Φεστιβάλ / Βραβεία

60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος

στα 10

14 ταινίες από όλον τον κόσμο βλέπουν τον κόσμο από πολύ ψηλά και διεκδικούν τα μεγάλα βραβεία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Flix Team
60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: Το Flix βλέπει και γράφει για όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού Τμήματος

Η ομάδα του Flix στο 60ό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης είναι οι Λήδα Γαλανού, Πόλυ Λυκούργου, Μανώλης Κρανάκης, Δημήτρης Δημητρακόπουλος, Τάσος Χατζηευφραιμίδης, Ρόμπυ Εκσιέλ, Θοδωρής Δημητρόπουλος.

Δεκατέσσερις ταινίες αποτελούν φέτος το Διαγωνιστικό Τμήμα του εορταστικού 60ού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Η επιλογή τους έγινε με πυξίδα το φαινόμενο της «πανοραμικής εντύπωσης» (Overview Effect), το οποίο έκανε τους αστροναύτες να δουν τη Γη ως μια ολότητα χωρίς σύνορα, μια κοινή εστία χωρίς διαφορές, και βοήθησε την ανθρωπότητα να αντιληφθεί διαφορετικά τους φόβους, τις ελπίδες, την ουτοπία, την πραγματικότητα και την απογοήτευση που συνοδεύουν τα επίγεια.

Το Flix βλέπει καθημερινά όλες τις ταινίες του Διεθνούς Διαγωνιστικού και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του.

Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί φέτος από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι και τις 10 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες.

Rialto 607

Ριαλτο του Πίτερ Μάκι Μπερνς | 2019, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο

Ο Κολμ είναι ένας σαραντάρης εργαζόμενος στο εμπορικό λιμάνι του Δουβλίνου, ο οποίος καθημερινά προσπαθεί να βρει την ισορροπία ανάμεσα στις οικογενειακές απαιτήσεις της συζύγου και των δύο παιδιών του και τις προσωπικές, θολές αναζητήσεις του. Εχοντας βιώσει πρόσφατα την απώλεια του πατέρα του, ο Κολμ επιζητά ταυτόχρονα την απελευθέρωση από την πατρική παρουσία που σχεδόν κατέστρεψε τη ζωή του αλλά και μια ασφαλή αγκαλιά για να εκφράσει κάθε του ανασφάλεια, κάτι που – κατά τον ίδιο – δεν μπορεί να βρει στη συζυγική εστία. Η γνωριμία του με έναν νέο άντρα μπορεί να ξεκινά από το αγοραίο σεξ, όμως στην πορεία του δίνει τη δυνατότητα να εξερευνήσει τις καταπιεσμένες πλευρές του εαυτού του.

Αυτό που ξεκινά ως μια σχεδόν εκβιαστική συνάντηση, για τον Κολμ μετατρέπεται σταδιακά σε μία πιθανή διέξοδο από κάθε σκιά της καθημερινότητας, μόνο που το σενάριο του Μαρκ Ο’Χάλοραν, διασκευή του δικού του θεατρικού του έργου, δεν προσφέρει ούτε εύκολες διαδρομές διαφυγής ούτε και απατηλές ψευδαισθήσεις για ένα ανώδυνο happy end. Αντιθέτως, κάθε στάδιο της διαδρομής είναι και μία ακόμη σύγκρουση, κάθε νέα πόρτα παρεμποδίζει ακόμα περισσότερο την πορεία προς την έξοδο και κάθε νέα απόφαση οδηγεί σε ένα επίπονο δίλημμα, Ενας φαύλος κύκλος που αποτυπώνεται γλαφυρά στο πρόσωπο του Τομ Βόγκαν-Λόλορ, ο οποίος μεταδίδει τον εσωτερικό πόλεμο του Κολμ με το σάστισμα της ματιάς του, με το τραύλισμα των διαλόγων του, με το καμπούριασμα της πλάτης του, με την σιωπή που προηγείται κάθε του κίνησης. Είναι μια ερμηνεία που προσφέρει και το ισχυρότερο εργαλείο στην αφήγηση του Ιρλανδού Πίτερ Μακί Μπερνς, παρόλο που ο θεατής δεν μαθαίνει ποτέ πραγματικά τον Κολμ. Οσο κι αν επιθυμεί κανείς να τον πλησιάσει, μένει τελικά να τον παρατηρεί μεν με συμπόνια αλλά από απομακρυσμένη ασφάλεια. Ακριβώς όπως και την ίδια την ταινία (του). Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για την ταινία. Δ.Δ.

lilian

Λίλιαν του Αντρέας Χόρβατ | 2019, Αυστρία

Μια κοπέλα, νέα, με τη ρωσική ομορφιά των ψηλών ζυγωματικών, ψάχνει για δουλειά - σε πορνοταινίες. Δεν βρίσκει ούτε κι εκεί, είναι «ανειδίκευτη» και η βίζα της έχει μόλις λήξει, είναι μετανάστης στη Νέα Υόρκη. Η κοπέλα, η Λίλιαν, αποφασίζει να γυρίσει πίσω στην ασφάλεια της πατρίδας της, διασχίζοντας την αμερικανική ενδοχώρα με τα πόδια, ως την Αλάσκα - και παραπέρα;

