
Ο Ματ Ρέμικ (Σεθ Ρόγκεν) βρίσκεται στον κήπο μιας πανάκριβης βίλας και ατενίζει μελαγχολικά τον ορίζοντα. Στο βάθος, δεσπόζει ο ειρηνικός ωκεανός, εκεί όπου ξεβράζονται χρόνια τώρα τα όνειρα δεκάδων ηθοποιών που έρχονται να αναζητήσουν την τύχη τους στο Λος Aντζελες. Στην παρέα του βρίσκεται η Πάτι Λέι (Κάθριν Ο’ Χάρα), πρώην αφεντικό του και μέντοράς του, της οποίας τη θέση πήρε φιλώντας το δαχτυλίδι του προέδρου των Continental Studios και κινηματογραφικού μεγιστάνα Γκρίφιν Μιλ (Μπράιαν Κράνστον). Ο Ματ είναι στον πυρήνα του ένας καλός άνθρωπος και αυθεντικός σινεφίλ –στην πραγματικότητα, παραείναι μαλθακός για τις απαιτήσεις της νέας του θέσης ως διευθυντή των Continental Studios. Οι ώμοι του καταρρέουν υπό το βάρος των ευθυνών: «Δεν περίμενα ότι θα είναι τόσο δύσκολο», εξομολογείται στην Πάτι. «Το κεφάλι μου πάει να σπάσει». Η Πάτι, παρά την πικρία της για την ξαφνική της απόλυση, είναι συνηθισμένη στα παιχνίδια της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Eχει ξοδέψει όλη της τη ζωή φτιάχνοντας ταινίες και γνωρίζει πως είναι κι αυτός ένας τρόπος να χαράξεις το όνομά σου στο μάρμαρο της ιστορίας: «Είναι πράγματι δύσκολο», του απαντά, «αλλά όταν κάνεις μια καλή ταινία… παραμένει καλή για πάντα».
Φωλιασμένο στους φημισμένους λόφους που κοιτάνε το Λος Aντζελες από απόσταση ασφαλείας, εκτυλίσσεται το φρενήρες, ελαφρώς ακατάλληλο αλλά απολύτως απολαυστικό «The Studio», μια δημιουργία του αγαπημένου διδύμου Σεθ Ρόγκeν και Eβαν Γκόλντμπεργκ. Παρατηρούμε τεράστιες κινηματογραφικές προσωπικότητες να παρελαύνουν μπροστά στα μάτια μας, οι οποίες συνήθως ενσαρκώνουν τον εαυτό τους: ο Στιβ Μπουσέμι, με το χαρακτηριστικό γουρλωτό του βλέμμα, αδημονεί να πρωταγωνιστήσει στο κύκνειο άσμα του σπουδαιότερου κινηματογραφιστή της γενιάς μας, ο οποίος κλαίει στη γωνία στο μπούστο της Σαρλίζ Θερόν – ναι, ο Μάρτιν Σκορσέζε παίζει τον εαυτό του και οδύρεται επειδή τον ξεγέλασαν σαν άμαθο πιτσιρικά, άρτι αφιχθέντα στους λόφους της δόξας και της αμαρτίας. Ο Πολ Ντέινο δίνει ως συνήθως μια καταπληκτική ερμηνεία ως ηθοποιός εν δράσει, ο οποίος αργοπεθαίνει μπροστά στην κάμερα. Ο Ανταμ Σκοτ κερδίζει μια χρυσή σφαίρα (ίσως για το «Severance»; Δεν αναφέρεται ποτέ) και ο Ρον Χάουαρντ καταστρέφει την καλύτερη ταινία που έφτιαξε ποτέ, προσθέτοντας ένα ατελείωτο, βαρετό μελόδραμα στο τέλος της. Ζακ Εφρον, Ζόι Κράβιτς, Γκρέτα Λι – το καστ είναι πραγματικά αψεγάδιαστο. Νιώθεις πως βρίσκεσαι στο αστεροσκοπείο: σε κάθε γωνιά του γυάλινου θόλου κρύβεται και ένα λαμπρό αστέρι.
