Λίγο πριν την παγκόσμια πρεμιέρα της νέας ταινίας του Αλεχάντρο Γκονζάλες Ινιάριτου, κοιτάζοντας την αφίσα που κοσμούσε τους δρόμους του Λίντο ήταν εύκολο να μπερδέψει κανείς την σιλουέτα του αναμαλλιασμένου πρωταγωνιστή Ντανιέλ Γιμένεζ Κάτσο με εκείνη του ίδιου του Ινιάριτου. Λίγο μετά την παγκόσμια πρώτη προβολή ωστόσο, έγινε πλέον φανερό ότι αυτή η ομοιότητα δεν ήταν απλά μια τυχαία εικαστική λεπτομέρεια αλλά η επίμονη προσπάθεια του Ινιάριτου να σιγουρέψει ότι ακόμα και ο πιο ανυποψίαστος θεατής της ταινίας θα καταλάβει πόσο προσωπικό και αυτοαναφορικό είναι το «Bardo» του, ή όπως αναλύει και ο υπότιτλος «το εσφαλμένο χρονικό ενός συνόλου αληθειών».
Γιατί αυτό είναι στην πραγματικότητα το νέο φιλμ του Μεξικανού auteur που συνήθως δεν έχει και την καλύτερη σχέση με το μέτρο και την διακριτικότητα: ένα πομπώδες, επικό, θορυβώδες αλλά και χαοτικό ταξίδι στην μνήμη του ίδιου και της χώρας του, που κινείται θεματικά στην περιοχή του «Ρόμα» του Αλφόνσο Κουαρόν αλλά εικαστικά αντλεί τόσο από το βιβλίο των SOS του Φελίνι όσο και από τις πρόχειρες σημειώσεις ενός θαυμαστή της σουρεαλιστικής εικονοκεντρικής αφήγησης του Αλεχάντρο Χοδορόφσκι.
Διαρκώντας αναμενόμενα (κάτι λιγότερο) από τρεις ώρες, το «Bardο» του Ινιάριτου ακολουθεί έναν Μεξικανό δημοσιογράφο και σκηνοθέτη ντοκιμαντέρ (ο Ντανιέλ Γιμένεζ Κάτσο – όπως και η ίδια η ταινία – ταλαντεύεται ανάμεσα στην εσωτερικότητα και την εκρηκτική υπερβολή) τις λίγες μέρες που υπολείπονται μέχρι την βράβευσή του από έναν αμερικανικό δημοσιογραφικό σύλλογο, κίνηση που για τον ίδιο δεν είναι απλά θέμα τιμής αλλά και αποδοχής, ένα γεγονός που θα δικαιώσει την πίστη του ότι η Αμερική είναι το σπίτι του (όσο κι αν οι ελεγκτές των αεροδρομίων έχουν διαφορετική άποψη).
Στη διάρκεια αυτών των ημερών, ο εν λόγω δημοσιογράφος θα έρθει αντιμέτωπος με την προσωπική του ιστορία, τα τραύματα του παρελθόντος του, το σκοτάδι της συλλογικής ιστορίας της χώρας του και με τη ίδια την έννοια της ταυτότητας, σε μία εικαστικά έντονη αφήγηση όπου η φαντασία συναντά το όνειρο και ο μαγικός ρεαλισμός προσδίδει στην πραγματικότητα μια εντελώς μοναδική διάσταση.
Ή τουλάχιστον στην θεωρία, καθώς αυτό που τελικά αποτυπώνεται στην οθόνη είναι ουσιαστικά ο δεκάλογος της κινηματογραφικής γλώσσας του Ινιάριτου, μεγεθυμένος με παραμορφωτικό φακό ικανό να αποκαλύψει κάθε καλό μα και, ατυχώς, και κάθε κακό της τεχνικής του δημιουργού: ένα συνονθύλευμα δηλαδή ευφυών συλλήψεων και εμμονικών κινηματογραφικών τεχνασμάτων.
Γιατί για κάθε ιδιοφυή σκηνή μιας γέννας που δεν πηγαίνει όπως θα έπρεπε, υπάρχει μια χονδροειδής αφήγηση για το τραυματικό παρελθόν του Μεξικό. Για κάθε αριστοτεχνική απεικόνιση ενός εγκεφαλικού, υπάρχει μια χιλιοειπωμένη νεανική ερωτική φαντασίωση. Για κάθε ποιητική «πτήση» φυγής (όπως αυτή που ανοίγει και κλείνει κυκλικά την ταινία), υπάρχει μια γκροτέσκα φάρσα που αναδεικνύει χωρίς λεπτότητα την εκκεντρικότητα του πρωταγωνιστή. Και για κάθε σινεφίλ κλείσιμο του ματιού στον κόσμο του σινεμά, υπάρχει μια εξαναγκασμένη αναφορά στο υπερβατικό σινεμά του Φελίνι (σαν να μην ήταν αρκετός ο φόρος τιμής που αποτίει ο Πάολο Σορεντίνο τόσα χρόνια) και μια απελπισμένη σχεδόν ανάγκη για οπτική ευρεσιτεχνία που αντί για δέος, προφέρει βάρος στην αφήγηση ακριβώς γιατί εμφανίζεται όχι οργανικά αλλά ως προγραμματισμένος μηχανισμός.
Oλα αυτά σαφώς δεν σημαίνουν ότι ο Ινιάριτου δεν είναι ικανός σκηνοθέτης, δεν περίμενε κανείς το «Bardo» για να βγάλει αυτό το συμπέρασμα. Αυτή τη φορά όμως, η ανάγκη του για να αναγνώριση είναι μεγαλύτερη από ποτέ, ωθώντας τον ακόμα και σε επαναλήψεις ή επεξηγήσεις (όπως το τελευταίο τέταρτο της ταινίας που προσπαθεί να αιτιολογήσει τις σουρεαλιστικές παρεμβάσεις πρωτύτερων σκηνών) που εκθέτουν περισσότερο την ανασφάλειά του και όχι το ταλέντο του.
Η αυταναφορικότητα είναι ίσως ένα από τα δυνατότερα όπλα στα χέρια ενός δημιουργού, όταν αυτή οδηγεί στην αλήθεια. Ατυχώς όμως ο Ινιάριτου, παραδόθηκε περισσότερο στο «εσφαλμένο χρονικό» παρά στο «σύνολο των αληθειών» της αφήγησής του.