Οτι στο «Λίλιαν» παραγωγός είναι ο Ούλριχ Ζάιντλ δεν περνά στιγμή απαρατήρητο: το ντεμπούτο του επίσης αυστριακού ντοκιμαντερίστα, Αντρέας Χόρβατ, στη μυθοπλασία, έχει την ίδια πρόθεση να σοκάρει, να αντιστίξει, με μια «απλή» παρατήρηση, τόσο σκόπιμα στοχευμένη. Ο Χόρβατ στηρίζεται στην πραγματική ιστορία της Λίλιαν Ολινγκ που, το 1926, ακολούθησε την ίδια διαδρομή, με τα πόδια, προς την πατρίδα ή προς το τέλος της. Σ' αυτήν εδώ τη μεταφορά της, η (εικαστικός και όχι ηθοποιός) Λίλιαν περπατά, σε μια κατάσταση προοδευτικής διάλυσης, μέσα στην Αμερική κι όλο προς τον Βορρά, σε τόπους που επίσης διαλύονται, οικονομικά και κοινωνικά. Το γκροτέσκο της ταινίας δεν είναι επιτηδευμένο, αναδύεται από την ίδια την αμερικανική κουλτούρα, τη σάρκα, τη φύση. Τραβηγμένη σε σινεμασκόπ, για να περιβάλλει τη Λίλιαν μ' ένα ακόμα πιο απέραντο τίποτα, σκιαγραφεί τη σύγχρονη Αμερική του Τραμπ, ξεφτισμένη και αφιλόξενη, όσο μια κοπέλα διώκεται από παντού, άφωνη, χωρίς να μπορεί να αρθρώσει ούτε μια λέξη. Κι αν κάποιοι από τους συμβολισμούς του Χόρβατ είναι υπερβολικά προφανείς, ως και διδακτικοί, το παρελθόν των βετεράνων του Βιετνάμ, μια πλαστική κούκλα που γίνεται σύντροφος αθωότητας, μια φάλαινα που τεμαχίζεται αργά και βασανιστικά, το μήνυμά του έρχεται διαπεραστικό και οξύ, σαν την πρώτη γουλιά κόκα-κόλα. Λ.Γ.

Swallow

«Κατάποση» του Κάρλο Μιραμπέγια-Ντέιβις | 2019, ΗΠΑ, Γαλλία

Η Χάντερ είναι μία τυχερή κοπέλα. Παντρεύτηκε τον Ρίτσι – νεαρό επιχειρηματία και γόνο εύπορης οικογένειας. Οι γονείς του τούς αγόρασαν και μια μοντέρνα βίλα, απομονωμένη σε μακρινό προάστιο της Νέας Υόρκης. Εκείνος φεύγει κάθε πρωί για δουλειά με τα ατσαλάκωτα κουστούμια του, εκείνη μένει πίσω για να φυτεύει τα παρτέρια της πισίνας, να του μαγειρεύει γκουρμέ δείπνα και να τον περιμένει να επιστρέψει φορώντας λαμπερό κραγιόν κι ακόμα πιο λαμπερά βλέμματα. Οταν όμως η Barbie καταλάβει ότι έχει παγιδευτεί με τον Ken στην άψυχη ζωή στο κουκλόσπιτό τους, θα αντιδράσει περίεργα. Πάντα κατάπινε τα πράγματα, τώρα το κάνει στην κυριολεξία. Μπίλιες, πινέζες, μικρές μπαταρίες, κοσμήματα, παραμάνες, σελίδες από το βιβλίο που διαβάζει. Ενα βιβλίο καθοδήγησης για να γίνει η τέλεια μαμά – δώρο της πεθεράς της, καθώς η Χάντερ περιμένει παιδί. Ή μάλλον ο Ρίτσι και οι οικογένειά του περιμένουν απόγονο. Οταν το μυστικό της αποκαλυφθεί, θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει μετωπικά τη ζωή της και να πάψει να καταπίνει. Οχι πράγματα, αυτό θα συνεχίσει πεισμωμένα να το κάνει, αλλά καταπίεση.

Ο Κάρλο Μιραμπέγια-Ντέιβις κατασκευάζει ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο που τολμά να φλερτάρει με το σύμπαν του Χίτσκοκ, του Λιντς και του Πολάνσκι. Ο αγώνας της γυναίκας να αποκτήσει φωνή, ταυτότητα, υπόσταση – πέρα από τους τίτλους της συζύγου και της μητέρας. Το σύμβολο της κατάποσης που λειτουργεί αμφίδρομα (το μωρό, για παράδειγμα, μοιάζει να το έχει καταπιεί και να την έχει καταπιεί κι αυτό με τη σειρά του). Η κινηματογραφική παρατήρηση της ψύχωσης και πώς αυτή χρησιμοποιείται ως εργαλείο χειρισμών υποταγής του γυναικείου φύλου. Με μία υπέροχη ηθοποιό στα ηνία (η Χάλεϊ Μπένετ κέρδισε επάξια το Βραβείο Γυναικείας Ερμηνείας στο Φεστιβάλ της Tribeca με την αριστοτεχνική της εκφραστικότητα) ο Μιραμπέγια-Ντέιβις κορυφώνει την υπαρξιακή εμβάθυνση, την μελέτη του υποσυνείδητου, το φεμινιστικό σχόλιο και την ένταση στο δεύτερο μισό της ταινίας και κερδίζει τα στοιχήματα. Γιατί στο πρώτο μισό, ομολογούμε ότι μάς είχε χάσει. Η (ηθελημένη) επιλογή των φωτισμών και του design της ταινίας έδινε την αίσθηση περισσότερο σαπουνόπερας, παρά ενός ψυχαναλυτικού θρίλερ με ατμόσφαιρα, υπόσταση και πολιτικό σχόλιο. Αν κάποιος μπορεί να καταπιεί το πρώτο μισό της ταινίας περιμένοντας με υπομονή, το δεύτερο μέρος θα τον επιβραβεύσει. Π.Λ.

Fire will come

«Θα 'ρθει η Φωτιά» του Oλιβερ Λάσε | 2019, Ισπανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο

O Aμαντόρ αποφυλακίζεται κι επιστρέφει στο μικρό φτωχικό χωριό του σε μια ορεινή περιοχή της Γαλλικίας. Οι κάτοικοι είναι κτηνοτρόφοι, όπως και η ηλικιωμένη μητέρα του, αλλά οι παιδικοί του φίλοι και γείτονες προσπαθούν να πιάσουν την καλή κατασκευάζοντας τα ερειπωμένα σπίτια του χωριού για να προσελκύσουν τουρίστες. Ενα όνειρο που στηρίζεται στην φύση που τους περιτριγυρίζει: δάση, πυκνή βλάστηση, ένας ακατέργαστος παράδεισος. Μόνο που η επιστροφή του Αμαντόρ φέρνει αναστάτωση. Ο μεσήλικας άντρας είχε καταδικαστεί ως εμπρηστής. Μπορεί το δικαστικό σύστημα να θεώρησε ότι τμωρήθηκε αρκετά, αλλά μπορούν να τον εμπιστευτούν και οι γύρω του; Ή όταν θα έρθει η φωτιά, γιατί πάντα μία φωτιά θα έρθει, θα είναι αυτόματα ένοχος;