Τα επεισόδια διατηρούν ένα αυτοτελή χαρακτήρα και ακολουθούν μια πυροσβεστική φόρμα: οι πρωταγωνιστές καλούνται συνεχώς να διαχειριστούν μια κρίση. Η καθημερινότητα σε ένα στούντιο του Χόλιγουντ είναι παρανοϊκή. Συχνά, αποτυγχάνουν παταγωδώς με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα. Στα μάτια του Ματ διαβάζουμε τον διχασμό ενός ανθρώπου ανάμεσα στην επιθυμία του να δημιουργήσει ένα αξιοσέβαστο κινηματογραφικό έργο και στην άλλη, ισχυρότερη επιθυμία του κέρδους. Η καυστική υπεύθυνη μάρκετινγκ των Continental Studios, Μάγια Μέισον (Κάθριν Χαν) έρχεται συνεχώς σε ρήξη με τις δημιουργικές απόπειρες του Ματ. Οι χαοτικοί καλλιτεχνικοί διευθυντές του στούντιο, ο Σαλ Σάπερσταϊν (Αϊκ Μπάρινχολτς) και η Κουίν Χάκετ (Τσέις Σούι Γουόντερς) ενδιαφέρονται περισσότερο για την επαγγελματική τους ανέλιξη και τα προνόμια του πάρκινγκ έξω από το γραφείο παρά για την ουσιαστική κινηματογραφική παραγωγή. Η συμπεριφορά τους γεννά το εύλογο ερώτημα: μήπως υπάρχει περιορισμένη ποσότητα κινηματογραφικής μαγείας; Κι αν ναι, μήπως ξεμείναμε;
Οποιοσδήποτε έχει δουλέψει έστω και βραχύβια στην κινηματογραφική βιομηχανία κατανοεί πως οι ταινίες είναι κι αυτές προϊόντα. Παρά τα πολλά θέλγητρα της κινηματογραφικής αίθουσας, των δεκάδων αφηγηματικών ροών που δραπετεύουν από την οθόνη και εντυπώνονται στο υποσυνείδητό μας αλλά και της δέσμης φωτός που τρεμοπαίζει στο σκοτάδι και παίρνει συχνά τη μορφή των ονείρων μας (αυτά είναι τα flickering lights - the flicks, που δίνουν το όνομά τους στην πλατφόρμα που φιλοξενεί αυτό το κείμενο), το κινηματογραφικό αποτέλεσμα παραμένει ένα προϊόν με πραγματική και ονομαστική αξία. Οταν αφαιρέσεις τους ρομαντικούς παράγοντες από αυτή την οικονομική εξίσωση, συνήθως σου απομένει μια στείρα εμπορική συμφωνία. Το «The Studio» είναι η απόδειξη πως αυτή η συμφωνία μπορεί να είναι εξαιρετικά διασκεδαστική.
Μέσα στους αδυσώπητους ρυθμούς αυτής της υπέρλαμπρης κινηματογραφικής γειτονιάς, το σενάριο σατιρίζει το Χόλιγουντ αγγίζοντας τα περισσότερα από τα θέματα που μονοπωλούν το ενδιαφέρον μας: την κουλτούρα ακύρωσης και τα λαϊκά δικαστήρια που παραμονεύουν παντού. Την αιώνια διαμάχη μεταξύ τέχνης και εμπορίου. Τη διαρκή απειλή της πολιτικής ορθότητας. Τη διαρκώς αυξανόμενη σε ικανότητες τεχνητή νοημοσύνη και φυσικά τον μεγαλύτερο εχθρό της δημιουργίας: τη ματαιοδοξία, η οποία έχει πασπαλίσει το Χόλιγουντ. Μέσα από εντυπωσιακά μονοπλάνα και μια τρομερά γοητευτική κινηματογράφηση, το «The Studio» χρησιμοποιεί το οπλοστάσιο του Χόλιγουντ για να χτίσει νεο-νουάρ περιπέτειες, σπαρταριστές κωμωδίες και μελαγχολικά επιμύθια στο ηλιοβασίλεμα. Κι επειδή η προσοχή μας είναι ελλειμματική, η διάρκειά τους δεν ξεπερνά το μισάωρο. Κλείνει το μάτι στους σινεφίλ: «ξέχνα το Σαλ, δεν είναι παρά μια φτηνή απομίμηση της "Chinatown"», λέει ο Ματ στον συνεργάτη του, αναφερόμενος στο έπος του Ρόμαν Πολάνσκι. Μας ταξιδεύει στα υπόγεια του «Fight Club» και στις σοκαριστικές ανατροπές του «Ενας Υπέροχος Ανθρωπος». Με την κάρτα τέλους, μας θυμίζει τις δόξες του Χόλιγουντ, όπου ο ήρωας, αφού έχει κερδίσει τον πόλεμο, έχει σκοτώσει όλους τους κακούς και έχει γοητεύσει όλα τα κορίτσια, απολαμβάνει το ουίσκι του, μη μπορώντας να κερδίσει τον ισχυρότερο εχθρό απ’ όλους: τη μοναξιά. «Το πιο δύσκολο πράγμα στη δουλειά σου είναι πόσο να χρεώσεις το μεγάλο ποπκόρν», λέει μια γιατρός στον Ματ, κάνοντας μια εντυπωσιακή βουτιά στην πισίνα της άγνοιας. Ξεχνά όμως το εξής: σε κάθε δωμάτιο νοσοκομείου, υπάρχει πάντα μια τηλεόραση.
Το «The Studio» είναι διαθέσιμο στο Apple TV+.