Στην όγδοη και τελευταία για τη σεζόν διαδρομή της στην Χαμένη Λεωφόρο του Ελληνικού Σινεμά, η ΕΣΠΕΚ μοιράζεται με τους συνοδοιπόρους της τέσσερις ιστορίες έρωτα, βίας και προδοσίας (όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά), όπως τις διηγήθηκαν οι Κώστας Μανουσάκης, Τάκης Κανελλόπουλος και Νίκος Νικολαϊδης.
Οι ταινίες που θα προβληθούν τη Δευτέρα 28 Μαΐου είναι η «Προδοσία» του Κώστα Μανουσάκη, ο «Ουρανός» και η «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου. Με γενικό τίτλο «Λ’ αμούρ ε λα βιολάνς», οι τελευταίες προβολές για αυτή τη σεζόν ολοκληρώνονται με το «Singapore Sling» του Νίκου Νικολαΐδη στη μεταμεσονύκτια προβολή της Παρασκευής.
Για τις τρείς ταινίες της Δευτέρας 28 Μαΐου γράφουν τρεις φανατικοί θιασώτες της «Χαμένης Λεωφόρου του Ελληνικού Σινεμά», ο Βασίλης (Piranha) Δημητρούλιας, ο Κωνσταντίνος Δαγκριτζίκος και η Πηνελόπη Τσιλίκα. Αν βρεθήκατε σε μια από τις προηγούμενες επτά προβολές, θα τους συναντήσατε σίγουρα...
O Βασίλης (Piranha) Δημητρούλιας γράφει για την «Προδοσία» του Κώστα Μανουσάκη
Θα γράψεις για την «Προδοσία», του Κώστα Μανουσάκη;
Δεν το θυμάμαι, μπορεί και να μη το ‘χω δει.
Θα σου φέρω το dvd.
Δεν είναι το είδος που συνήθως ασχολούμαι.
Καλύτερα.
Μα...
Πες «ναι».
Ναι.
Ανάμεσα στον εξαφανισμένο «Ερωτα Στους Αμμόλοφους» (1958) και στον εμβληματικό «Φόβο» (1966), ο Κώστας Μανουσάκης, ένας ιδιαίτερος κινηματογραφικός δημιουργός (όπως κυρίως από τη τρίτη και τελευταία του ταινία απεδείχθει), είχε κληθεί από έναν εμπορικό παραγωγό (Κλέαρχος Κονιτσιώτης) και μας είχε παραδώσει τη «Προδοσία» (1964). Θα χρησιμοποιήσει εμπορικούς, μα συγχρόνως καλλιτεχνικά επαρκείς, πρωταγωνιστές (Πέτρος Φυσσούν, Έλλη Φωτίου, Μάνος Κατράκης) και θα οδηγήσει την ταινία σε βραβεία, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1964 (5η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου, τότε) και στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Μόσχας 1965, καθώς και σε επίσημη συμμετοχή στις Κάννες, του ’65.
Βραβείο σεναρίου (Aρης Αλεξάνδρου - Κώστας Μανουσάκης), φωτογραφίας (Νίκος Γαρδέλης), Α’ Ανδρικού (Πέτρος Φυσσούν), Πανελλήνιας Ενωσης Κριτικών Κινηματογράφου (καλύτερης ταινίας), στην Θεσσαλονίκη. Ειδικό Βραβείο «Ειρήνης», στη Μόσχα. Τέλος, (άδικη) γκρίνια, στις Κάννες. Και εξηγούμαι. Οι Γάλλοι κριτικοί, προφανώς παρασυρμένοι από τις ατέλειωτες (δεν τις χρονομέτρησα, αλλά διαβάζω στατιστικό για το 20% της ταινίας) εμβόλιμες σκηνές στοκ, από ναζιστικές παρελάσεις, και το θέμα «μικτού» κατοχικού ζευγαριού, της ταινίας, βιάστηκαν, λάθεψαν και την αδίκησαν, χαρακτηρίζοντάς την φιλοναζιστική. Έπεσαν έξω. Οι υπερβολικά πολλές σκηνές (στοκ) ναζιστικών παρελάσεων, μπορεί να αποτελούσαν κινηματογραφικό ατόπημα, καθόλου όμως δεν χαρακτήριζαν ιδεολογικά τη ταινία. Και το θέμα ταμπού, του μικτού έρωτα, κατακτητή και υποδούλου, ήταν σίγουρα δυσκολοχώνευτο και για τους Γάλλους (ας μην ξεχνάμε, βέβαια, πως κατείχαν τα πρωτεία, απ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες σ’ αυτό