Δεν υπάρχει ελληνική μετάφραση που να αποδίδει σε όλο της το μεγαλείο την έννοια «quirky», οπότε δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να περιγράψει κανείς την ταινία που θριάμβευσε στο Φεστιβάλ του Σάντανς παρά ως το θρίαμβο του quirky - με την κακή έννοια.
Δεν υπάρχει δευτερόλεπτο της ταινίας του Αλφόνσο Γκομέζ - Ρεχόν (με προϋπηρεσία στο «Glee» και το «American Horror Story») που να μην είναι quirky. Από το voice over μέχρι τους διαλόγους, από την καλλιτεχνική διεύθυνση μέχρι τις κινήσεις της κάμερας, από το soundtrack μέχρι τις ερμηνείες και από τις αναφορές στην ποπ κουλτούρα μέχρι... τις ακόμη περισσότερες αναφορές στην ποπ κουλτούρα, το «Me and Earl and the Dying Girl» πασχίζει τόσο πολύ να αποδείξει πως έχει άπειρες ιδέες για τα πάντα, ξεχνώντας νωρίς στη διαδρομή του την κεντρική ιδέα του που είναι μια «πειραγμένη» κομεντί για ένα κυνικό αγόρι, τον πιστό όχι ακριβώς φίλο του και ένα κορίτσι που πεθαίνει.
Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Τζέσε Αντριους - ο οποίος υπογράφει και το σενάριο, το «Me and Earl and the Dying Girl» αφηγείται την ιστορία του μέσα μια ποπ φαντασμαγορία που υπό συνθήκες φέρνει στο νου τον Γουές Αντερσον ή μια προσέγγιση κολεγιακού teen movie αλά «Napoleon Dynamite», χωρίς ωστόσο να διαθέτει την πειθαρχία του πρώτου και την αυθεντικότητα του δεύτερου. Στην προσπάθεια του να είναι όσο πιο «quirky» (ναι, πάλι) μπορεί και αντέχει, υπερφορτώνει τις πλάτες του με εμμονές, σινεφιλία, ανατροπή κάθε κλισέ και ιδέα πάνω στη ιδέα, για να καταρρεύσει στη διαδρομή πάνω στην τροχιά μιας μοντέρνας ρομαντικής κομεντί - όπως δεν την είδαμε ποτέ.
Στις πόσες φορές ακυρώνεται η οποιαδήποτε εύστοχη αναφορά στον Βερνερ Χέρτσογκ, στα πόσα τραγούδια του Μπράιαν Ινο έχει χάσει πλέον νόημα η γενναιόδωρη άδεια των δικαιωμάτων που φανταζόμαστε έδωσε ο ίδιος, στις πόσες σοφιστείες ισοπεδώνεται κάθε μήνυμα για μια διαφορετική ματιά πάνω στο θάνατο και στα πόσα περίεργα (ευρυγωνικά, μονοπλάνα, από πάνω, από κάτω, κομμένα...) πλάνα δεν αναγνωρίζεις πλέον έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη αλλά έναν επιδειξιομανή τύπο που έχει μπερδέψει το νεωτερισμό με τον στεγνό εντυπωσιασμό;
Διαβάστε ακόμη: Sundance 2015, Τα Βραβεία: Θα είναι το «Me & Earl & the Dying Girl» το νέο «Whiplash»;
Ο,τι ξεκινάει σαν μια ενορχηστρωμένη πάνω στο δευτερόλεπτο κολεγιακή, εφηβική δραμεντί, παραμένει εκεί σχεδόν μέχρι το τέλος, θεωρώντας πως τα σκηνοθετικά τερτίπια και το σενάριο - πολυβόλο αρκούν για να την απομακρύνουν από τα κλισέ, ενώ στην πραγματικότητα την κρατάνε όσο πιο μακριά γίνεται από τον πραγματικό στόχο της που θα έπρεπε να είναι η καρδιά του θεατή. Ο,τι θαυμάζεις στα πρώτα δέκα λεπτά ως μια ιστορία βίαιης ενηλικίωσης και ένα φόρο τιμής στο ίδιο το σινεμά και στην παράδοση του (ταλαιπωρημένου) ανεξάρτητου σινεμά, δεν καταφέρνει ποτέ να μεταλλαχθεί σε κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά, σε κάτι με το οποίο θα μπορούσες να ταυτιστείς ή τουλάχιστον να νιώσεις πως σου μιλάει για κάτι που θα μπορούσες να είχες ζήσει.
Είκοσι λεπτά πριν το τέλος, εκεί όπου η διάθεση αλλάζει (καλά, όχι και δραματικά), και ο Γκομέζ - Ρεχόν κατεβάζει το ρυθμό για να ελευθερώσει το δράμα, είναι πλέον πολύ αργά για να νιώσεις οτιδήποτε για αυτά τα τρία παιδιά που κανονικά θα έπρεπε μετά από μια ώρα και παραπάνω να είναι πλέον κάτι σαν τους φίλους σου και όχι απλά τρεις ήρωες που αν δεν βρίσκονταν στο κέντρο ενός γοητευτικού περιτυλίγματος θα είχες παρατήσει ήδη από την πρώτη μέρα στο σχολείο.
Μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα πως ένα νεανικό κοινό μπορεί να ξετρελαθεί με το quirky του πράγματος ή πώς εδώ θα μπορεί κανείς να βρει μια ταινία - αναφοράς για να κουμπώσει πάνω στο post-hipster hype που επικυρώθηκε με το μεγάλο βραβείο στο Φεστιβάλ του Σάντανς και, ναι, το «Me and Earl and the Dying Girl» είναι μια όμορφη ταινία να τη χαζεύεις, αλλά ας έρθει επιτέλους και εκείνη η στιγμή που το σινεμά θα μπορεί να είναι πραγματικά διαφορετικό, μοντέρνο, νεανικό και αληθινό χωρίς να πρέπει να αναζητάς ιδανική μετάφραση για τους όρους που το περιγράφουν.
Περισσότερες κριτικές από το 56ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: