Εχουν περάσει 25 χρόνια απ' όταν το «Για Ολα Φταίει το Γκαζόν» πρωτοβγήκε στις ελληνικές αίθουσες - και κατέκτησε ανεπανάληπτα τα ταμεία - κι υπάρχουν δύο τρόποι να ξαναδεί κανείς σήμερα την ταινία, σαν να βρίσκεται στο 1995 και σαν να γυρίστηκε σήμερα. Το «Γκαζόν» επιβιώνει και στους δυο με μπρίο και θάρρος.
Στο κέντρο της ταινίας βρίσκεται η Λολί: Ισπανίδα στη Γαλλία, αλέγκρα, με την πικάντικη ομορφιά και το σφιχτό, παιχνιδιάρικο, μικροκαμωμένο κορμί της Βικτόρια Αμπρίλ, εδώ στον απολαυστικότερο εκτός Αλμοδόβαρ ρόλο της καριέρας της. Η Λολί ζει σ' ένα άνετο σπίτι, είναι νοικοκυρά, έχει δυο μικρούς γιους κι ένα σύζυγο, τον Λοράν (του Αλέν Σαμπά, σε μια χαμηλών τόνων, θαυμάσια ερμηνεία), που υπεραγαπά, παρότι πριν χρόνια τον έπιασε στα πράσα με μια άλλη γυναίκα. Η Λολί θα συντριβεί όταν συνειδητοποιήσει ότι ο Λοράν την απατά ακόμη, κατ' εξακολούθηση. Πάνω στην ώρα, θα περάσει από το σπίτι της, ως από μηχανής Θεά, η ανοιχτά λεσβία Μαριζό (της Ζοζιάν Μπαλασκό που ερμηνεύει με ευαισθησία, χιούμορ και χωρίς ίχνος σχηματικότητας). Η Μαριζό θα πολιορκήσει τη Λολί κι εκείνη θα θυμηθεί τι σημαίνει να είσαι επιθυμητή. Διεκδικώντας την ευτυχία της, τη σεξουαλική ικανοποίηση και την οικογένειά της, η Λολί θα εφαρμόσει ένα δαιμόνιο σχέδιο: τρεις μέρες της εβδομάδας θα κοιμάται με τη Μαριζό, τρεις με τον Λοράν και την Κυριακή θα ξεκουράζεται.
Η Μπαλασκό είχε, το 1995, ήδη μια μακρά καριέρα ως ηθοποιός και τρεις σκηνοθετικές υπογραφές. Μ' αυτή, την τέταρτη ταινία της, που έγραψε μαζί με την Τέλσι Μπούρμαν και τον Πατρίκ Ομπρέ, κέρδισε το Σεζάρ Σεναρίου, βρέθηκε υποψήφια για το Ξενόγλωσσο Οσκαρ, έκοψε τέσσερα εκατομμύρια εισιτήρια στη Γαλλία (80.000 στην Ελλάδα) κι έβαλε για πάντα τη σφραγίδα της, όχι μόνο στη γαλλική κωμωδία, αλλά και στο κύμα του σινεμά που διερεύνησε τη νέα προσέγγιση της σεξουαλικότητας και της οικογένειας.
Ως mainstream ταινία, μια εμπορική κωμωδία, το «Γκαζόν» δεν πέφτει στην παγίδα των στερεοτύπων, δεν εκμεταλλεύεται καμία σχέση και κανέναν ήρωα για το εύκολο γέλιο, δείχνει τρυφερότητα και συμπάσχει... ισοσκελώς μ' αυτό το ρομαντικό τρίγωνο. Φυσικά, οι εξελίξεις είναι ελαφρώς απλοϊκές, αλλά αυτή η ευκολία εξυπηρετεί ένα δύσκολο έργο, να μεταφέρει στο ευρύ κοινό την πεποίθηση ότι στο κυνήγι της προσωπικής ευτυχίας όλες οι επιλογές είναι εξίσου σεβαστές. Επιπλέον, στημένη στην ηλιόλουστη, γραφική Αβινιόν (ούτε καν στο Παρίσι), σκηνοθετημένη με σκανταλιάρικο κέφι και μια βαθιά ευαισθησία, η ταινία είναι και χάρμα οφθαλμών και αφοπλιστικά διασκεδαστική, μια χαριτωμένη παρέα που, με τρόπο ανώδυνο, διοχετεύει κοινωνική παιδεία.
Στην Ελλάδα, το 1995, ζούσαμε την τρίτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, το Pride απείχε ακόμα δεκαπέντε χρόνια από την πρώτη διοργάνωσή του στην Αθήνα κι η κοινωνία ζούσε, στην καλύτερη-καλύτερη περίπτωση, στη σφαίρα του «ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει στο κρεβάτι του, αρκεί να μην τον βλέπω». Σήμερα, που η γαλλική κωμωδία έχει, πια, επιβληθεί στα καλοκαίρια μας, η επιτυχία είναι ο συντηρητισμός ενός «Θεέ μου τι σου Κάναμε;», για να μην πιάσουμε καν τις ελληνικές εμπορικές κωμωδίες του απροκάλυπτου «λαϊκού» ρατσισμού και σεξισμού. Απόδειξη, όχι μόνο του ότι η Μπαλασκό μας χάρισε μια ευρείας αποδοχής ταινία έξυπνη, φρέσκια και αιχμηρή, αλλά και του ότι την εποχή της μαχητικής διεκδίκησης δικαιωμάτων, η mainstream συνείδηση έχει κάνει μπόλικα βήματα πίσω.