το θέμα, που πλήγωσε πολύ το έθνος τους, κυρίως μετά την απελευθέρωση) και για το υπόλοιπο κοινό, αλλά επίσης ουδόλως οδήγησε τη ταινία σε φιλοναζιστικά μονοπάτια. Κάτι τέτοιο, βέβαια, θα το απέκλειε και μια ματιά μόνο στα ζενερίκ των συντελεστών της ταινίας. Αρκεί αναφορά, στον, πίσω από την κάμερα, συν-σεναριγράφο Άρη Αλεξάνδρου (με αντιστασιακή, αριστερή δράση, στη κατοχή) και στην μπροστά από την κάμερα, Ζωρζ Σαρή (αντιστασιακή και ΕΠΟΝίτισα), για να αναφέρουμε μόνο δύο, για να καταλάβουμε πως φιλοναζιστικό υπόβαθρο στη ταινία δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Ούτε οι Σοβιετικοί βέβαια, θα έδιναν Βραβείο «Ειρήνης» στη ταινία. Πάνω απ’ όλα όμως, για τις προθέσεις της, δεν θα μπορούσε να πέσει έξω το ελληνικό κοινό, που τίμησε τη ταινία με 450.000 περίπου εισιτήρια, οδηγώντας την στην 6η θέση, μεταξύ 94 ταινιών, εκείνη τη κινηματογραφική χρονιά.
Στη ταινία, στα πρώτα 9 λεπτά, βλέπουμε την κατάληξή της (δεν την αποκαλύπτουμε) και ο υπόλοιπος, κύριος, φιλμικός χρόνος είναι ένα μεγάλο φλας μπακ, με την υπόθεσή της. Αφορά έναν γερμανό αξιωματικό (Π. Φυσσούν) που θα «φιλοξενηθεί» σε σπίτι έλληνα καθηγητή (Μ. Κατράκης) και θα ερωτευτεί την ανιψιά του (Έλ. Φωτίου), που στη πραγματικότητα είναι Εβραία, που κρύβει ο καθηγητής και στα πρόθυρα του γάμου, ο Γερμανός μαθαίνει, από την ίδια, την καταγωγή της και… (είπαμε, δεν θα προχωρήσουμε σε spoiler, μιας και φαντάζομαι πως πολλοί που θα διαβάζουν αυτό το κείμενο, θα είναι στην αίθουσα, την Δευτέρα 29 Μαϊου και πιθανότατα να μην την έχουν δει).
Δυσκολοχώνευτο το θέμα της «Προδοσίας». Πως να συμπάσχει ο θεατής με το ζευγάρι; Αυτός, όσο και αν προσπαθεί να φερθεί σαν φιλανθρωπιστής ή αργότερα σαν θύμα μιας απαράδεκτης ιδεολογίας, είναι ο σκληρός κατακτητής που καταπατά με βία τη πατρίδα. Αυτή, τον ερωτεύεται, ενώ δίπλα, της ο λαός που την φιλοξενεί πεινά, ματώνει, πεθαίνει και λίγο μακρύτερα το γένος της εξολοθρεύεται. Η ταινία όμως, του Κ. Μανουσάκη, είναι κυρίως ανθρώπινη. Την ενδιαφέρουν, δύο ανθρώπινες υπάρξεις, ο έρωτας που είναι τυφλός και που, σε κάποιες συγκυρίες, οδηγεί σε δραματικές καταστάσεις. Το πρωταγωνιστικό ζευγάρι, εξυψώνεται από τον έρωτα και καταβαραθρώνεται από την λάθος χρονική στιγμή. Ο δημιουργός Μανουσάκης, βέβαια, ενδιαφέρεται και για την εικόνα. Στυλίστας σκηνοθέτης, είναι ο άρχων των πλάνων του, με υπέροχα καδραρίσματα και κίνησεις της κάμερας, που άλλοτε παίρνει θέση και κινηματογραφεί από χαμηλά, για να δείξει τον κατακτητή ψηλά και άλλοτε από ψηλά, για να δείξει τους υπόδουλους άλλους χαμηλά. Έχει ευτυχήσει, βέβαια, να έχει στη διεύθυνση της φωτογραφίας, τον Νίκο Γαρδέλη, σε μεγάλα κέφια. Άψογη η βραβευμένη, ασπρόμαυρη φωτογραφία του, με τις φωτοσκιάσεις, να φέρνουν στο νου μεγάλες στιγμές σπουδαίων συναδέλφων του, από το αμερικάνικο ή το γαλλικό νουάρ. Η ταινία είναι πλημμυρισμένη από συναισθήματα, τα οποία κυρίως μας παραδίδονται, μέσα από σιωπές. Είναι ολιγόλογη και προτιμά την εικόνα για την απόδοση των συναισθημάτων των ηρώων της.
