«Νομίζω πως το βασικό θέμα των ταινιών μου ήταν πάντοτε οι σχέσεις ανάμεσα στους άντρες και τις γυναίκες, επικεντρωμένες γύρω από ένα κρεβάτι».
Γράφτηκε πολλές φορές μέσα στα χρόνια κι ακόμη περισσότερο τώρα με το θανατό του. Ο Μάικ Νίκολς ήταν ο σωστός σκηνοθέτης τη σωστή στιγμή για κάθε δεκαετία του Χόλιγουντ και κυρίως για εκείνη την πρώτη του στο σινεμά, που εν μέσω των απελευθερωμένων και απελευθερωτικών 70s τόλμησε να προσφέρει τη σωστή, ευφυή και καλώς εννοούμενη mainstream σεξουαλική εκπαίδευση σε μια ολόκληρη βιομηχανία.
To πρώτο χτύπημα του Μάικ Νίκολς στην αμερικανική ηθική ήρθε με την πρώτη του ταινία, το «Ποιος Φοβάται τη Βιρτίζινια Γουλφ;» - ναι εκείνη την ταινία που βρήκε δύο από τους μεγαλύτερους σταρ της ιστορίας του σινεμά σε ένα κρεβάτι να παίζουν ταυτόχρονα τους ρόλους τους και τους εαυτούς τους σε ένα ντελιριακό two-people show πάνω στην ιδέα του «και μαζί σου και χωρίς εσένα». Μεταφέροντας το ομώνυμο θεατρικό του Εντουαρντ Αλμπι, ο Νίκολς είχε εύκολο να πείσει την Ελίζαμπεθ Τέιλορ και τον Ρίτσαρντ Μπάρτον να παίξουν αυτό που για πολλούς είναι οι καλύτεροι ρόλοι της καριέρας τους, αλλά θεώρησε και απολύτως φυσιολογικό να αφήσει έναν άντρα και μια γυναίκα να εκστομίζουν επί ώρα στη μεγάλη οθόνη κάθε μια στρατιά από σεξουαλικά υποννοούμενα και εννοούμενα, ακατανόμαστες βρισιές και συνολικά ένα μανιφέστο διάβρωσης του θεσμού του γάμου, της all-american family, του τέλους του ρομαντισμού.
Στα γυρίσματα του «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;»
Το φιλμ είχε τόσο μεγάλη επιτυχία - ακόμη και πριν την εξοδό του στις αίθουσες - που αποτέλεσε την αρχή του τέλους για την αμερικανική λογοκρισία που επέβαλε ειδική σήμανση στις αφίσες του για την «ενήλικη γλώσσα» του, έθεσε αυστηρούς κανόνες στους αιθουσάρχες να μην επιτρέψουν σε κανέναν θεατή κάτω των 18 ετών να μπει στην αίθουσα και ανάγκασε τον Τζακ Βαλέντι να αναδιοργανώσει το σύστημα αξιολόγησης των ταινιών για τα χρόνια που θα ακολουθούσαν. Στην πρώτη του δοκιμαστική προβολή, ένας από τους παραγωγούς της Warner αναφώνησε: «Θεέ μου! Εχουμε στα χέρια μας μια βρώμικη ταινία επτά εκατομμυρίων δολαρίων». Δεκατρείς υποψηφιότητες για Οσκαρ και μια τεράστια εμπορική επιτυχία μετά, ο Μάικ Νίκολς είχε αφήσει ήδη το σημάδι του στη σεξουαλική χειραφέτηση μιας ολόκληρης βιομηχανίας.
