Είναι γνωστό πως στο Χόλιγουντ οι κασκαντέρ δεν έχουν την αναγνώριση και τον σεβασμό που πραγματικά τους αξίζει.

Οι αφανείς αυτοί ήρωες των μεγαλύτερων blockbuster, οι οποίοι βάζουν τη ζωή τους σε κίνδυνο, πέφτοντας, χτυπώντας πάνω σε τοίχους, περνώντας από φωτιές ή ό,τι άλλο μπορεί κάποιος να φανταστεί έτσι ώστε οι πρωταγωνιστές τους να δείχνουν κουλ και τέλειοι στην κάμερα, νιώθουν από πάντα σαν να είναι ο τελευταίος τροχός μιας καλοδουλεμένης κινηματογραφικής μηχανής, καθώς οι ίδιοι δεν παύουν να σνομπάρονται από όλα τα μεγαλύτερα βραβεία της βιομηχανίας και, κυρίως, από την ίδια την Ακαδημία.

Και «Ο Κασκαντέρ», η οποία βασίζεται στην ομότιτλη τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’80 με πρωταγωνιστή τον Λι Μέιτζορς, πέρα από ότι είναι μια από τις πιο διασκεδαστικές, ξέφρενες και απενεργοποιημένα διασκεδαστικές ταινίες δράσης που θα δείτε τον φέτος, μοιάζει και ως ένα γράμμα ατέρμονης αγάπης σε όλους εκείνους που κρατάνε το blockbuster σινεμά στα στιβαρά τους μπράτσα εδώ και χρόνια. Και όλα αυτά με την υπογραφή ενός σκηνοθέτη που πάνω από όλα ξέρει πολύ καλά τι πάει να πει το να είσαι κασκαντέρ την σήμερον ημέρα στο Χόλιγουντ, του Ντέιβιντ Λιτς.

Η ιστορία ακολουθεί τον Κολτ Σίβερς, έναν κασκαντέρ του Χόλιγουντ, ο οποίος -λίγο πριν τη σύνταξη- αναγκάζεται να επιστρέψει στη δουλειά, όταν ο πρωταγωνιστής ενός blockbuster εξαφανίζεται μυστηριωδώς κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Το χειρότερο όμως είναι ότι η πρώην του Σίβερς, η Τζόντι Μορένο, είναι η σκηνοθέτης της ταινίας, κι ο Σίβερς νιώθει ότι η ζωή του να βρίσκεται σε κίνδυνο καθώς πλησιάζει ολοένα και περισσότερο στην λύση του μυστηρίου γύρω από την εξαφάνιση του πρωταγωνιστή.

Ο Λιτς, με έναν αρκετά πανέξυπνο τρόπο, κατάφερε να δημιουργήσει μια ρομαντική κομεντί καλά καμουφλαρισμένη κάτω από την εκρηκτική δράση ενός χολιγουντιανού blockbuster. Σίγουρα δεν είναι και η πρώτη φορά που γίνεται κάτι παρόμοιο, αλλά εδώ η εναλλαγή μεταξύ των δυο κινηματογραφικών αυτών ειδών γίνεται ομαλά και αβίαστα που νιώθεις πως αυτές οι δυο ιστορίες μοιάζουν να είναι τόσο αλληλένδετες και απαραίτητες η μια για την άλλη, οι οποίες από μόνες τους ίσως να μην είχαν εξίσου την ίδια δυναμική.

Σε αυτό βοηθάει και το πως ο Λιτς δεν σταματά να δίνει την αμέριστη φροντίδα και προσοχή του και στις δυο ιστορίες του, έχοντας στα χέρια του ένα σενάριο το οποίο έχει αυτογνωσία για το τι πραγματικά είναι και δεν το κρύβει ούτε μια στιγμή. Γνωρίζει πολύ καλά ποια είναι τα ελαττώματά της και τα προτερήματά της, αυτοσχολιάζεται και αυτοσαρκάζεται – σε μια απολαυστική σκηνή ανθολογίας – μένοντας σταθερή στις αξίες της χωρίς όμως να παίρνει και τον εαυτό της στα πολύ σοβαρά. Υπάρχει μια λεπτή γραμμή πάνω στην οποία ο Λιτς καταφέρνει να κρατήσει τις ισορροπίες με έναν αμέριστο επαγγελματισμό, όπου ένα μικρό λάθος θα μπορούσε να τα καταρρεύσει όλα.