Παράδειγμα, για το παραπάνω, η καλύτερη ίσως σκηνή της ταινίας, που είναι και η αρχή του δράματος, όπου η Λίζα (Φωτίου) αποκαλύπτει, στον Καρλ (Φυσσούν), την καταγωγή της και τα λόγια της καλύπτονται κάτω από τον δυνατό θόρυβο του τραίνουκαι ο θεατής αντιλαμβάνεται τις αντιδράσεις τους μόνο από τις εκφράσεις των προσώπων τους.
Ραντεβού στην αίθουσα.
Προδοσία του Κώστα Μανουσάκη (1964) | Ενας Γερμανός αξιωματικός μένει στο σπίτι ενός Έλληνα καθηγητή και ερωτεύεται την ανιψιά του, που βρήκε καταφύγιο στο σπίτι του καθηγητή. Το ζευγάρι είναι έτοιμο να παντρευτεί, όταν ο Γερμανός μαθαίνει την καταγωγή της κοπέλας και την παραδίδει στην Γκεστάπο. | Παραγωγή: Κλέαρχος Κονιτσιώτης | Σενάριο: Κώστας Μανουσάκης, Άρης Αλεξάνδρου | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Νίκος Γαρδέλης | Παίζουν οι: Πέτρος Φυσσούν, Μάνος Κατράκης, Έλλη Φωτίου, Δημήτρης Μυράτ, Δημήτρης Νικολαϊδης, Ζωρζ Σαρρή κ.α. | Βραβεία - Διακρίσεις: Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου 1964, Σεναρίου, Φωτογραφίας & Α’ Ανδρικού Ρόλου 5η Εβδομάδα Ελληνικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1964, Ειδικό Βραβείο Επιτροπής Ειρήνης Φεστιβάλ Μόσχας 1965. Η ταινία διαγωνίσθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 1965
Ο Κωνσταντίνος Δαγριτζίκος γράφει για τον «Ουρανό» του Τάκη Κανελλόπουλου
Δεν ξέρω τι να γράψω για τον Ουρανό. 1940. 1941. 1962. 2017. Φοβάμαι πάντα ότι είμαι ανίκανος να εκφράσω, είτε προφορικά, είτε γραπτά, τις σκέψεις / εντυπώσεις / αισθήσεις για κάτι το οποίο βίωσα. Μία ταινία, ένας δίσκος, ένα φαγητό, μία εκδρομή, οποιαδήποτε εμπειρία. Δεν βρίσκω και λόγο να μοιραστώ, να κουβεντιάσω, να σχολιάσω κάτι σχετικό. Συνήθως τα κρατάω μέσα μου και το κουβεντιάζω με τον εαυτό μου. Τα περνάμε τέλεια! Αλλά θα γράψω για τον Ουρανό. Γιατί ήταν μία φανταστική ταινία. Δεν την βίωσα όπως πρέπει, σε 35άρι φιλμ, αλλά θα τη βιώσω τη Δευτέρα στην προβολή στο Άστορ, στο αγαπημένο μου μηνιαίο ραντεβού. Την είδα σε έναν σπιτικό προτζέκτορα. Ακόμα και έτσι όμως, ήταν απίστευτη. Όλες οι σκηνές ήταν σαν φωτογραφίες, τέλεια ζυγισμένες, ιδανικά τοποθετημένες. Αυτό το ασπρόμαυρο, που δεν θα μπορούσα να το φανταστώ αλλιώς. Ακόμη και έγχρωμη να ήταν αυτή η ταινία, το μάτι μου θα την έγδυνε και θα την άφηνε δίχως χρώμα (μου αρέσει πολύ που γράφω ‘κριτική’ για ταινία και χρησιμοποιώ την λέξη ‘δίχως’). Οι αντιθέσεις του έντονου καμένου άσπρου χιονιού και του μαύρου χώματος και της νύχτας. Η κιθάρα. Αυτή η κιθάρα, αυτή η μουσική, που σε πέταγε στο πάτωμα, σου βάραινε τα μάτια και σε έβαζε μέσα στο σκηνικό. Δυστυχώς υπήρχαν και αυτές οι άγαρμπες διακοπές με το βιασμένο αρχειακό υλικό, εμβόλιμο χωρίς την έγνοια του δημιουργού, που σε πέταγαν εκτός κάθε λίγη ώρα. Ακόμη και αυτό όμως ήταν μία θεμιτή αντίθεση, που θύμιζε το πόσο καλοκουρδισμένος είναι ο μηχανισμός της νοητικής καθοδήγησης. Από τη μία ο Τάκης Κανελλόπουλος, με τον προσωπικό του ρυθμό, τη δική του ματιά, την δημιουργική μοναδική ατομικότητα, που αν σε πάρει, σε… πήρε. Από την άλλη το άχαρο και βίαια τραβηγμένο υλικό που μετέφερε τα γεγονότα στο ευρύ κοινό. Δύο αφηγήσεις διαφορετικές. Δύο αφηγήσεις με διαφορετικό προορισμό. Οι σχέσεις, οι διάλογοι, οι διαδρομές, το ατελείωτο χιόνι. Οι ξιφολόγχες και οι κραυγές. Και το Ποτάμι. Μαζί με τον Ουρανό. Αλλά κυρίως το Ποτάμι, το Νερό. Η Επιστροφή.
Ουρανός του Τάκη Κανελλόπουλου (1962) | Στη μακεδονική επαρχία δύο ζευγάρια χωρίζουν με την έναρξη του πολέμου. Οι δύο άντρες πάνε στο μέτωπο της Αλβανίας. Πολεμούν πλάι-πλάι ώσπου σκοτώνονται, το μέτωπο καταρρέει και το πένθος σκεπάζει τα πάντα. | Παραγωγή: Βασιλεία Δρακάκη | Σενάριο: Τάκης Κανελλόπουλος, Γιώργος Κιτσόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Γρηγόρης Δανάλης, Giovanni Varriano | Παίζουν οι: Αιμιλία Πίττα, Τάκης Εμμανουήλ, Νίκος Τσαχιρίδης, Φαίδων Γεωργίτσης, Ελένη Ζαφειρίου κ.α. | Βραβεία - Διακρίσεις: Βραβείο Φωτογραφίας 3η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1962, Αργυρό Μετάλλιο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Νάπολης 1963, Βραβείο Σκηνοθεσίας & Παραγωγής Κρατικά Βραβεία Ποιότητας ΥΠΠΟ Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1964. Η ταινία διαγωνίσθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών 1963
H Πηνελόπη Τσιλίκα γράφει για την «Εκδρομή» του Τάκη Κανελλόπουλου
Στράτο.
Ξέρε το καλά, στο τέλος ό,τι και να γίνει θα κερδίσω εγώ.
Σ' αγαπώ.
Aκουσες τί είπα;
Σύζυγος υπολοχαγού του ελληνικού στρατού ερωτεύεται τον ιεραρχικά κατώτερο λοχία, που όμως δε χαμπαριάζει μπροστά στον κίνδυνο, το λέει η καρδιά του, έχει σώσει τον άντρα της δυο φορές στη μάχη και του κλέβει και τη γυναίκα.