Ο Ολιβερ Λάσε με την πρώτη σεκάνς αυτής της τρίτης ταινία του («You Are All Captains», «Mimosas») δηλώνει ξεκάθαρα ποιο μέρος παίρνει. Της φύσης. Κινηματογραφεί το ύψος των δέντρων, το θρόισμα των φύλλων, την παχιά τους σκιά με το μεγαλείο που τους αξίζει – αφιερώνοντας αρκετά λεπτά της ώρας πριν ξεκινήσει η δράση. Οταν τα δέντρα πέφτουν, το ένα μετά το άλλο, έχει παρέμβει ο άνθρωπος. Και τότε ο Λάσε ξεκινά να μελετά και την ανθρώπινη φύση. Με όχημα το παρελθόν του ως ντοκιμαντερίστας και χρησιμοποιώντας μόνο ερασιτέχνες ηθοποιούς (αριστούργημα ο πρωταγωνιστής, αλλά και η μάνα) ο Λάσε παρατηρεί τα μικρά, τα απλά και τα «ασήμαντα» που είναι η ζωή. Από το ψωμί που θα ψήσεις στη θράκα και το χάδι που θα δώσεις στο σκύλο σου μέχρι τον ενοχικό τρόπο που θα πιεις την μπύρα σου στο καφενείο του χωριού ανάμεσα σε ζευγάρια μάτια που σε κρίνουν. Ναι, η ταινία είναι κι αυτή «μικρή», ήσυχη με ένα δράμα που σιγοκαίγεται, μέχρι να καταλάβεις ότι θα φουντώσει απότομα κι ανεξέλεγκτα μέσα σου – μετά τους τίτλους τέλους. Π.Λ.

απόστρατος 607

Απόστρατος του Ζαχαρία Μαυροειδή | 2019, Ελλάδα

Ο Αρης, ένας τριαντάρης επιχειρηματίας στα όρια της χρεοκοπίας, μετακομίζει στο σπίτι του εκλιπόντος παππού του, του Αριστείδη, ο οποίος ήταν απόστρατος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού. Σύντομα ξανασμίγει με παιδικούς φίλους αλλά και με έναν πρώην συναγωνιστή του Αριστείδη. Προσπαθώντας να φανεί αντάξιος του ονόματός του, ο Αρης σταδιακά παίρνει τον ρόλο του παππού του, ενώ το παρελθόν αποκαλύπτεται ερήμην όλων των εμπλεκόμενων, σαν μοναδική οδός ενηλικίωσης.

Ο Ζαχαρίας Μαυροειδής είναι σίγουρος για το συναισθηματικό εκτόπισμα της ιστορίας του. Είναι τολμηρός και μόνο που αποφάσισε να κάνει ταινία μια ηθελημένα αφανή (καταχωνιασμένη;) πλευρά της ελληνικής ιστορίας του εμφυλίου. Είναι αποφασισμένος αυτή εδώ να είναι μια ταινία για μια γενιά που προσπαθεί μάταια να επαναπροσδιορίσει μια σειρά από δύσκολες και χρωματισμένες με τσιμεντωμένη από τα χρόνια υποκρισία «αντίθετες» έννοιες, όπως Αριστερός - Δεξιός, επιτυχία - αποτυχία, ενηλικίωση - μόνιμη εφηβεία, ήρωας - αντιήρωας. Το κάνει με χιούμορ και το έμφυτο (ήδη από τον «Ξεναγό» του 2011) ταλέντο του στους κωμικούς διαλόγους, το κάνει με κλείσιμο ματιού στα κλισέ που θα αναζωπυρώνονταν τα χρόνια του «εθνικού» διχασμού που θα ακολουθούσε το 2012, το κάνει και με μια ζεστή τρυφερότητα που δεν πηγάζει μόνο από το γεγονός πως το νιώθεις πως αυτή η ιστορία είναι με κάποιον τρόπο πολύ προσωπική, αλλά κυρίως από το μοναδικό τρόπο που υπάρχει για να δικαιώσεις ζωές (και αγάπες) που χάθηκαν κάτω από το πέπλο της διαρκούς, αδίστακτης, καταστροφικής ελληνικής υποκρισίας. Διαβάστε εδώ ολόκληρη την κριτική του Flix για την ταινία. Μ.Κ.

Beware of the Children

Το Νου Σου στα Παιδιά (Barn) του Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ | 2019, Νορβηγία, Σουηδία

Σε ένα μεσοαστικό προάστιο του Οσλο, ένα ατύχημα (ή μήπως όχι) ανάμεσα σε δύο παιδιά προκαλεί τον αναβρασμό της τοπικής κοινωνίας. Οταν η κόρη ενός εξέχοντος μέλους του Σοσιαλιστικού Κόμματος σπρώχνει (ή μήπως όχι) και τραυματίζει θανάσιμα τον γιο ενός διακεκριμένου πολιτικού της Δεξιάς, το σχολείο, οι οικογένειες αλλά και ολόκληρη η τοπική κοινωνία καλούνται να αντιμετωπίσουν μια κατάσταση όπου η αλήθεια φαίνεται ρευστή, οι κατηγορίες πολύπλοκες και η επιφάνεια έτοιμη να διαταραχθεί από την έκρηξη όλων των καλά (ή μήπως όχι) κρυμμένων εντάσεων.

