Το «Baby Reindeer», η mini σειρά του Netflix, μέσα σε μία εβδομάδα έχει γίνει the talk of the (International) town. Μόνο 7 επεισόδια των 30 λεπτών (το φορμά των sitcoms κι όχι του 1-hour-drama) και ήταν αρκετά. Ή, μάλλον, ήταν αβάσταχτα. Επώδυνα. Κατάμαυρα. Ισως, γιατί όταν η οθόνη πλησιάζει τόσο κοντά και ειλικρινά στην κακοποίηση -και τις διάχυτες συνέπειές της στην ψυχή και το σώμα- λειτουργεί ως κοινωνικός ανατόμος. Παίρνει το νυστέρι και κόβει κατευθείαν στο τραύμα. Είτε είσαι, είτε δεν είσαι έτοιμος για το κοντινό του.
Μόνο που εδώ δεν το κάνει η μεγάλη οθόνη, αλλά η μικρή. Η τηλεόραση που, χρόνια τώρα, έχει αλλάξει ρότα - δεν είναι μόνο ευφορικό entertainment, είναι και ενδοφλέβια «Euphoria». Δεν προσφέρει κάτι που παίζει στο background, όσο τρως το βραδινό σου - σε πάει πίσω εκεί που παρασκευάστηκε, σε εγκλωβίζει στην βρωμιά της κουζίνας του «The Bear». Σου φτιάχνει το βράδυ ή σε απειλεί: «I May Destroy You».
«Η "Μάρθα" του είχε αφήσει συνολικά 350 ώρες ηχογραφημένων μηνυμάτων στον τηλεφωνητή του, τον είχε ταγκάρει σε 744 tweets, του είχε στείλει 460 μηνύματα στο Facebook, 106 πολυσέλιδες επιστολές, 41,071 e mails - Sent from her iPhone.
ΠΡΟΣΟΧΗ: Η ανάλυση της σειράς περιέχει spoilers
«Εγώ απλώς την κέρασα ένα φλυτζάνι τσάι» Το «Baby Reindeer» είναι η αυτοβιογραφική ιστορία ενός Σκωτσέζου stand-up κωμικού. Αλλά δεν είναι για γέλια. Είναι μία σειρά horror, αλλά δεν παραμονεύει ένας serial killer να κομματιάσει το σώμα σου και να το πετάξει στα σκουπίδια. Ο κακοποιητής, σε έχει αφήσει ζωντανό. Να αιμορραγείς στα βουβά. Κομμάτια. Μέχρι κάποιος να σηκώσει τον καθρέφτη εντός σου.
Ο κωμικός Ρίτσαρντ Γκαντ, όταν δούλευε ως μπάρμαν στα 20+ του, είχε πέσει θύμα μίας stalker. Είχε εμφανιστεί στην μπάρα του, έκλαιγε, κι εκείνος τη λυπήθηκε και την κέρασε ένα φλυτζάνι τσάι. Κι αυτό κατέληξε σε τοξική εμμονή, απειλή, εφιάλτη. Αυτή η γυναίκα τον καταδίωκε - στην πάμπ, στα gigs του, κάτω από το σπίτι του, μέσα στο σπίτι του. Μέχρι να καταδικαστεί σε φυλάκιση, τού είχε αφήσει συνολικά 350 ώρες ηχογραφημένων μηνυμάτων στον τηλεφωνητή του, τον είχε ταγκάρει σε 744 tweets, του είχε στείλει 460 μηνύματα στο Facebook, 106 πολυσέλιδες επιστολές και.... 41,071 e mails - Sent from her iPhone.
Ο Γκαντ δεν κακοποιήθηκε (μόνο) από την Μάρθα. Εκείνη είχε απλώς μυρίσει την ανοιχτή πληγή, την είχε αναγνωρίσει, και κάθισε πάνω της σαν αλογόμυγα που μπήγει το κεντρί της. Οχι για να σε εκνευρίσει, αλλά γιατί κι εκείνη τρέφεται από αυτό...»
Το θεατρικό Ο Γκαντ έγραψε την εμπειρία του σ' ένα μονόπρακτο (με τον ίδιο τίτλο, «Baby Reindeer») και το ανέβασε αρχικά στο art festival του Εδιμβούργου (Edinburgh Fringe) και μετέπειτα στο West End του Λονδίνου. Εκεί η «Μάρθα» ήταν ένα άδειο σκαμπό του μπαρ, στο οποία απευθυνόταν στα σκοτεινά, στον παραληρηματικό του μονόλογο.
Το έργο έκανε επιτυχία, γιατί κι αυτό με τη σειρά του σόκαρε με την αποκάλυψή του, την «ανατροπή» του. Ο Γκαντ δεν κακοποιήθηκε (μόνο) από την Μάρθα. Εκείνη είχε απλώς μυρίσει την ανοιχτή πληγή, την είχε αναγνωρίσει, και κάθισε πάνω της σαν αλογόμυγα που μπήγει το κεντρί της. Οχι για να σε εκνευρίσει, αλλά γιατί κι εκείνη τρέφεται από αυτό.
