμα) που δεν εκφράζεται τόσο καλά με το λόγο, εκείνη ένα άθροισμα ιδιαιτεροτήτων. Το βασικό μου μέλημα ήταν οι διάλογοι να είναι πιο κοντά στο ιδίωμα της Αθήνας και να μην παραπέμπουν σε κάτι ξενικό ή ξύλινο. Δουλέψαμε πάνω στον προκαθορισμένο διάλογο ειδικά και στην εκφορά των χαρακτήρων γενικότερα, αναπτύσσοντας και ένα πρωτότυπο αυτοσχεδιαστικό κομμάτι όπου οι δύο χαρακτήρες κουβεντιάζουν περπατώντας. Ενα μέρος αυτού του μεγάλου αυτοσχεδιασμού χρησιμοποιείται στα πρώτα λεπτά της ταινίας. Το καθορισμένο κομμάτι διαλόγου το προβάραμε συνεχόμενα, φτάνοντας σε ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα διάρκειας και ερμηνείας.Αν και η πρωτότυπη ταινία ήταν μαυρόασπρη, τη σκέφτηκα από την αρχή έγχρωμα, ήθελα να πρωτοστατεί και πάλι το Αθηναϊκό χρωματικό ιδίωμα, με τα γνώριμα συστατικά του, τον εκτυφλωτικό ήλιο και το τσιμέντο. Αυτό που προκύπτει είναι το Φιλί / Μεσάνυχτα και ευχαριστώ όσες και όσους βοήθησαν να γίνει πραγματικότητα.

Αγγελική Ζησούδη - Κωνσταντίνος Γεωργόπουλος - Η γλώσσα, η μεταφορά της στα ελληνικά δεδομένα και η απόδοση των χαρακτήρων ήταν αυτά που μας «δυσκόλεψαν», αλλά στην πραγματικότητα όλα όσα αποτέλεσαν πρόκληση για να μάθουμε, να προσαρμοστούμε και φυσικά να εξελιχθούμε. Το ξένο χιούμορ που έπρεπε να μεταφερθεί στα ελληνικά αλλά και το ύφος του προφορικού λόγου που έπρεπε να προσαρμοστεί εξίσου. Αυτό που πραγματικά κερδίσαμε είναι η αναγνώριση στοιχείων του ενός μέσα από τον άλλον και το γεγονός ότι καταφέραμε να ανταπεξέλθουμε σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα σε όλες τις παραπάνω δυσκολίες προκειμένου να βγάλουμε εις πέρας τη σκηνή.



«Ο Ταλαντούχος Κύριος Ρίπλεϊ» (εμπνευσμένο από το «The Talented Mr. Ripley» του Αντονι Μινγκέλα, 1999)

Βαρδής Μαρινάκης - Η άσκηση αυτή ήταν μια ευκαιρία να δοκιμάσω κάτι που ήθελα καιρό να κάνω. Να πάω γύρισμα χωρίς καμία πρόβα και να μπορέσω να καταγράψω τις μαγικές αυτές στιγμές που βιώνουμε στις πρόβες στην τελική ταινία. Τελικά κάτι κερδίζεις και κάτι χάνεις με αυτή τη διαδικασία. Κερδίζεις μια ορμή, κάτι ενστικτώδες που βγαίνει από τους ηθοποιούς αλλά χάνεις τη λεπτομέρεια στην αφήγηση, κυρίως όσον αφορά την κινηματογράφηση αλλά και λεπτοδουλειά σε ερμηνευτικές στιγμές. Αυτό που μου έμεινε; Πως γνώρισα δυο εξαιρετικούς ηθοποιους και πως έκανα κάτι δημιουργικό μετά από πολύ πολύ καιρό! Ευχαριστώ Αγγελε!