Είναι μια δυναμική που αξιοποιεί καλά ο σκηνοθέτης, μυθιστοριογράφος και σεναριογράφος Νταγκ Γιόχαν Χάουγκερουντ, αναλύοντας διεξοδικά τους ήρωές του, εκθέτοντας με σιγουριά τις αντιφάσεις τους και φέρνοντάς τους αυστηρά αντιμέτωπους πολλές φορές με διαφορετικές όψεις του ίδιου διλήμματος, χωρίς υστερίες ή φωνές αλλά μια θαυμαστή, σκανδιναβική ψυχραιμία που προσπαθεί να δει πέρα από τις υποψίες, τις προκαταλήψεις και τα ιδεολογικά εμπόδια, όχι για να λύσει ουσιαστικά κάποιο αστυνομικό μυστήριο αλλά για να αποκαλύψει στην πραγματικότητα το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Με διάρκεια του φτάνει τις δυόμισι ώρες και χωρίς ουσιαστικό ξέσπασμα καθώς ο Χάουγκερουντ έχει μια φανταστική ικανότητα να εκτονώνει την ένταση κόντρα στις προσδοκίες, το «Το νου σου στα παιδιά» είναι ένα απαιτητικό φιλμικό πείραμα που απαιτεί υπομονή και αφοσίωση (ίσως και μια διόρθωση του ρυθμού αφήγησης) αλλά αποζημιώνει με την πολύπλευρη αποτύπωση μιας σύγχρονης, πολιτισμένης πραγματικότητας που αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις ορμές και στην λογική της. Δ.Δ.

La Hija

Η Kόρη ενός Κλέφτη (La hija de un ladrón) του Μπελέν Φούνες | 2019, Ισπανία

Η Σάρα της Γκρέτα Φερνάντες, μία ανύπαντρη μητέρα που στα είκοσί της αγωνίζεται να βιοποριστεί στα προάστια της Βαρκελώνης κατοικώντας σε ένα διαμέρισμα που της παρέχει η Πρόνοια, βρίσκεται σχεδόν σε κάθε πλάνο της «Κόρης Ενός Κλέφτη», του μεγάλου μήκους ντεμπούτου της Καταλανής Μπελέν Φούνες (η οποία δημιούργησε ήδη αίσθηση στο καλλιτεχνικό κύκλωμα με τις μικρού μήκους ταινίες της). Μόνο που η Φούνες δεν επιθυμεί να αφηγηθεί την ιστορία της Σάρα με όλη της την λεπτομέρεια αλλά να επικεντρωθεί στο πρόσωπό, τις αντιδράσεις και τον καθημερινό της αγώνα, με μια «νταρντενική» προσέγγιση που όμως κρύβει μια τρυφερή ματιά που δε θέλει να περιοριστεί απλά στην νατουραλιστική αποτύπωση της δυστυχίας αλλά να ανακαλύψει τα ψήγματα μιας – τις περισσότερες φορές – εύθραυστης ελπίδας. Για αυτό και δεν μαθαίνουμε ποτέ τι πραγματικά συνέβη στην Σάρα όταν ήταν παιδί, τι ήταν αυτό που πραγματικά την αποξένωσε τον πατέρα της (τον οποίο υποδύεται και ο αληθινός πατέρας της Φερνάντες), τι είναι αυτό που μπορεί να την περιμένει μετά την επόμενη στροφή.

Η Φούνες ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το τώρα, ακολουθεί την Σάρα της να αφουγκράζεται αυτά που συναντά εντός και εκτός κάδρου και προσφέρει υποστήριξη στην αγωνία και τον πανικό της αλλά δε καταλήγει ποτέ μελό και προφανής, όντας απλά αποφασισμένη να πιστέψει στη δύναμη της ηρωίδας της. Μπορεί να μην καταλήγει κάπου ουσιαστικά, δημιουργεί ωστόσο ένα σύνθετο γυναικείο πορτρέτο που βλέπει με φρέσκο τρόπο τα όποια κοινωνικά, αφηγηματικά κλισέ προκύπτουν, υποστηριζόμενο απόλυτα από την επιβλητική ερμηνεία της Φερνάντες που επίσης κερδίζει την προσοχή χωρίς να κλέβει με ερμηνευτικές ευκολίες τις εντυπώσεις. Δ.Δ.

A Febre

Ο Πυρετός (A Febre) της Μάγια Ντα-Ρεν | 2019, Βραζιλία, Γαλλία, Γερμανία

Επί έξι χρόνια μελετούσε η Βραζιλιάνα ντοκιμαντερίστρια Μάγια Ντα-Ρεν τους αυτόχθονες πληθυσμούς του Αμαζονίου για τις ανάγκες της πρώτης ταινίας μυθοπλασίας της φιλμογραφίας της και το τελικό αποτέλεσμα δικαιώνει την εμβρίθεια της έρευνάς της, καθώς ξεφεύγει από τα στεγανά του εθνογραφικού σινεμά, παρουσιάζει το πραγματικό πρόσωπο της πολυπολιτισμικότητας μιας αχανούς χώρας, χωρίς να γίνεται μια τουριστική καλλιγραφία ή ένα προϊόν της συμπάθειας και της υπεροψίας ενός δυτικού, λευκού παρατηρητή, και μετατρέπεται σε μια σιωπηλή, αλλά εκκωφαντική κραυγή διαμαρτυρίας όχι μόνο για το καθεστώς του Μπολσονάρο, αλλά και για την επίσημη πολιτική δεκαετιών μιας χώρας που δεν σεβάστηκε ποτέ τα δικαιώματα των μειονοτήτων της. Κεντρικός ήρωας του «Πυρετού» είναι ο Ζουστίνο, ένας χήρος μεσήλικας που ανήκει στη φυλή των Ντεσάνα, εσωτερικός μετανάστης από τα δάση του Αμαζονίου, όπου επί αιώνες ζούσαν οι προγονοί του, στο μεγάλο αστικό κέντρο του Μανάους στη βορειοδυτική Βραζιλία, όπου ζει μαζί με την κόρη του κι εργάζεται ως φύλακας στα ναυπηγεία της περιοχής. Αντιμέτωπος με έναν παγιωμένο ρατσισμό, όπως αυτός εκφράζεται είτε από τους συναδέλφους του, οι οποίοι τον αποκαλούν (περισσότερο ή λιγότερο σοβαρά) «Ινδιάνο», είτε από την επίσημη διοίκηση της εταιρίας του λιμανιού, που θα προτιμούσε να τον απολύσει, αλλά τον κρατά στη θέση του λόγω της κρατικής οδηγίας για την απασχόληση των ιθαγενών, ο Ζουστίνου ζει διχοτομημένος ανάμεσα στη νοσταλγία για τη γενέτειρα του και στον εγκλωβισμό του σε ένα αλλότριο περιβάλλον και αυτή η εσωτερική φλόγα θα εκδηλωθεί σωματικά με τη μορφή ενός ανεξήγητου πυρετού, όταν η κόρη του τού ανακοινώσει ότι θα φύγει για σπουδές στην Μπραζίλια. Ταυτόχρονα, ένα μυστηριώδες μαύρο θηρίο αρχίζει να επιτίθεται σε ζώα και κατοίκους της περιοχής, το οποίο μοιάζει να ακολουθεί τον Ζουστίνο σε κάθε του βήμα.

Η Ντα-Ρεν υποβάλλει τον θεατή σταδιακά και με έναν βραδύκαυστο (και σε κάθε περίπτωση απαιτητικό) ρυθμό σε ένα υπνωτιστικό ταξίδι, συνθέτοντας μια αντιστικτική συμφωνία ανάμεσα στην αυστηρή γεωμετρία των χώρων του ναυπηγείου απέναντι στην εντροπία της φύσης, στη φασαρία μιας πόλης που πνίγει όλες τις φωνές κάτω από ένα ισοπεδωτικό βουητό απέναντι στους μυσταγωγικούς ήχους του δάσους που δημιουργούν μια υπερβατική ατμόσφαιρα αδιόρατης απειλής και, τέλος, στις παραδόσεις και τη σοφία αιώνων που κουβαλούν από γενιά σε γενιά οι ιθαγενείς του Αμαζονίου απέναντι στις εξορθολογισμένες πρακτικές της Δυτικής επιστήμης. «Ακόμα κι αν προσπαθούσα να εξηγήσω, δε θα καταλάβαινες», λέει ο Ζουστίνο στην κόρη του, όταν εκείνη προσπαθεί να μάθει τα αίτια του πυρετού του και οι απαντήσεις δε θα δοθούν ποτέ, χαμένες κάπου στα σύνορα μεταξύ μυθοπλασίας και τεκμηρίωσης, εκεί όμως ακριβώς έγκειται και η αναπόδραστη γοητεία αυτού του εγχειρήματος. Τ.Χ.

wet season 607

Η Εποχή της Βροχής (Wet Season) του Αντονι Τσεν | 2019, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν

H Λινγκ είναι μία 40χρονη καθηγήτρια της Κινεζικής Γλώσσας σε γυμνάσιο της Σιγκαπούρης – ένα μάθημα τόσο υποβιβασμένο (η νέα γενιά μιλά εξολοκλήρου αγγλικά) που κάνει τη δουλειά της αόρατη. Αόρατη όμως είναι και στο γάμο της. Ο γιάπης άντρας της περνά πολλές ώρες στο γραφείο, στα γήπεδα του γκολφ όπου κλείνονται τα επιχειρηματικά deals, αλλά και με την ερωμένη του – η Λινγκ δεν είναι βέβαιη για αυτό, αλλά το υποψιάζεται έντονα. Τι φταίει για αυτό; Η εδώ και 5 χρόνια επίπονη προσπάθεια για να κάνουν παιδί με εξωσωματικές που αποτυγχάνουν η μία μετά την άλλη; Πόση θλίψη μπορεί να αντέξει ένας γάμος; Πόση αποτυχία; Και μια γυναίκα, μεγαλωμένη να παραμένει ήσυχη και να αντέχει σιωπηλά τις δυσκολίες, πώς θα βιώσει την κρίση της μέσης ηλικίας – όταν όλα γύρω της την εγκαταλείπουν; Σαν καταιγίδα – σαν έναν τροπικό μουσώνα που επιτίθεται ξαφνικά στις αισθήσεις.

Ο Αντριου Τσεν, 6 χρόνια μετά το σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Ilo Ilo» (που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα του φεστιβάλ Καννών το 2013), επιστρέφει με μία ακόμα ευαίσθητη, τρυφερή, βουβά επώδυνη παραδοχή της -γεμάτης ελαττώματα κι αποτυχίες- ανθρώπινης φύσης. Μία ταινία για την μοναξιά (που ίσως είναι σκληρότερη μέσα στον γάμο), τη μητρότητα (και τι σημαίνει αυτό για την ταυτότητα μιας γυναίκας), τα ανεκπλήρωτα όνειρα που μάς κάνουν να νιώθουμε λίγοι και μικροί. Πάνω από όλα, ο Τσεν κοιτά (και πάλι) την κοινωνία μέσα από το πλαίσιο της οικογένειας. Αυτής που μάς γέννησε, και της εναλλακτικής που υποσυνείδητα καταλήγουμε να φτιάχνουμε. Τι θέλει ο μαθητής της από τη Λινγκ – μήπως την μητρική φιγούρα που δεν έχει για να του γεμίσει με στοργή το ψυγείο, να τον καμαρώσει στις γυμναστικές του επιδείξεις, να τον πάρει μια αγκαλιά; Γιατί η Λινγκ περιποιείται με τέτοια αυτοθυσία τον παραπληγικό πεθερό της και πόσο πιο τρυφερά θα το έκανε μια πραγματική κόρη; Γιατί δεν φτάνει η αγάπη; Ο Τσεν δεν απαντά με εύκολες καθάρσεις. Αφήνει το πρόσωπο-καμβά της πρωταγωνίστριάς του να μη λέει τίποτα και να τα λέει όλα. Και πάνω από όλα, αφήνει τη βροχή να πέφτει. Σαν ελπίδα ανακούφισης – θα πέσει με δύναμη και θα τα ξεπλύνει όλα. Σαν υπόσχεση γονιμότητας – η γη θα ποτιστεί και η ψυχή θα βρει τρόπους να αναζωογονηθεί και να συνεχίσει. Αλλά και σαν μία γενναία παραδοχή της συλλογικής μας θλίψης. Δεν μελαγχολούν οι άνθρωποι γιατί βρέχει. Ισως ο ουρανός βρέχει γιατί οι άνθρωποι μελαγχολούν. Π.Λ.

