Με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Κιμμέρια», που συμμετέχει στο τμήμα Ξεπερνώντας τα Σύνορα του Ελληνικού Προγράμματος, ο Σάιμον Φαρμακάς παρουσιάζει μια εμπορικών προδιαγραφών κωμωδία, με πινελιές φολκλόρ και τραγωδίας που, τουλάχιστον ως το φορτωμένο φινάλε της, εκπληρώνει το στόχο της.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σ' ένα μικρό (φανταστικό) κυπριακό χωριό που, όπως όλα τα χωριά κι ακόμα παραπάνω, στελεχώνεται από γραφικούς, ενίοτε χαριτωμένους, ήρωες. Εκεί, μια φωτεινή μέρα, θα πέσει ένα... ούφο από τον ουρανό, ένα σφαιρικό πυρακτωμένο αντικείμενο και θα προσγειωθεί στη νεκρή ζώνη, στο χωράφι του Σκεύου. Ο Σκεύος είναι ένας συμπαθής loser, επιβαρυμένος με τα χρέη του πατέρα του: αγαπά τη Μαρία που διαγωνίζεται στα τοπικά καλλιστεία της γιορτής της πατάτας και ψάχνει να βρει αν ζει η Σουηδέζα μητέρα του.
Ο Σκεύος θα θελήσει να πουλήσει μυστικά το ούφο σ' έναν τοκογλύφο για να ξεχρεώσει κι οι υπόλοιποι χωριανοί, από τις Αρχές ως τον καφετζή, το θέλουν για δικούς τους σκοπούς: μόνο που το ούφο είναι μέρος ενός διεθνούς συστήματος εντοπισμού κι έτσι το διεκδικούν επιπλέον ο ΟΗΕ, οι Βρετανοί και οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Κι έτσι ξεκινά ένα ανθρωποκυνηγητό με ιερό δισκοπότηρο για όλους τους υπόλοιπους το ούφο και για τον Σκεύο κάτι εξίσου άπιαστο, την ευτυχία.
Ο Σάιμον Φαρμακάς χτίζει την ταινία του πάνω σε μια κωμικότητα που τείνει προς το παράδοξο, προς την ανθρώπινη γελοιότητα, αλλά και προς τη διακριτική λαογραφία. Με γοργό ρυθμό αποτυπώνει μια κοινότητα φορτωμένη από τις συντηρητικές παραδόσεις της, με ανθρώπους ευέξαπτους, έτοιμους να επιτεθούν σ' όποιον θελήσει (άλλο ένα) κομμάτι από την εμβληματικά διαχωρισμένη γη τους. Ολοι μιλούν όλοι μαζί, όλοι είναι έτοιμοι ν' αρπαχτούν ή να... τ' αρπάξουν, σε μια αφήγηση που, αφήνοντας στο πλάι τις μυθολογικές αναφορές της, αποτελεί μια συμβατική λαϊκή κωμωδία ηθών.
Διαβάστε και δείτε περισσότερα: «Κιμμερία» του Σάιμον Φαρμακά | Ενας μύθος που ξεκινά από τον Ομηρο και φτάνει στη σύγχρονη ελληνοκυπριακή Ιστορία
Ο Αθως Αντωνίου στον πρωταγωνιστικό ρόλο διατηρεί μια ελκυστική αμηχανία, μια πηγαία απορία για τα μυστήρια της ζωής, ενώ οι δεύτεροι ρόλοι χτίζονται με χιούμορ και με την Κίκα Γεωργίου να λάμπει από ομορφιά, στο ρόλο της ωραίας του χωριού. Εστω κι αν σ' αυτά ο Φαρμακάς προσθέτει εντελώς καταχρηστικά τον ήρωα του (κατά τα άλλα θαυμάσιου ηθοποιού) Μάριου Ιωάννου που, χωρίς αιτία και χωρίς βάθος, αποκαλύπτεται ως τραβεστί για να... γελάσει παραπάνω ο κόσμος, ή για μια αίολη τραγική νότα;
Από τη στιγμή που οι εκπρόσωποι όλων των αντιμαχόμενων πλευρών (στη διεκδίκηση του ούφο) βρίσκονται στον ίδιο τόπο και η ταινία οδεύει προς την κορύφωσή της, ο Φαρμακάς επιλέγει ν' αλλάξει το ύφος του και να του προσδώσει έντονα δραματικά στοιχεία που, μαζί μ' ένα σεναριακό ξεσάλωμα υπερβολής, στέλνουν το φιλμ σε μια κατεύθυνση που αδικεί το πρώτο μέρος του. Το οποίο, χωρίς απαιτήσεις και μεγαλύτερες φιλοδοξίες, μια χαρά θα στεκόταν ως μια προσιτή εμπορική κωμωδία για το εγχώριο κοινό.