Θάνος Τσακαλίδης - Δημήτρης Τσεσμελής - Μας αρέσει πάρα πολύ ο κινηματογράφος και η συγκεκριμένη άσκηση ήταν η καταλληλότερη ευκαιρία για να εφαρμόσουμε και οι δύο αυτό που συχνά λέμε από μέσα μας όταν βλέπουμε μια ωραία ταινία: «Πώς θα το έκανα εγώ;» Αυτό ήταν και η μεγαλύτερη πρόκληση. Πώς θα προσεγγίζαμε τη συγκεκριμένη σκηνή με βάση τις υπάρχουσες δυνατότητες. Η βασική δυσκολία με την οποία ήρθαμε αντιμέτωποι στο γύρισμα ήταν το ότι έπρεπε υπό αντίξοες συνθήκες και σε σύντομο χρόνο να παράξουμε ένα αποτέλεσμα που να μας ικανοποιεί, σχεδόν εξ ολοκλήρου αυτοσχεδιαστικά. Παράλληλα όμως, αυτό ήταν και το μεγαλύτερο κέρδος μας.



«Η Αιώνια Λιακάδα Ενός Καθαρού Μυαλού» (εμπνευσμένο από το «Eternal Sunshine of a Spotless Mind» του Μισέλ Γκοντρί, 2004)

Νίκος Πάστρας - Η Στέλλα και ο Κωστής όλη τη χρονιά μπαινόβγαιναν στους ρόλους της Λεμονιάς και του Χάρη. Γυρνούσαν βιντεάκια και έγραφαν, μέσα στα δέρματα των χαρακτήρων τους. Γέμιζαν τα κενά της ιστορίας της Κλέμενταϊν και του Τζόελ (των χαρακτήρων της «Αιώνιας Λιακάδας Ενός Καθαρού Μυαλού», πάνω στους οποίους βάσισαν τους ρόλους τους), βάζοντας κομμάτια δικά τους. Μαζί αυτό που κάναμε, ουσιαστικά, ήταν να μου «επιτρέψουν» να γίνω ένας συνένοχος σε αυτήν την ήδη χτισμένη, υποκριτικά, σχέση για να βρω το χώρο να τοποθετήσω ανάμεσά τους ένα κομμάτι του δικού μου εαυτού ως σκηνοθέτη. Αυτό ακριβώς είναι και που κρατάω από αυτό το πείραμα, το ότι γνώρισα και συνεργάστηκα με δυο υπέροχους ηθοποιούς, με τους οποίους θα το ξαναέκανα ανά πάσα στιγμή και με κλειστά τα μάτια.

Α! Και μια υπενθύμιση: πως καμιά φορά, το DIY είναι ο τρόπος της, όποιας, αλήθειας (μας).

Στέλλα Μαγγανά - Κωστής Χαραμουντάνης - Η εμπειρία αυτή, αυτό που ουσιαστικά μάς άφησε σαν γεύση και κέρδος, ήταν, αφενό,ς εν μέσω της διασκευής μιας σκηνής άλλης κουλτούρας στα ελληνικά, η συνειδητοποίηση του πόσο απέχουμε στον τρόπο της έκφρασης και της επικοινωνίας από άλλες κουλτούρες και, αφετέρου, το πώς οι αντικειμενικές δυσκολίες και περιορισμοί ενός γυρίσματος - όπως το ότι γυρίστηκε σε ένα αυτοκίνητο, πράγμα που περιορίζει πολύ τη σωματικότητα και το voice over που λειτουργεί σαν τρίτος παρτενέρ - μπορούν να μεταμορφώσουν όλο το αρχικό κατασκεύασμα σε κάτι άλλο που γεννιέται την ίδια την ώρα του γυρίσματος και δίνει μια χροιά τελείως διαφορετική από αυτήν που περιμέναμε. Οπότε αυτό που κρατάμε είναι το πώς το κείμενο μπορεί να λειτουργήσει σαν ένα εναρκτήριο λάκτισμα για κάτι εντελώς καινούριο και πολύ προσωπικό της ομάδας που το έφτιαξε.