Από τις ερήμους της Μέσης Ανατολής όπου την αιχμαλώτισαν μαυραγορίτες, μια δηλητηριώδης αράχνη θα καταλήξει στους πίσω θαλάμους ενός παριζιάνικου ενεχυροδανειστηρίου, απ’ όπου την αγοράζει ο νεαρός Καλέμπ, λαθρέμπορος ο ίδιος ακριβών αθλητικών υποδημάτων αλλά και συλλέκτης σπάνιων εντόμων και τρωκτικών στο μικρό διαμέρισμα όπου μένει με την αδελφή του, σε ένα συγκρότημα εργατικών κατοικιών των μπανλιέ. Πολύ σύντομα, το επικίνδυνο «κατοικίδιο» θα δραπετεύσει από την προσωρινή του στέγη, ένα κουτί παπουτσιών, και θα αρχίσει νασκορπά τον θάνατο. Οι Αρχές, φοβούμενες αρρώστια και μόλυνση, βάζουν το κτίριο σε καραντίνα, και το μόνο που μένει στους εγκλωβισμένους πλέον ενοίκους είναι να βρουν κάποια δίοδο φυγής.

Ο ελληνικός τίτλος τούτης της γαλλικής ταινίας ζωικού τρόμου και φρίκης είναι εμπορικός, σαφής και χωρίς περιστροφές. Ο αγγλικός, «Infested», που σημαίνει το κατακλυσμένο και δηλώνει τη μάστιγα, κουβαλά μια έννοια μεταφορική, που εύκολα συνδέει κανείς με το πολύ πρόσφατο πανδημικό παρελθόν μας. Αντιπροσωπευτικότερος είναι ο πρωτότυπος γαλλικός: «Vermines» θα πει ζωύφια και, όσο προχωράμε από το κυριολεκτικό στο μεταφορικό, σκουλήκια, παράσιτα, αποβράσματα. Καθόλου τυχαία, έτσι αποκαλεί η γαλλική ακροδεξιά τα περιθωριακά στοιχεία των πάντα ανήσυχων παριζιάνικων προαστίων.

Πρόθεση του νεοεμφανιζόμενου στη μεγάλου μήκους Σεμπαστιάν Βανιτσέκ είναι να υπηρετήσει και τις δύο έννοιες. Και την κυριολεκτική, που συνεπάγεται ένα κυνηγητό θανάτου μεταξύ ανθρώπων και ζώων, και συνεχίζει μια παλιά παράδοση κινηματογραφικού υποείδους, με καταγωγή το αμερικάνικο b του ’50, και τη μεταφορική, που θα φέρει αυτήν ακριβώς την παράδοση στις μέρες μας, νοώντας ανθρώπους και ζώα το ίδιο επιβλαβή στην αντίληψη της εξουσίας: το κτίριο των μπανλιέ σφραγίζεται πάραυτα, καθώς για τους «έξω» όλοι παράσιτα είναι έτσι κιαλλιώς, είτε πολύποδοι είτε δίποδοι.

Ωστόσο η τελεία μπαίνει πολύ νωρίς και στις δύο έννοιες. Το κυνηγητό είναι προβλέψιμο και γεμάτο ευκολίες (αράχνες που αυξάνονται σε πλήθος και γιγαντώνονται σε μέγεθος, επαναλαμβανόμενα τρεχαλητά σε διαδρόμους και υπόγεια περάσματα, ηρωισμοί χωρίς νόημα), η δε αλληγορία εξαντλείται στα παραπάνω μονοσήμαντα και απλοϊκά. Το ίδιο πεζά δουλεύονται και τα πρωταγωνιστικά πρόσωπα, φιγούρες μάλλον παρά χαρακτήρες, ανίκανες να εμπλουτίσουν τη συνταγή και να εξανθρωπίσουν το σχήμα. Η τεταμένη σχέση του Καλέμπ με τηναδελφή του και τους φίλους τους, που φυσικά θα μαλακώσει με το κοινό μέτωπο ενάντια στην απειλή, είναι ένα κλισέ χαμένο μέσα στη δράση, μια κατά τόπους μονάχα υπενθύμιση.

Μένει πάντως η επιδεξιότητα του Βανιτσέκ, αυτή που του έδωσε το διαβατήριο για την άλλη πλευρά του Ατλαντικού (τον αγκάζαραν να σκηνοθετήσει το επόμενο κεφάλαιο στο αναβιωμένο «Evil Dead»). Χωρίς αυτήν, την κατάδηλη σε κάποια αγωνιώδη ή σύνθετα set pieces (η σκηνή στο μπάνιο, η σεκάνς του περάσματος από τον διάδρομο προς τη σωτήρια πόρτα, το τελικό μακελειό στο πάρκινγκ), 106 λεπτά σε έναν τέτοιο «Ιστό» θα έμοιαζαν ατελείωτα.