O Ντάστιν Χόφμαν αποπλανείται από την κυρία Ρόμπινσον στον «Πρωτάρη»
Ενα χρόνο μετά, ο «Πρωτάρης» ήρθε μάλλον ως το τρόπαιο της κυριαρχίας του Μάικ Νίκολς πάνω στο τέλος των ταμπού. Αν και 30άρης, ο Ντάστιν Χόφμαν υποδύθηκε τον 20άρη που αποπλανείται (ή αποπλανά;) την κυρία Ρόμπινσον σε ένα από τα all-time classic ερωτικά παιχνίδια της ιστορίας του αμερικανικού σινεμά. Σκανδαλιστικό και ποπ την ίδια ακριβώς στιγμή, το δεύτερο φιλμ του Νίκολς αγαπήθηκε ακόμη και από όσους δεν θα άντεχαν στη σκέψη ενός (τόσο) παράνομου έρωτα σαν παραβολή για το πόσο πρέπει να λοξοδρομήσεις πριν βρεις το δρόμο σου.
Στα γυρίσματα του «Πρωτάρη»
«Η απάντησή μου στο γιατί ο "Πρωτάρης" έμεινε κλασικός είναι σοκαριστική. Και είναι γιατί είναι μια ασυνείδητη εκδοχή του μύθου του Ιππόλυτου και της Φαίδρας. Η όλη ιστορία του νεαρού άνδρα - μεγαλύτερης γυναίκας προέρχεται από εκεί. Χρειάστηκα δεκαετίες για να το συνειδητοποιήσω, αλλά είναι αλήθεια. Ο γαμημένος πυρήνας αυτής της ιστορίας υπάρχει παντού - από τον Στεντάλ μέχρι τον Ευγένιο Ο' Νιλ και είναι καταχωρημένος στο συλλογικό μας ασυνείδητο, επειδή οι πλευρές της διαφθοράς κάνουν αυτό το μύθο επικίνδυνο. Ωστόσο υπάρχει κάτι τόσο πρωτόγονο που τον κάνει να επιστρέφει. Υπάρχουν πολλές "βασικές" ιστορίες σαν αυτή, αλλά το "νεαρός άνδρας - μεγαλύτερη γυναίκα" αρέσει πάντα στον κόσμο. Αν θέλεις να βγάλεις χρήματα, ξαναγύρισε τη "Σταχτοπούτα". Αν θέλεις να συγκινήσεις το κοινό, ξαναγύρισε το μύθο του Ιππόλυτου και της Φαίδρας», θα δήλωνε ο Νίκολς περίπου πενήντα χρόνια μετά το 1967, όταν ο «Πρωτάρης» θα του χάριζε το Οσκαρ Σκηνοθεσίας και η απομυθοποίηση ενός ταμπού ερωτικού τριγώνου θα ξεκινούσε το μεγάλο της ταξίδι μέσα στην ιστορία του «ενήλικου Χόλιγουντ».
H Αν Μαργκρετ και ο Τζακ Νίκολσον στο «Carnal Knowledge»
Το «Carnal Knowledge» του 1971 μπορεί να μην άλλαξε τον κόσμο (αυτός άλλαζε πιο γρήγορα απ' όσο θα προλάβαινε ποτέ το σινεμά), αλλά μοιάζει αδύνατον να μην αναγνωρίσει κανείς την επίδραση που είχε η ιστορία δύο αντρών που μέσα σε 25 χρόνια ζωής δεν κατάφεραν να μάθουν και πολλά για τη σεξουαλική τους ζωή αλλάζοντας γυναίκες και ρόλους. Από τη γυμνή Αν Μάργκρετ μέχρι τη σκηνή στο ντουζ ανάμεσα στον Αρτ Γκαρφάνγκελ και τον Τζακ Νίκολσον και από εκεί στην κατάσχεση της ταινίας σε μια υπόθεση που έφτασε μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α., το δεδικασμένο του 1974 («Υπάρχουν διάσπαρτες σκηνές γυμνού, αλλά το γυμνό από μόνο του δεν είναι αρκετό για να κάνει το υλικό νομικά άσεμνο») ήταν μια ακόμη μεγάλη νίκη του Νίκολς απέναντι σε μια ατμόσφαιρα πουριτανισμού που είχε πια δεχθεί ένα θανάσιμο χτύπημα.