Ζίζοτεκ 607

Ζίζοτεκ του Βαρδή Μαρινάκη | 2019, Ελλάδα

Οι σιωπές, οι ψίθυροι και μια εικαστικά πανέμορφη απεικόνιση της φύσης ως χώρου αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης, όλα δηλαδή τα στοιχεία που χαρακτήρισαν το «Μαύρο Λιβάδι», το προ εννέα ετών σκηνοθετικό ντεμπούτο του Βαρδή Μαρινάκη, βρίσκονται αυτούσια και στο «Ζίζοτεκ», τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μια δημιουργία αινιγματική κι αταξινόμητη, όπως ακριβώς ο μυστηριώδης τίτλος της. Παιδικό παραμύθι βαλκανικού μαγικού ρεαλισμού, οικολογική αλληγορία, road movie, ιστορία πρόωρης και λυτρωτικής ωριμότητας κι ενηλικίωσης, όλα τα παραπάνω και τίποτε από όλα αυτά, το «Ζίζοτεκ» προ(σ)καλεί το θεατή να χαθεί στην πολυσημία του, να ανακαλύψει στα ελαττώματά του τις αρετές του (και φυσικά το αντίστροφο) και να ακολουθήσει τον εννιάχρονο Ιάσονα στο ταξίδι του από την Αθήνα στα σύνορα της Ελλάδας με τη Βουλγαρία, εκεί όπου θα τον εγκαταλείψει η μητέρα του κατά τη διάρκεια ενός πανηγυριού. Τα κίνητρα της μητέρας για το ταξίδι δεν αναλύονται ποτέ και η απουσία του πατέρα παραμένει αδιευκρίνιστη, σημασία έχει πως το αγόρι θα βρεθεί μόνο και φοβισμένο σε ένα αφιλόξενο και πρωτόγνωρο γι’ αυτό φυσικό περιβάλλον, η μεταφυσική γοητεία του οποίου θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται σταδιακά και μετά από τη γνωριμία με τον Μηνά, έναν σιωπηλό, απομονωμένο και ιδιότροπο μεσήλικα, ο οποίος κρατά καλά κρυμμένα τα δικά του μυστικά.

Ενα από αυτά είναι και η λέξη «Ζίζοτεκ», η οποία εμφανίζεται με μήνυμα στο κινητό του κι ενδεχομένως να έχει σχέση με το κύκλωμα διακίνησης προσφύγων στο οποίο ο μυστηριώδης άνδρας αρχικά συμμετέχει. Η γνωριμία με το εννιάχρονο αγόρι θα έχει λυτρωτικά αποτελέσματα και για τους δύο, αφού ο Ιάσονας θα βρει στον άνδρα την πατρική φιγούρα που έλειπε από τη ζωή του, ενώ ο Μηνάς θα ανακαλύψει ξανά την τρυφερότητα που θα τον κάνει να θελήσει να ξεμπλέξει από το εγκληματικό παρόν του. Η σύντομη επιστροφή στην Αθήνα θα καταδείξει στους δύο ήρωες τα αδιέξοδα των συμβάσεων του «πολιτισμένου» κόσμου και τότε η επάνοδος τους σε ένα κατάλευκο και χιονισμένο τοπίο θα λάβει ξεκάθαρα συμβολικές και αλληγορικές διαστάσεις, υπογραμμίζοντας την ονειρική αλληλουχία της ταινίας, η οποία άλλωστε γεννήθηκε από μία λέξη που δεν υπάρχει, μία λέξη που άκουσε ο σκηνοθέτης στη μέση μιας νύχτας να λέει στον ύπνο της η γυναίκα του και από ένα όνειρο που ο Βαρδής Μαρινάκης είδε δέκα χρόνια πριν, όπως χαρακτηριστικά δήλωσε. Με τη γνώριμη από την προηγούμενη δουλειά του σκηνοθέτη τεχνική κι αισθητική αρτιότητα, το «Ζίζοτεκ» αξιοποιεί στο έπακρο το φυσικό τοπίο της Θράκης, όπου πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα, και με τη βοήθεια της εξαιρετικής διεύθυνσης φωτογραφίας της Χριστίνας Μουμούρη δημιουργεί ένα σε στιγμές μυσταγωγικό περιβάλλον, που διέπεται από τη δική του ελλειπτική αφηγηματική ροή, παραμένοντας ωστόσο ανοιχτό για τον θεατή που θα θελήσει να βρει μια θέση στην αγκαλιά του. Τ.Χ.

patrick 607

Ο Πατρίκ (De Patrick) του Τιμ Μίλαντς | 2019, Βέλγιο

Με μία εντυπωσιακή τηλεοπτική καριέρα και συμμετοχή σε σειρές όπως το Peaky Blinders, το Legion και το The Terror, το «Ο Πατρίκ» είναι σίγουρα μια απροσδόκητη και τολμηρή ταυτόχρονα επιλογή του Βέλγου Τιμ Μίλαντς για το ντεμπούτο του στη μεγάλου μήκους μυθοπλασία και το τελικό αποτέλεσμα, γοητευτικό παρά τις ανισότητες του, δικαιώνει το ρίσκο και την επιλογή του σκηνοθέτη να αφηγηθεί μια ιστορία απότομης ενηλικίωσης και συμβιβασμού με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της καθημερινότητας μέσα στο ολότελα αντισυμβατικό περιβάλλον ενός κάμπινγκ γυμνιστών. Ο Πατρίκ του τίτλου είναι ένας κοινωνιοπαθής τριαντάρης που αρνείται να ωριμάσει και να συμπεριφερθεί σύμφωνα με την ηλικία του, αντιθέτως προτιμά να είναι το βαρύθυμο και δύστροπο παιδί για όλες τις δουλειές στο κάμπινγκ γυμνιστών που διευθύνει ο ηλικιωμένος πατέρας του. Μια μέρα ο Πατρίκ θα συνειδητοποιήσει ότι έχει χάσει το αγαπημένο του σφυρί, το οποίο μάλιστα δεν μπορεί να αντικαταστήσει, γιατί έχει βγει εκτός κυκλοφορίας, και η αναζήτηση του αυτή θα δώσει αφορμή για διάφορες ευτράπελες και μη περιπέτειες που θα αποκαλύψουν τη δυναμική των σχέσεων των κατοίκων αυτού του πρωτότυπου κοινόβιου, όπου όλοι, παρά το γεγονός ότι κυκλοφορούν γυμνοί, μοιάζουν να κρύβουν διάφορα ένοχα και μη μυστικά, ανάμεσά τους και ο ίδιος του ο πατέρας, μετά το θάνατο του οποίου η αναζήτηση του σφυριού θα γίνει για τον Πατρίκ εμμονή και θα τον οδηγήσει σε κάτι πιο απρόσμενο, την ...ωριμότητα.