Πιασιάρικη η υπόθεση αλλά η «Εκδρομή» δεν έχει σασπένς και δράση, είναι μάλλον μια ταινία σαν αλληλογραφία. Σκηνές και πλάνα αφήνουν κάποια απόσταση από το επόμενο, σαν γράμμα που στέλνεται και περιμένει απάντηση, κι η μουσική δεν αλλάζει, δε δημιουργεί εντάσεις ούτε αγωνία, ο Μαμαγκάκης μάλλον είναι ο ταχυδρόμος. Τα πρόσωπα στο κέντρο, κοντά και πολύ φωτεινά, δε λένε πολλά, κι όταν μιλάνε είναι σα να γράφουν ο ένας στον άλλον, ο ένας από το μέτωπο κι η άλλη από το σπίτι, ο ένας από το παρόν και ο άλλος από το παρελθόν, κι ας κάθονται δίπλα-δίπλα στο παγκάκι.
Η γυναίκα λέει στον εραστή της: «ονειρεύομαι μια εκδρομή, οι δυο μας, κοντά στη θάλασσα». Κι όταν οι δυο τους κλέβονται και ξεκινάνε την πορεία τους προς την ελευθερία, ο Κανελλόπουλος κάνει κάτι που έχει ενδιαφέρον, μας αποκαλύπτει σιγά σιγά ότι κάποτε οι τρεις τους, ζευγάρι και λοχίας, υπήρξαν μέλη της ίδιας παρέας: η πρώτη συνάντηση στο σταθμό του τραίνου, μπάνια στη θάλασσα, αστεία στην προβλήτα, φωτογραφίες, χοροί, η γυναίκα κάνει κούνια και είναι ο ένας από τη μία κι ο άλλος από την άλλη που της δίνουν ώθηση. Κι αυτές οι στιγμές είναι οι πρώτες και οι μόνες που τους βλέπουμε να γελάνε, γελάνε και οι τρεις μαζί, και οι τρεις εν ειρήνη.
Τώρα το να πούμε ότι ο Κανελλόπουλος έκανε μία νύξη για τη δυνατότητα να υπάρξει έρωτας πέρα από το κλειστό μονογαμικό πρότυπο της εποχής μπορεί για κάποιους να παραπάει, και προσωπικά δεν έχω την παραμικρή ιδέα για τις απόψεις του επί του θέματος. Το σίγουρο πάντως είναι ότι από τη στιγμή που ο λοχίας βάζει μπροστά το πρόταγμα του πολέμου, ή θα κερδίσω ή θα χάσω, και «ξέρε το καλά, στο τέλος ό,τι και να γίνει θα κερδίσω εγώ» (σ.σ. αυτά είναι τα πρώτα λόγια του ρόλου), τα πράγματα κάπως μεταστρέφονται. Κι όταν εμφανίζεται στη γυναίκα (σ.σ. την λέγανε Ειρήνη) και της λέει «λιποτάχτησα, θα έρθεις μαζί μου», και η γυναίκα τον ακολουθεί μπας και πάνε κάποτε αυτήν την εκδρομή που τόσο ονειρευόταν, τότε δεν τους περιμένουν γέλια και χαρές, τους περιμένει μόνο κακουχία, λάσπες, εξάντληση, πυρετός και κάτι στρατιώτες που τους την έχουνε στημένη κι από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γιατί, ό,τι και να λένε, η εκδρομή αυτή είχε ήδη γίνει.
Εκδρομή του Τάκη Κανελλόπουλου (1966) | Σε μια συνοριακή κωμόπολη, η σύζυγος ενός υπολοχαγού συνδέεται ερωτικά μ’ έναν φίλο τους και λοχία. Όταν ο σύζυγος τραυματίζεται σοβαρά, ο λοχίας της λέει ότι σκοτώθηκε και την πείθει να φύγουν μαζί. Εκείνη ανακαλύπτει μεν την αλήθεια, προτιμά όμως να ακολουθήσει τον λιποτάκτη εραστή της. | Παραγωγή: Κώστας Κανελλόπουλος | Σενάριο: Γιώργος Κιτσόπουλος | Διεύθυνση Φωτογραφίας: Συράκος Δανάλης | Μουσική: Νίκος Μαμαγγάκης | Παίζουν οι: Λίλυ Παπαγιάννη, Άγγελος Αντωνόπουλος, Κώστας Καραγιώργης, Κώστας Λαχάς κ.α. | Βραβεία - Διακρίσεις: Βραβείο Φωτογραφίας & Τιμητική Διάκριση Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης 1966, Βραβείο Μουσικής & Α’ Γυναικείου Ρόλου Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου