Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Ορέστης Ανδρεαδάκης άνοιξε την κουβέντα λέγοντας πως το διαγωνιστικό τμήμα Ελληνικών μικρού μήκους υπήρχε σαν σκέψη τα δυο τελευταία χρόνια, κυρίως σαν απόρροια της εντυπωσιακής ανόδου της ποιότητας που παρατηρούσαν οι άνθρωποι του φεστιβάλ, στις πρόσφατες παραγωγές. Ξεκαθάρισε πως το τμήμα αυτό στις Νύχτες Πρεμιέρας θέλει κυρίως να προβάλλει τις μικρού μήκους και σε καμιά περίπτωση δεν θέλει να λειτουργήσει ανταγωνιστικά με το φεστιβάλ της Δράμας, γι αυτό κι όλες οι ταινίες που έκαναν την πρεμιέρα τους στη Δράμα, προβλήθηκαν στην Αθήνα μετά την πρώτη τους προβολή. Σε ερώτηση που ακολούθησε, ανέφερε ότι πάνω από τις μισές ταινίες που προβλήθηκαν στις Νύχτες Πρεμιέρας, έκαναν την πρεμιέρα τους εδώ, δίχως να έχει προηγηθεί η συμμετοχή τους στη Δράμα.
Η κουβέντα ξεκίνησε από το ζήτημα της παραγωγής και του πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να κάνεις μια ταινία μικρού μήκους στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Ζώης μιλώντας για τους «Τίτλους Τέλους» που βραβεύτηκαν πρόσφατα στη Βενετία, είπε πως αυτή τη φορά, έκανε γυρίσματα χωρίς κανένα άγχος, όχι λόγο της επιτυχίας της προηγούμενης ταινίας του, αλλά κυρίως διότι ξεκίνησε χωρίς παραγωγό με ένα ελάχιστο συνεργείο, γυρίζοντας κάτι που δεν ήταν ακριβώς σίγουρος που θα καταλήξει. Εν τούτοις συγκρίνοντας το με το «Casus Belli», ανέφερε πως παρ΄ ότι εκείνο προέκυψε από μια πιο παραδοσιακή διαδικασία χρηματοδότησης και παραγωγής ήταν πολύ δύσκολο να βρει έναν παραγωγό που να καταλαβαίνει τι θέλει να κάνει. «Ολοι μου έλεγαν να κόψω δύο από τις ανθρώπινες ουρές στην ταινία» είπε χαρακτηριστικά.
Ελίνα Ψύκου, Γιώργος Ζώης, Ορέστης Ανδρεαδάκης
Η Ελίνα Ψύκου, παρ ότι έχει γυρίσει και η ίδια μικρού μήκους και είναι στο στάδιο ολοκλήρωσης της πρώτης μεγάλου μήκους της «Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά» δήλωσε ότι συμμετέχει στην κουβέντα με την ιδιότητα της παραγωγού, αφού μέσω της εταιρίας Guanaco που έχει ιδρύσει με τους Ρηνιώ Δραγασάκη, Σοφία Εξάρχου και Παναγιώτη Φαφούτη, έχουν ήδη κάνει την παραγωγή σε τρεις μικρού μήκους ταινίες. Κυρίως, γιατί όπως λέει, ακόμη κι αν έχεις βρει χρηματοδότηση από πηγές όπως η ΕΡΤ ή παλιότερα το Κέντρο Κινηματογράφου, ήταν πολύ δύσκολο να βρεις κάποιον αν κάνει την εκτέλεση παραγωγής, για έναν βασικό λόγο, ότι η μικρού μήκους δεν είναι κάτι που αποφέρει κέρδος στον παραγωγό της.
Ο Γιώργος Ζώης όμως παρατήρησε, πως το πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό και πως μιλώντας με συναδέλφους του από το εξωτερικό όλοι αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα καθώς για να κάνεις μια μικρού μήκους μέσα από τα κανονικά κανάλια χρηματοδότησης και παραγωγής, είναι κάτι που μπορεί να σου πάρει ακόμη και τρία χρόνια, όταν συνήθως οι μικρού μήκους αφορούν ιστορίες που θέλεις να πεις τώρα. Το ελπιδοφόρο είναι πως τόσο ο Ζώης όσο και η Ψύκου, ανέφεραν πως οι ταινίες τους, δεν είναι ζημιογόνες. Και οι τρεις παραγωγές της Guanaco, έχουν φέρει πίσω τα επιπλέον χρήματα που επένδυσε η εταιρία πέρα από την κρατική χρηματοδότηση, ενώ ο Ζώης ανέφερε πως τα δύο τελευταία χρόνια ζει στην ουσία από τα πνευματικά δικαιώματα του «Casus Belli», ξεκαθαρίζοντας όμως με χιούμορ σε ερώτηση του Ορέστη Ανδρεαδάκη, πως ναι είναι εξαιρετικά «λιτοδίαιτος».
Αυτό που κάνει τη διαφορά όμως ανάμεσα σε μια πετυχημένη και μια αποτυχημένη μικρού μήκους είναι η φιλοδοξία και οι προθέσεις των παραγωγών και των σκηνοθετών της, είπε χαρακτηριστικά η Ελίνα Ψύκου. «Αν κάνεις μια ταινία με μοναδική φιλοδοξία να φτάσεις ως τη Δράμα, πιθανότατα δεν θα φτάσεις πολύ πιο μακριά».