Χωρίς να πετυχαίνει απολύτως τη σωστή ισορροπία ανάμεσα στις δραματικές και τις κωμικές πτυχές της ιστορίας του και με έναν γενναίο αριθμό γεννητικών οργάνων να παρελαύνουν στην οθόνη, χωρίς όμως αυτό να γίνεται ποτέ προσβλητικό η προκλητικό, αλλά μάλλον παιδιάστικα αθώο, ο Μίλαντς στήνει έναν αναμφίβολα ενδιαφέροντα μικρόκοσμο γύρω από τον χαριτωμένα άβολο κεντρικό ήρωα, έναν κόσμο πλούσιο σε οπτικές λεπτομέρειες, ενοχές, πάθη και μυστικά, τα οποία, όμως, κινηματογραφόυνται με μια offbeat αποδραματοποίηση που οδηγεί το τελικό αποτέλεσμα περισσότερο σε ένα ατμοσφαιρικό φεστιβαλικό αξιοπερίεργο παρά στην ολοκληρωμένη (αισθητικά και δραματουργικά) σπουδή τόσο του επώνυμου ήρωα, όσο και του ιδιάζοντος κοινωνικού μορφώματος, μέσα στο οποίο εκείνος δομεί την ταυτότητά του. Τ.Χ.

Cancion

Τραγούδι χωρίς όνομα (Canción sin nombre) της Μελίνα Λεόν | 2019, Περού, Ισπανία, ΗΠΑ

Δείγματα της βαθιάς πολιτικής κρίσης και του ανεξέλεγκτου πληθωρισμού μας εισάγουν από τα πρώτα κιόλας καρέ στο ταραγμένο σκηνικό του Περού της δεκαετίας του ‘80 στη βραβευμένη με τη Χρυσή Κάμερα των Κανών ταινία της Μελίνα Λεόν. Εικόνες από ασπρόμαυρα εξώφυλλα εφημερίδων της εποχής εκπέμπουν το πνιγηρό κλίμα, πριν ο φακός μεταφερθεί, σταθερά και αυστηρά μονοχρωμικός, στο πρόσωπο της Χεοργίνα, 20χρονης συζύγου εξαθλιωμένου μεροκαματιάρη, που πηγαινοέρχεται εγκυμονούσα μεταξύ του χωριού της και της πρωτεύουσας Λίμα για να κανονίσει τα του τοκετού. Όμως η δημόσια «κλινική» που θα την ξεγεννήσει αποδείχνεται βιτρίνα ενός κυκλώματος διακίνησης βρεφών όταν η κοπέλα ξυπνά χωρίς ποτέ να έχει δει το μωρό. Το κτίριο έχει εκκενωθεί, οι Αρχές αδιαφορούν, και η Χεοργίνα εναποθέτει τον πόνο και την ελπίδα της στον ρεπόρτερ μιας μεγάλης εφημερίδας που θα αρχίσει να ψάχνει σχολαστικά την υπόθεση.

Η Λεόν μελετά τη σαπίλα και τον διχασμό που μαστίζουν τη χώρα δια των δοκιμασιών των δύο αυτών προσώπων, οπτικοποιώντας δημιουργικά τον Γολγοθά τους, χειριζόμενη γνωστικά τους περιβάλλοντες χαρακτήρες και αντιπαραβάλλοντας μόνιμα το δράμα τους με τα παραδοσιακά έθιμα των γηγενών των Άνδεων που δεν έχουν κανέναν άλλον τρόπο πέρα από τις τελετουργίες τους για να «ξορκίσουν» το κακό. Και μετατρέπει ένα αυθεντικό χρονικό –ο πατέρας της ήταν από τους δημοσιογράφους που πρωτοστάτησαν στην έρευνα- σε ένα πικρό κινηματογραφικό ποίημα. Ρ.Ε.

cosmic candy 607

Cosmic Candy της Ρηνιώς Δραγασάκη | 2019, Ελλάδα

Η ηρωίδα του «Cosmic Candy» είναι ένα λίγο μεγαλύτερο κορίτσι, αλλά η ψυχοσύνθεσή της είναι εξίσου εσωστρεφής, επιτρέποντας μόνο αυτές τις μικρές, εσωτερικές εκρήξεις στην απόσταση από τη γλώσσα στον ουρανίσκο – ό,τι άλλο, την τρομάζει, το αποφεύγει. Δουλεύει στους τακτικά οργανωμένους διαδρόμους του σούπερ μάρκετ, ζει στο τακτικό σπίτι της, τρώει τακτικά συσκευασμένες κονσέρβες. Ωσπου η Πέρσα, η 11χρονη γειτόνισσά της, μένει μόνη της και ζητά βοήθεια. Η Αννα θ’ αναλάβει, απρόθυμα, να προστατεύσει την Πέρσα κι εκείνη θ’ αναλάβει, με ενθουσιασμό που ξεχειλίζει, να βγάλει τη ζωή της Αννας από τα τακτικά της όρια.