Ο Γκαντ είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά, κατά συρροή, από έναν άντρα. Εναν ισχυρό παίκτη της κωμικής σκηνής. Εναν κυνηγό - όχι ταλέντων. Το όνειρο για καριέρα, μετατράπηκε σε εφιάλτη από έναν player, groomer: τον πότιζε υπόσχεση, λάμψη, μαζί με σκληρά ναρκωτικά, μέχρι που ξυπνούσε «μέσα στον εμετό και με την μυρωδιά του πούτσου του στο στόμα μου». Μετά από όλα αυτά έφυγε, κάθισε, έμεινε; Παρέλυσε; Γιατί; «Θα ήθελα να σας πω ότι έφυγα. Τρέχοντας. Οχι. Επέστρεφα ξανά και ξανά. Ηταν το self esteem μου τόσο χαμηλό; Η φιλοδοξία μου για καριέρα τόσο υψηλή; Που επέστρεφα στο διαμέρισμα του κακοποιητή μου και του επέτρεπα να με βασανίζει;»
Το «Γιατί» ήταν πάντα στο τιμόνι. Μόνο που ακολούθησαν κι άλλες ερωτήσεις. Που δεν στέκονται στην κακοποίηση, αλλά σε όλα τα απόνερα της: ανασφάλεια, ντροπή, θυματοποίηση, ηδονή για περισσότερη κακοποίηση, επιθυμία και αηδία, πάλη με τη σεξουαλική σου ταυτότητα, ομοφοβία, σιωπή, μοναξιά, κατάθλιψη, ψυχική αναπηρία, αποστροφή να αγαπήσεις και να αγαπηθείς...»
Γιατί; Eίναι παράδοξο που το μέσο που επιλέχθηκε για να απαντήσει σε αυτό το «γιατί», να το αναπτύξει ακόμα περισσότερο, πιο βαθιά, πιο στενάχωρα, πιο ανατριχιαστικά είναι μία σειρά του Netflix. Κι όμως το έκανε. Την εποχή του Instagram, ο Γκαντ την έγραψε χωρίς φίλτρο. Δεν φοβήθηκε, δεν φλάταρε την ηθική πολυπλοκότητα του θεατρικού, δεν το έκανε πιο ευκολόπιοτο. Αντιθέτως, εξομολογήθηκε την πιο αποτρόπαια, την πιο βάρβαρη, την εμπειρία της ζωής που τον σακάτεψε, χωρίς δισταγμό, χωρίς φόβο. Με παθιασμένο αυτομαστίγωμα.
Το «Γιατί» ήταν πάντα στο τιμόνι. Μόνο που ακολούθησαν κι άλλες ερωτήσεις. Που δεν στέκονται στην κακοποίηση, αλλά σε όλα τα απόνερα της: ανασφάλεια, ντροπή, θυματοποίηση, ηδονή για περισσότερη κακοποίηση, επιθυμία και αηδία, πάλη με τη σεξουαλική σου ταυτότητα, ομοφοβία, σιωπή, μοναξιά, κατάθλιψη, ψυχική αναπηρία, αποστροφή να αγαπήσεις και να αγαπηθείς.
Η πένα του Γκαντ σήκωσε όλους τους επιδέσμους, ξεκόλλησε όλα τα τραυμαπλαστ, ξερίζωσε τρίχες και δέρμα. Εφτασε μέχρι τη ρίζα, πίσω στο πατρικό και απαίτησε αποδοχή και αγκαλιά (και πήρε πολλά περισσότερα).
Μίλησε ανοιχτά για την έλλειψη σωστής αστυνομικής περίθαλψης των θυμάτων, κενού στην διαδικασία περιφρούρησης και καταδίωξης του εγκληματία.
Εδειξε με τρυφερό νατουραλισμό την καθημερινότητα μιας τρανς και την κλισέ και τόσο παλιά και τόσο επίκαιρη απανθρωπιά των κοινωνιών μας.
Αν το τραύμα δεν αντιμετωπιστεί, επιστρέφει. Γιγαντώνεται. Κρύβεται και τρέφεται από το πύον του. Αναγνωρίζει και κάνει μυστική χειραψία με τους κακοποιητές του. Κακοποιεί με τη σειρά του. Καταστρέφει το σώμα που το φιλοξενεί, αλλά κι όσους το αγγίζουν. Eίναι μία κούπα, καυτό τσάι που κερνά και σε κερνάει ωμό πόνο..»
