Εχουν περάσει 25 χρόνια απ' όταν το «Gazon Maudit», το «Για Ολα Φταίει το Γκαζόν», βγήκε για πρώτη φορά στις ελληνικές αίθουσες, από τη Rosebud του Ζήνου Παναγιωτίδη, το 1995. Τώρα, η εταιρία ενηλικιώθηκε και λέγεται Rosebud.21, ο Ζήνος Παναγιωτίδης είναι ένας από τους πιο πετυχημένους και αξιόπιστους διανομείς της χώρας κι η ταινία της Ζοζιάν Μπαλασκό βγαίνει ξανά στις αίθουσες, στα θερινά σινεμά του ταλαίπωρου 2020, για να γιορτάσει τα γενέθλιά της και να μεταδώσει στους θεατές το κέφι της.
Αυτή είναι η ιστορία της Λολί (Βικτόρια Αμπρίλ), μητέρας δυο αγοριών και συζύγου του Λοράν (Αλέν Σαμπά), ο οποίος, ελαφρά τη καρδία, την απατά με την παραμικρή ευκαιρία. Οταν στο σπίτι και στη ζωή του ζευγαριού εισβάλει η ανοιχτά λεσβία Μαριζό (Ζοζιάν Μπαλασκό), η ερωτική έλξη ανάμεσα στις δύο γυναίκες είναι άμεση, εκρηκτική και τελείως αναπάντεχη για τον μπερδεμένο Λοράν. Η Λολί όμως έχει βρει την απόλυτη ερωτική και συντροφική ισορροπία: τρεις νύχτες στο ίδιο κρεβάτι με τον άντρα της, τρεις με την αγαπημένη της - και την Κυριακή ρεπό!
Θα έλεγε κανείς ότι τα ήθη έχουν αλλάξει πολύ τα τελευταία 25 χρόνια, αλλά βλέποντας ξανά το «Για Ολα Φταίει το Γκαζόν» και συγκρίνοντάς το με τις σύγχρονες γαλλικές (κι όχι μόνο) εμπορικές κωμωδίες, θα έλεγε κανείς ότι, τελικά, το σήμερα είναι τόσο πιο συντηρητικό και φοβισμένο. Ο Ζήνος Παναγιωτίδης μοιράζεται με το Flix.gr τις αναμνήσεις του από την πρώτη καριέρα της ταινίας.
Κάποιοι αιθουσάρχες πείστηκαν αμέσως, έλεγαν "θα είναι γαργαλιστικό" Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ταινία βγήκε τον Νοέμβριο του 1995 κι έκανε 40.000 εισιτήρια κι έκανε ακριβώς άλλα 40.000 το καλοκαίρι που ξαναβγήκε στα θερινά.»
«Είχα έναν πολύ αγαπημένο παραγωγό, Γάλλο, τώρα είναι 86 χρόνων, σαν τον Αλέν Ντελόν. Κι αυτός με αγαπούσε πάρα πολύ κι όχι απλώς αγόραζα συχνά από εκείνον ταινίες, αλλά στην πορεία με είχε υποστηρίξει και σε φιλμ που διεκδικούσαν όλοι, στον πρώτο και δεύτερο "Αστερίξ" όπου ήταν συμπαραγωγός, εκείνος μου είχε δώσει τον "Εραστή της Κομμώτριας", τη "Βασίλισσα Μαργκό", τα "Παιδιά της Χορωδίας". Στην αρχή της συνεργασίας μας, πήγαινα και τον έβλεπα στο Μιλάνο, στη MIFED. Μια φορά μου λέει, έχω κι αυτή την κωμωδία, είχε ένα αφισάκι μπροστά του, το "Gazon Maudit". Βλέπω τη φωτογραφία, του λέω, ρε 'συ Ζακ, η γαλλική κωμωδία δεν πάει στην Ελλάδα! Κι ήταν αλήθεια τότε: οι μόνες κωμωδίες που δούλευαν, ήταν αυτές με τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ και με τον Αντριάνο Τσελεντάνο κι αυτές μόνο στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα δεν έκαναν τίποτα. Μου λέει, θα δεις, είναι ιδιαίτερη ταινία, είναι και το θέμα αιχμηρό - τσίμπησα και την έκλεισα, δεν μπορούσα να του πω όχι. Την αγόρασα, χωρίς να την έχω δει. Οταν την είδα, ενθουσιάστηκα και είπα, ναι, δεν είναι η κλασική γαλλική κωμωδία. Και μέσω αυτής της ταινίας, συνδέθηκα εκ των υστέρων και με τη γαλλική κωμωδία ως διανομέας - η οποία τώρα δεινοπαθεί.»
Το «Για Ολα Φταίζει το Γκαζόν» έκανε την πρεμιέρα του στην Ελλάδα σε μια επίσης ξεχωριστή συγκυρία, στην πρώτη διοργάνωση των Νυχτών Πρεμιέρας, το 1995. Εκεί, όπως μπορείτε να δείτε παρακάτω (και σε μεγάλη ανάλυση στο gallery στο τέλος του άρθρου), προβλήθηκε στο αφιέρωμα στο νέο γαλλικό σινεμά «French Connection» (με «νέους» σκηνοθέτες, σαν τον Ζακ Οντιάρ και τον Αντρέ Τεσινέ)...
και, όπως διαβάζουμε στην περιγραφή της ταινίας, «ενέπνευσε ψυχοκοινωνικές συζητήσεις»!
Ο Ζήνος Παναγιωτίδης δεν δυσκολεύτηκε να πείσει τους αιθουσάρχες να εμπιστευτούν την ταινία: «Η εποχή ήταν διαφορετική για την αγορά μας, υπήρχε ένας αλληλοσεβασμός. Ακόμη κι εκείνοι που βρίσκονταν απέναντί μας, είχαν μπέσα. Εκανα τις συζητήσεις μου με τους αιθουσάρχες, ήταν άνθρωποι που μας πίστευαν, τους έλεγα ότι θα δουλέψει μια ταινία κι έλεγαν ναι. Πρέπει τότε να δουλεύαμε και μαζί με τον Γιώργο Τζιώτζιο, ήμασταν ένα ντουέτο αχτύπητο. Κάποιοι αιθουσάρχες πείστηκαν αμέσως, έλεγαν "θα είναι γαργαλιστικό" Το αποτέλεσμα ήταν ότι η ταινία βγήκε τον Νοέμβριο του 1995 κι έκανε 40.000 εισιτήρια κι έκανε ακριβώς άλλα 40.000 το καλοκαίρι που ξαναβγήκε στα θερινά. Και δεν εννοώ σε πέντε κινηματογράφους με διαφήμιση: παιζόντα όλο το καλοκαίρι, ασταμάτητα, σε όλα τα θερινά. Αυτή ήταν η ταινία που ανανέωσε τη γαλλική κωμωδία στην Ελλάδα.»