«Η ταινία ονομάζεται "Κιμμέρια" και στην ταινία είναι το όνομα ενός φανταστικού χωριού στη Σουηδία, από όπου κατάγεται η μητέρα του ήρωα. Οπως αναφέρεται στον Ομηρο, στην Κιμμέρια βρισκόταν η είσοδος για τον Αδη. Ηταν μια πόλη όπου η μέρα διαρκούσε μόνο μια ώρα...»
Διαβάστε ακόμη: Αυτές είναι οι ελληνικές ταινίες του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Ενα ιπτάμενο σφαιρικό αντικείμενο πέφτει από τον ουρανό μέσα σ’ ένα χωράφι που εμπίπτει στη νεκρή ζώνη, δίπλα από ένα απομονωμένο χωριό της Κύπρου. Το χωράφι αυτό ανήκει στον Σκεύο, τον ήρωα της ιστορίας. Οταν ο Σκεύος αποφασίζει να το ξεθάψει και να το εκμεταλλευτεί για να ξοφλήσει ένα χρέος που έχει, τα πράγματα περιπλέκονται. Οι χωριανοί προσπαθούν να εκμεταλλευτούν το «ΟΥΦΟ» για δημόσια προβολή του απομονωμένου τους χωριού, ενώ η μικρή ξένη εταιρεία περισυλλογής δεδομένων στην οποία ανήκει το αντικείμενο στέλνει τον άνθρωπό της στην περιοχή για να το ανακτήσει.
«Το "Κιμμέρια" ταιριάζει επίσης με τη Χίμαιρα - το μυθικό τέρας, ένα τρίμορφο όν που αποτελούνταν από το συνδυασμό διαφορετικών και ετερόκλητων στοιχείων: λιοντάρι, κατσίκι και φίδι. Κάπως σαν την Κύπρο. Αλλη ερμηνεία εξάγεται από το κυνήγι της Μεγάλης Χίμαιρας, του άπιαστου ονείρου, του ανέφικτου. Οπως τους χωριανούς που θέλουν να πιστεύουν στα Ούφο και τον Σκεύο που θέλει να πιστεύει πως η αποθανούσα μητέρα του, ζει. Πέραν από αυτά, προτίμηση μου εμένα είναι η σχέση του τίτλου με τη χειμερία νάρκη, που λίγο πολύ εμάς τους Ελληνες Κύπριους μας βολεύει. Χειμερία-Κιμμέρια...»
Είναι μία ταινία για την κρίση; Την ηθική ή την οικονομική; Είναι κωμωδία ή δράμα; «Είναι παρωδία. Πέραν του βασικού στόρι, μιας γελοίας κατάστασης που ξεκινά από ένα ασήμαντο γεγονός, η ταινία κάνει αναφορές σε συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές ανησυχίες του μέσου Κύπριου, με την αναζήτηση "ταυτότητας" να αναφέρεται ξεκάθαρα ως η πιο βασική, με επιπλέον αναφορές το "Τολμών Νικά" και την έννοια της χαμένης "μάνας". Η ταινία είναι μισή κωμωδία και μισή δράμα. Είναι μοιρασμένη ακριβώς στη μέση. Στο πρώτο μισό, παρουσιάζεται μια κωμική, αφελής κοινότητα, σχεδόν γκροτέσκ, που ζει και βασιλεύει απομονωμένη από την πραγματικότητα. Γι' αυτό και προσπαθήσαμε να μην υπάρχει στην ταινία ταύτιση με συγκεκριμένη χρονολογία ή περίοδο όπου διαδραματίζεται. Είναι ένα κοινότυπο κυπριακό χωριό, με χαρακτήρες και κοινότυπα προβλήματα. Για του λόγου το αληθές, ίσως η πιο κωμική σκηνή του πρώτου μισού να είναι η σκηνή όπου αναπαρίσταται η γελοιότητα του στάτους στη νεκρή ζώνη και η παρουσία στην Κύπρο "ξένων δυνάμεων". Στο δεύτερο μέρος, όμως, το παραμύθι... απομυθοποιείται, η πραγματικότητα είναι σκληρή, και η ταινία αποκτά έναν δραματικό χαρακτήρα στο πλαίσιο μιας υπερβολής. Ολα είναι μια υπερβολή στην ταινία. Τα εφέ, οι χαρακτήρες, οι καυγάδες, οι καταστάσεις, η πλοκή, η ταινία. Είναι ένας μικρόκοσμος της κυπριακής πραγματικότητας με την παρακμή της ηθικής που μας χαρακτηρίζει.»