Τζακ Νίκολσον, Κάντις Μπέργκεν, Αρτ Γκαρφάνγκελ στο «Carnal Knowledge»
«Ο κόσμος πίστεψε τότε και πιστεύει ακόμη πως ήταν μια μισογύνικη ταινία. Δεν το πίστεψα ποτέ. Ηταν μια ταινία για μια κατώτερη τάξη και τα βάσανα των μελών της. Το βασικό πράγμα που χρειάζεται κανείς να θυμάται για το "Carnal Knowledge" είναι ότι μιλούσε για μια συγκεκριμένη γενιά αντρών. Δεν νομίζω ότι αυτοί οι άντρες υπάρχουν σήμερα και νομίζω πως ο φεμινισμός άλλαξε τους πάντες σε κάποιο βαθμό», θα δήλωνε χρόνια αργότερα ο Νίκολς για αυτό που ο ίδιος περιέγραφε ως την πιο «σκοτεινή» του ταινία.
H Μέριλ Στριπ και ο Στίβεν Χιλ στο «Heartburn» του 1986
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν ο Νίκολς θα άνοιγε την κρεβατοκάμαρα της φιλμογραφίας του σε κάθε πιθανή «ενήλικη» αναζήτηση, προσωπική, πολιτική, κοινωνική επιστρέφοντας συχνά στο σεξ και τις σχέσεις ανάμεσα στις γυναίκες και τους άντρες, τις γυναίκες και τους άντρες μεταξύ τους. Χωρίς καμία διάθεση διδακτισμού ή «ηθικοπλαστικής» συνείδησης, ο Νίκολς θα ολοκλήρωνε ένα έργο στις παρυφές της «ελευθερίας» από κάθε σύμβαση με τον ευφυή τρόπο που οφείλει να το κάνει ένας σκηνοθέτης που εργάζεται μέσα στο σύστημα αλλά ξέρει πως ακριβώς να το διαβρώσει.
Από τις μεγάλες γυναικείες φιγούρες του έργου του (προσθέστε όσες θέλετε στις Ελίζαμπεθ Τέιλορ του «Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ;», Αν Μπάνκροφτ στον «Πρωτάρη», Σίρλεϊ ΜακΛέιν του «Postcards from the Edge», Μέριλ Στριπ στη «Κάρεν Σίλκγουντ», Μέλανι Γκρίφιθ και Σιγκούνρι Γουίβερ στο «Εργαζόμενο Κορίτσι», Τζούλια Ρόμπερτς στο «Closer») και την οργισμένη αντίδραση του μέσα στις δεκαετίες για τη θέση των γυναικών ηθοποιών στη βιομηχανία, μέχρι το δικό του άγγιγμα στην γκέι κουλτούρα (είτε αυτό ήταν το διασκεδαστικό ριμέικ του «Κλουβί με τις Τρελές» είτε το αριστουργηματικό «Angels in America») και την βαθιά αγάπη του για την τέχνη, ο Μάικ Νίκολς υπήρξε στις καλύτερες του στιγμές ένας ατρόμητος παρατηρητής μισού περίπου αιώνα κουλτούρας του θεάματος.
Σκηνή από το τηλεοπτικό «Angels in America»
Είναι και αυτή η ιστορία που αναφερόταν πάντοτε όταν κάποιος ήθελε να περιγράψει το σινεμά του Νίκολς. Οταν στα 8 του χρόνια, όταν μόλις είχε δραπετεύσει από το Βερολίνο μαζί με τους γονείς του και τον έλεγαν ακόμη Μάικλ Ιγκόρ Πετζκόφσκι. Περπατώντας στη Νέα Υόρκη είδε μια πινακίδα σε ένα εστιατόρια γραμμένη στα εβραϊκά. Και ρώτησε τον πατέρα του «Αυτό επιτρέπεται;». Σε κάθε κομμάτι του πολυβραβευμένου θεατρικού, τηλεοπτικού και κινηματογραφικού του έργου απαντούσε σε αυτήν ακριβώς την ερώτηση...
O Μάικ Νίκολς στα γυρίσματα του «Catch-22»
Διαβάστε ακόμη:
Tags: Μάικ Νίκολς