Και στο επίκεντρο όλων αυτών υπάρχει η δράση, η οποία δένει εντυπωσιακά πάνω σε όλα αυτά. Ο Λιτς είναι ένας σκηνοθέτης που είναι ξεκάθαρα παθιασμένος με το υλικό του και γυρίζει τις σκηνές αυτές με μια πραγματική μαεστρία, γεμάτες και από inside jokes τα οποία τα εμφανίζει με κάθε ευκαιρία που μπορεί στην ταινία, τιμώντας το κινηματογραφικό είδος αυτό, το οποίο υπηρέτησε για χρόνια πριν ως κασκαντέρ, αλλά αφήνοντας και τη δική του προσωπική υπογραφή. Και οι αναφορές στους κασκαντέρ δεν είναι απλά μόνο για το φαίνεσθαι του πράγματός, αλλά βρίσκεται ακριβώς στην καρδιά και την ψυχή της ταινίας (εξάλλου ο Γκόσλινγκ φοράει με περίσσια περηφάνια το μπουφάν με το λογότυπο του IATSE - International Alliance of Theatrical Stage Employees), το οποίο σε κάνει να εμβαθύνεις ακόμα περισσότερο την εκτίμηση σου για την συγκεκριμένη τέχνη, δεδομένων των κινδύνων που εμπεριέχονται σε αυτήν.

Μέσα σε όλα αυτά προσθέστε βέβαια και το εκρηκτικό δίδυμο των Ράιαν Γκόσλινγκ και Εμιλι Μπλαντ, οι οποίοι με την γοητεία και την τρομερή τους χημεία μας κάνουν να νοιαστούμε για τους χαρακτήρες τους, κάτι που βοηθάει ακόμα περισσότερο στο να απολαύσει κάποιος την δράση που εξελίσσεται γύρω από αυτούς.

Ο Γκόσλινγκ, πάντα γοητευτικός, πάντα χαρισματικός, συνεχίζει να εκπέμπει αυτή την μοναδική του Kenergy και εδώ, χωρίς δεν φοβάται να τσακιστεί (ψυχικά και σωματικά), να δείξει πόσο ευάλωτος μπορεί να γίνει, κλαίγοντας ακούγοντας Τέιλορ Σουίφτ, καθώς δεν σταματά να γκρεμοτσακίζεται και να πέφτει σε φωτιές λέγοντας μόνο όλα εντάξει με το χέρι του (ίσως η ταινία έχει και ένα δεύτερο επίπεδο μιλώντας, για την αρρενωπότητα, την ευαισθησία και την ψυχική υγεία των αντρών που κρύβεται πίσω από την σκληράδα και είναι εντάξει να εκφράζεται). Από την άλλη μεριά η Μπλαντ καταφέρνει να δώσει τις καλύτερες κωμικές ατάκες της ταινίας, δείχνοντας ταυτόχρονα μια πιο σκληροτράχηλη πλευρά του, κατά τα αλλά, ρομαντικού και ευαίσθητου χαρακτήρα της.

Είναι πραγματικά τρελό που βρισκόμαστε ακόμα σε μια περίοδο όπου η Ακαδημία σνομπάρει την δουλειά των κασκαντέρ στα βραβεία της, ειδικά όταν κάποιες εξαιρετικές ταινίες που έχουν κυκλοφορήσει τα τελευταία χρόνια («John Wick 4», «Mad Max», «Bullet Train» και πολλές άλλες) έχουν αποδείξει το αντίθετο. Ελπίζουμε μόνο πως μετά από αυτή εδώ την ταινία η Ακαδημία σταματήσει να κάνει τα στραβά μάτια.