Η Ρηνιώ Δραγασάκη, στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της, επιλέγει σοφά να κινηθεί σε γαλαξίες που γνωρίζει καλά. Οχι (μόνο) επειδή είναι… «κορίτσι», αλλά επειδή ήδη από τις μικρού μήκους της («Ο Μπαμπάς μου, ο Λένιν και ο Φρέντυ», «Προαύλιο»), έχει δείξει κινηματογραφικά ότι την ενδιαφέρει η μετάβαση από την παιδικότητα στην ενηλικίωση, η διασταύρωση του ρεαλισμού με τη φαντασία, η αγάπη για τα κινηματογραφικά είδη και η αυτόματη αποδόμησή τους. Διαβάστε εδώ ολόκληρη τη γνώμη του Flix για την ταινία. Λ.Γ.

monos

Οι Μόνος (Monos) του Αλεχάνδρο Λάντες | 2019, Κολομβία, Αργεντινή, Ολλανδία, Δανία, Σουηδία, Γερμανία, Ουρουγουάη, ΗΠΑ

To 2011 ο Κολομβιανός Αλεχάντρο Λάντες είχε φύγει από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης με μια Ειδική Μνεία για το ασκητικό και μπρεσονικό «Πορφίριο» (με διεύθυνση φωτογραφίας από τον συνεργάτη του Γιώργου Λάνθιμου, Θύμιο Μπακατάκη), φέτος, όμως, οκτώ χρόνια μετά, επανασυστήνεται με μια ολότελα διαφορετική σε ύφος και ρυθμό ταινία και στοχεύει ακόμα υψηλότερα, δικαιώνοντας απολύτως το hype που έχει χτίσει από τις αρχές της χρονιάς και σαρώνοντας τις βραβεύσεις στα φεστιβάλ ανά την υφήλιο. «Οι Μόνος» (πίθηκοι στα ισπανικά) είναι μια ομάδα νεαρών πολεμιστών, βαθιά χωμένη στην τροπική ζούγκλα των οροπεδίων της Λατινικής Αμερικής, εκεί που οι κορυφές ακουμπούν στα σύννεφα και το τοπίο είναι υποβλητικό και ανεξάντλητο. Ανήκουν σε μια μυστηριώδη παρακρατική «Οργάνωση» από την οποία δέχονται εντολές μέσω ασύρματου και η μόνη τους επαφή με τον έξω κόσμο είναι οι περιοδικές επισκέψεις του συνδέσμου τους με αυτή, ενός λοχαγού που τους υποβάλει σε καψόνια και ασκήσεις σκληρής πειθαρχίας. Δεν έχουν ονόματα, αλλά παρατσούκλια όπως Ράμπο, Λύκος, Στρουμφάκι, Σκύλος, Σουηδή, Κυρία. Κρατούν όμηρο, για άγνωστο λόγο, μια Αμερικανίδα, την οποία αποκαλούν «Γιατρό». Ανεξέλεγκτοι σε ένα εντροπικό και άγριο περιβάλλον και παραδομένοι στις εφηβικές ορμόνες τους, περνούν τις μέρες τους σαν τα αγρίμια, δοκιμάζοντας παραισθησιογόνα μανιτάρια, πυροβολώντας στον αέρα, κάνοντας σεξ μεταξύ τους σε διάφορες ενώσεις. Το χάος που νομοτελειακά θα ενσκήψει μετά την έφοδο του κρατικού στρατού και την υποχώρηση ακόμα πιο βαθιά μέσα στην αφιλόξενη ζούγκλα θα κορυφωθεί, όταν η αιχμάλωτή τους θα προσπαθήσει να αποδράσει και η ομάδα διαλυθεί από τις εσωτερικές έριδες και αντιζηλίες. Απογυμνωμένο από οποιοδήποτε χρονικό, χωρικό, πολιτικό και κοινωνικό συγκείμενο κι επικεντρωμένο μόνο στη δυναμική των σχέσεων μια ομάδας εφήβων που ζει τον παραλογισμό ενός απόλυτου τώρα, όπως αυτό διαμορφώνεται από ένα εκρηκτικό ορμέμφυτο και τα θραύσματα ενός άγνωστου μακρινού πολέμου, το «Οι Μόνος» ακολουθεί με έναν καταιγιστικό και ασθματικό ρυθμό την καθοδική πορεία των ηρώων του στην τρέλα και σε έναν ενστικτώδη αγώνα για επιβίωση, που κονιορτοποιεί όχι μόνο κάθε έννοια ατομικής ταυτότητας (δεν είναι τυχαία η επιλογή των ονομάτων των πολεμιστών άλλωστε), αλλά και το συλλογικό σκοπό της (όποιας) αντίστασης ή επανάστασης.

Η φωτογραφία του Τζάσπερ Βολφ, το μοντάζ του (επίσης συνεργάτη του Λάνθιμου) Γιώργου Μαυροψαρίδη, μα πάνω από όλα η για άλλη μια φορά αριστουργηματική μουσική επένδυση της Μίκα Λέβι, η οποία αποδεικνύει ότι έχει την ανεξάντλητη ικανότητα να μετουσιώνει σε νότες την κόλαση, μεταμορφώνουν το ούτως ή άλλως αφιλόξενο φυσικό περιβάλλον σε μια εφιαλτική δυστοπία, την οποία ο Λάντες κινηματογραφεί σαν έναν ατέρμονο λαβύρινθο χωρίς είσοδο και έξοδο. Κι αν στην πορεία «Οι Μόνος» κερδίζουν συγκρίσεις με το «Αποκάλυψη Τώρα», τον «Άρχοντα των Μυγών» και το «Αγκίρε, η Μάστιγα του Θεού», αφενός τις αξίζουν, αφετέρου, όμως, δεν περιορίζονται από αυτές, καθώς αποτελούν μια ολότελα μοναδική και ιδιαίτερη εμπειρία. Τ.Χ.

Το 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης θα διεξαχθεί φέτος από τις 31 Οκτωβρίου μέχρι και τις 10 Νοεμβρίου. Το Flix θα βρίσκεται εκεί για να σας μεταφέρει όλα όσα θα συμβούν μέσα κι έξω από τις σκοτεινές αίθουσες.