Ποια η διαφορά του να κάνει κανείς σινεμά στην Κύπρο από το να κάνει σινεμά στην Ελλάδα; Γιατί ένας κινηματογραφιστής να επιμένει απέναντι σε τόσες δυσκολίες; «Στο ίδιο καζάνι είμαστε. Η κυπριακή και η ελληνική αγορά είναι περιορισμένες αριθμητικά. Είτε θα κάνεις ταινίες που ελκύουν και ξένο ακροατήριο, λάιτ ή εύπεπτες, ή θα κάνεις ταινίες με θεματικές που αφορούν κοινές ανθρώπινες ανησυχίες, σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο, ταινίες ας πούμε φεστιβαλικές - όρος που για μένα δεν τις εκπροσωπεί, αλλά έτσι συνηθίζεται να περιγράφονται...»
«Μια καλή ιδέα, πάντως, είναι να ξεκινά η συνεργασία από το σενάριο. Υπάρχει και κρατική και ευρωπαϊκή στήριξη σε εργαστήρια σεναρίων όπου η ιδέα μιας ιστορίας αναπτύσσεται και παρουσιάζεται σε ντόπιους και ξένους παραγωγούς, που με τη σειρά τους εμπλέκονται και στηρίζουν την παραγωγή της ταινίας από την αρχή. Σε αυτό το πλαίσιο, ως κινηματογραφιστής, ίσως το μεγαλύτερο ζητούμενο σήμερα είναι να καταφέρεις να βρεις τον τρόπο μέσα από όλη αυτή την πολυπολιτισμική και πολυμερή διαδικασία, να διατηρήσεις την ταυτότητά σου ως δημιουργός. Αλλά αυτό στην τέχνη υπάρχει από πάντα, έτσι; Και στη μουσική και στη ζωγραφική...»
«Από την άλλη, όμως, πιστεύω πως θα γίνονται πάντα ταινίες με θέματα που αφορούν σε απόλυτα προσωπικό επίπεδο τον δημιουργό. Ταινίες που απλά πρέπει να γίνουν. Πάση θυσία. Που βγαίνει από κάτι μέσα μας που κοντεύει να σκάσει. Οπως τον Ευρωπαίο κυνηγό μαμούθ, πριν καμιά 30.000 χρόνια, σε μια περιοχή στη νότια Γαλλία, που αντί να είναι έξω να κυνηγάει για να φάει, για κάποιο λόγο ένιωσε την έντονη ανάγκη να μπει σε μια κρύα, σκοτεινή σπηλιά και να ζωγραφίσει τις σκηνές από το κυνήγι. Λύκους, βουβάλια και αντιλόπες. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ασχολούμαστε με ιστορίες που είναι κατανοητές στον μέσο Ισπανό, Γάλλο, Ιταλό. Σήμερα, οι Ελληνες δημιουργοί προσαρμόζονται σιγά σιγά στο να κάνουν ευρωπαϊκό σινεμά. Επειδή αν θέλουμε οι ιστορίες αυτές να ταξιδεύουν, τότε αυτό πρέπει να κάνουμε, σωστά; Είναι ένα ερώτημα που περιφέρεται από την αρχή του σινεμά μας. Αφορά και την ιδιαιτερότητα της γλώσσας μας. Και στη δική μας περίπτωση, της διαλέκτου. Τέλος πάντων, θέλει ψάξιμο. Θέλει δουλειά. Δεν υπάρχει συνταγή επιτυχίας. Ο,τι και να λέμε...»
Δείτε παρακάτω το τρέιλερ.
Κιμμέρια
Σκηνοθεσία/Σενάριο: Σάιμον Φαρμακάς | Παραγωγής: Αντώνης Φαρμακάς, Σάιμον Φαρμακάς, Στέφανος Φαρμακάς, Κίκα Χατζηκουμή, Κωνσταντίνος Νικηφόρου | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Βλαντιμίρ Σούμποτις | Μοντάζ: Σάιμον Φαρμακάς, Αλίκη Παναγή | Μουσική: Αντώνης Αλετράς | Σκηνογραφία: Λίζα Τζουλουπά | Ενδυματολογία: Κατερίνα Τάκα | Πρωταγωνιστούν: Κωνσταντίνος Αλκιβιάδης, Αθως Αντωνίου, Κίκα Γεωργίου, Τιμ Αχερν, Πίτερ Μπρουκ, Πάμπος Χαραλάμπους, Δημήτρης Δημητρίου, Ελενα Δημητρίου, Κρίστοφερ Γκρέκο, Μάριος Ιωάννου, Ανδρούλα Ηρακλέους
Το «Κιμμέρια» του Σάιμον Φαρμακά θα προβληθεί την Παρασκευή 2 Νοεμβρίου, στις 19:30, και το Σάββατο 3 Νοεμβρίου, στις 13:00 - και οι δύο προβολές στην αίθουσα Τζον Κασαβέτης