Ο γεμάτος Ιανός
Η κουβέντα στη συνέχεια ανοίχτηκε στο κοινό με τον Ορέστη Ανδρεαδάκη να ρωτά τους ίδιους του σκηνοθέτες τι περιμένουν από την επόμενη διοργάνωση του διαγωνιστικού μικρού μήκους στις Νύχτες Πρεμιέρας. Ακούστηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις για πρακτικές και τεχνικές βελτιώσεις, ενώ η σκηνοθέτης Σύνη Παππά μίλησε για το πως το γεγονός ότι για χρόνια το φεστιβάλ της Δράμας σνόμπαρε τις ταινίες που δεν είχαν τα χρήματα να φτιάξουν κόπια σε 35mm για να προβληθούν στο διαγωνιστικό, ήταν κάτι που έκανε κακό στο φεστιβάλ, ενώ βρίσκει εξαιρετικά ενδιαφέρον το γεγονός ότι στις Νύχτες Πρεμιέρας οι ταινίες όχι μόνο προβάλλονται στην Αθήνα, όπου δουλεύουν οι περισσότεροι από τους σκηνοθέτες, αλλά κυρίως σε ένα κοινό που αποτελείται από θεατές κι όχι απλά από συναδέλφους και ανθρώπους του κινηματογραφικού χώρου.
Στη συνέχεια, τον λόγο πήρε η κριτική επιτροπή του τμήματος. Η πρόεδρος της, Ελισάβετ Χρονοπούλου, τόνισε ότι ήταν μια διαδικασία που όλα τα μέλη της κριτικής επιτροπής - η Βένα Γεωργακοπούλου, η Φένια Κοσσοβίτσα, ο Μιχάλης Κωνσταντάτος και ο Θεόφιλος Παπαστυλιανός - απόλαυσαν, παρά το μεγάλο αριθμό των συμμετοχών. «Είδαμε τις ταινίες προσεκτικά, διαφωνήσαμε, συμφωνήσαμε, τις υπερασπιστήκαμε...Δεν ακολουθήσαμε κανόνες τελικά, επιλέξαμε τις ταινίες που μας έκαναν να νιώσουμε κάτι, ακόμη κι αν πιθανώς ήταν οι λιγότερο τεχνικά σωστές.»
Μιλώντας για τις ταινίες που είδαν αυτές τις μέρες τόνισε: «Ήταν έντονη η ψυχολογική πίεση που ασκεί η κρίση, θεματολογικά και αισθητικά. Ο θάνατος κυριάρχησε, ο πεσιμισμός, το αδιέξοδο και η απόγνωση των ηρώων επίσης, οι οποίοι βρίσκονται σε σύγχυση, ασκούν και υφίστανται βία. Θαυμάσαμε επιτεύγματα σε κάθε τομέα και ξεχωρίσαμε τις ταινίες με τις περισσότερες αρετές ή αυτές που μίλησαν στην καρδιά μας.»
Ελισάβετ Χρονοπούλου
Το βραβείο Καλύτερης ταινίας πήγε ομόφωνα στο «Χαμομήλι» του Νεριτάν Ζιντζιρία, λίγες μέρες μετά τη βράβευσή του στη Δράμα, «χάρη στην βαθιά συγκίνηση που μας προκάλεσε και την αφηγηματική της οικονομία», όπως σχολίασε, Ελισάβετ Χρονοπούλου.
Το βραβείο Σκηνοθεσίας μοιράστηκαν ο Γιάννης Μπερερής (για την «Ενδημία») και ο Ρωμανός Αργυρόπουλος Ιωάννου («Munchies»), δύο «αξιόλογα δείγματα εξέλιξης, με δυναμισμό και ελευθερία», ενώ το Βραβείο Σεναρίου απέσπασαν ο Παύλος Μεθενίτης και ο Κώστα Γεραμπίνης για το «Παγόβουνο» και την «καθαρή ματιά, λιτότητα και το βάθος των χαρακτήρων του».
Διαβάζοντας το σκεπτικό της επιτροπής η Ελισάβετ Χρονοπούλου ολοκλήρωσε με μια σημαντική επισήμανση: «Σε εποχή τέτοιας ένδειας βρεθήκαμε μπροστά το παράδοξο του μεγάλου αριθμού ταινιών. Οσο ευχάριστο κι αν είναι αυτό, που είναι, θέλουμε να τονίσουμε ότι δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση η μεγάλη αυτή παραγωγή να αποτελέσει άλλοθι για την περαιτέρω απουσία κρατικής υποστήριξης στον κινηματογράφο. Ολοι καταλαβαίνουμε ότι στην πλειοψηφία τους οι ταινίες αυτές δεν έγιναν με την υποστήριξη μιας «ανθίζουσας» ελεύθερης αγοράς, αλλά με την υποστήριξη της ήδη πιεσμένης ελληνικής οικογένειας και των συντελεστών τους. Και για να τελειώνουμε με τις παρεξηγήσεις, η υποχρέωση του κράτους να υποστηρίζει και να προστατεύει την τέχνη, όχι μόνο αναγράφεται ρητά στο Σύνταγμα, αλλά μεταφράζεται σε οικονομική ανάπτυξη και θέσεις εργασίας».
Tags: νύχτες πρεμιέρας 2012