«Surely it couldn’t get any worse from here»
Ω, αγαπημένε θεατή. Φυσικά και μπορεί. Η επιτυχία της σειράς είναι η κυκλική δομή του σεναρίου της. Η απεικόνιση του φαύλου κύκλου: αν το τραύμα δεν αντιμετωπιστεί, επιστρέφει. Γιγαντώνεται. Κρύβεται και τρέφεται από το πύον του. Αναγνωρίζει και κάνει μυστική χειραψία με τους κακοποιητές του. Κακοποιεί με τη σειρά του. Καταστρέφει το σώμα που το φιλοξενεί, αλλά κι όσους το αγγίζουν. Eίναι μία κούπα, καυτό τσάι που κερνά και σε κερνάει ωμό πόνο.
Κι όμως. Ούτε αυτό δεν είναι το μεγαλύτερο ατού του «Βaby Reindeer». Η μεγαλύτερη του τόλμη είναι η κατανόηση. Αλλωστε αυτή κρύβεται και στην παιδική αθωότητα του τίτλου. Μία χαμένη, ανεπιστρεπτί, αθωότητα που θα ήθελες να κρατάς για πάντα σφιχταγκαλισμένα. Για να σε προστατέψει από το Κακό αυτού του κόσμου. Για να έχεις ένα φίλο σε αυτή τη ζωή.
Ο Γκαντ έγραψε την Μάρθα με κατανόηση, κι αυτό είναι ένας μικρός θρίαμβος. Και ήρθε και η ερμηνεία της αριστουργηματικής Τζέσικα Γκάνινγκ (δώστε της όλα τα ΕΜΜΥ και τις Χρυσές Σφαίρες του κόσμου, κατ' εξαίρεση, δώστε της και Οσκαρ) για να κάνει τατουάζ το πρόσωπό της στη συλλογική μας συνείδηση. Ενα πρόσωπο που ενθουσιάζεται και γκρεμίζεται, ερωτεύεται και σκοτώνει, απειλεί και ζητάει συγγνώμη μέσα από τα αναφιλητά του.
Μία πρώην επαγγελματίας που κάποτε είχε iPhone, αλλά ξερνώντας το δικό της παρελθοντικό μυστικό τα έχασε όλα. Και προσθέτει χειρονακτικά τη φράση Sent from my iPhone σε κάθε ημίτρελο mail της, για να κρατηθεί από κάπου. Μία γυναίκα που επιτίθεται με σεξουαλικά εννοούμενα στο αντικείμενο του πόθου της, ένα κοριτσάκι που ψάχνει την παρηγοριά της. Για να κρατηθεί από κάπου.
Οταν ο Ντόνι τής σκουπίζει τις μύξες της στη στάση του λεωφορείο είναι κάτι παραπάνω από πράξη συμπόνιας. Είναι βαθιά κατανόηση. Είναι το παρασύνθημα στον κύκλο που τους ενώνει με μία λεπτή κόκκινη γραμμή.
"Γιατί να βλέπουμε τέτοιες σειρές". Γιατί είναι αναγκαίο να φωτίζουμε τα σκοτάδια, να αερίζουμε τα μπαούλα του υποσυνείδητου, να κοιτάμε κατάματα τη ρίζα όσων μάς σακάτεψαν. Κι επειδή δε θα το κάνουμε ποτέ από μόνοι μας, και σίγουρα ποτέ μαζικά, έρχεται η ποπ κολτούρα ως Δούρειος Ιππος για να ανοίξουμε τις κερκόπορτες. Εχει μεγάλη δύναμη το μαζί. Κι αν φτάσουμε στην μπάρα έτοιμοι να σπάσουμε τον κύκλο, έχει μεγάλη επουλωτική δύναμη ένα φλυτζάνι τσάι.»
Ναι, το «Baby Reindeer» γοήτευσε το κοινό του, αρχικά για το shock value του. Γιατί, πράγματι, είναι ένα θρίλερ. Με όλους τους κανόνες του είδους: σκοτεινή, ανατριχιαστική ατμόσφαιρα, αποπνικτική ένταση που χτίζεται και κορυφώνεται, βάναυσες (καλογυρισμένα) σκηνές, σφιχτά κοντινά, σφίξιμο στην καρδιά.
Αυτό όμως που το κάνει να συζητιέται είναι η φλέβα που χτύπησε. Το «Γιατί» που απαντήθηκε. Ακόμα κι αν η ερώτηση ήταν «γιατί να βλέπουμε τέτοιες σειρές». Γιατί είναι αναγκαίο να φωτίζουμε τα σκοτάδια, να αερίζουμε τα μπαούλα του υποσυνείδητου, να κοιτάμε κατάματα τη ρίζα όσων μάς σακάτεψαν.
Κι επειδή δε θα το κάνουμε ποτέ από μόνοι μας, και σίγουρα ποτέ μαζικά, έρχεται η ποπ κολτούρα ως Δούρειος Ιππος για να ανοίξουμε τις κερκόπορτες. Εχει μεγάλη δύναμη το μαζί. Κι αν φτάσουμε στην μπάρα έτοιμοι να σπάσουμε τον κύκλο, έχει μεγάλη επουλωτική δύναμη ένα φλυτζάνι τσάι.