To 2011, o τότε (πρώτος) Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Τάσος Μπουλμέτης, μιλούσε στην κάμερα του νεοσύστατου Flix για το νέο αυτό φορέα που είχε τις ρίζες του στην επιτροπή Γαβρά, γεννήθηκε μέσα από τους «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» και κατάφερε να γίνει πραγματικότητα κόντρα σε όλες τις προβλέψεις.
Η απάντησή του στην ερώτηση πώς φαντάζεται την Ακαδημία σε 10 χρόνια ήταν, ανάμεσα σε άλλα, και η εξής: «Φαντάζομαι την Ακαδημία μετά από 10 χρόνια ως ένα φορέα που θα έχει ξεπεράσει τα όρια της κινηματογραφικής κοινότητας και θα έχει ένα θεσμικό, δημόσιο λόγο στην ελληνική κοινωνία».
Για ένα δημόσιο λόγο εκτός κινηματογραφικής κοινότητας ο δρόμος είναι σίγουρα ακόμη πολύ μακρύς, ωστόσο στα 10 της χρόνια η Ακαδημία έχει σίγουρα ένα σημαντικό λόγο στην κινηματογραφική κοινότητα και ένα λόγο σε όλα όσα πέτυχε το ελληνικό σινεμά την πιο δύσκολη δεκαετία της πρόσφατης επιτυχημένης ζωής του. Μακριά από τα (χρηματικά) κρατικά βραβεία και όλα όσα έκαναν την όλη υπόθεση «ελληνικό σινεμά» να θυμίζει μια επαρχιακής νοοτροπίας φιέστα για τους λίγους, η Ακαδημία συνέπεσε με το νέο ελληνικό σινεμά που βγήκε από τη χώρα και που συνεχίζει να αναζητά την ταυτότητά του εντός και εκτός συνόρων.
Σε αναζήτηση ταυτότητας μάλλον βρίσκεται και η Ακαδημία που έχοντας πετύχει μεγάλο μέρος όλων όσων φιλοδοξούσε στο ξεκίνημά της, μοιάζει να βρίσκεται σε ένα σημείο μηδέν. Καθρέφτης αυτής της κομβικής στιγμής και η τελετή απονομής των βραβείων Ιρις που έγινε τη Μεγάλη Τρίτη 23 Απριλίου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, μια ατυχής στιγμή που δεν πέρασε απαρατήρητη.
Διαβάστε αναλυτικά: Βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2019: Οι νικητές
Ακολουθούν πέντε σημεία που θα άξιζε να οδηγήσουν την Ακαδημία στη δεύτερη δεκαετία της ζωής της, λίγο πιο σοφή:
Το σύστημα βγάζει λάθη: Προφανώς για τον τρόπο με τον οποίο υπολογίζονται οι υποψηφιότητες των βραβείων Ιρις ακολουθείται μια πρακτική που έχει δοκιμαστεί σε κάποια άλλη Ακαδημία ή παρόμοια διαδικασία βραβείων. Ωστόσο, ήδη από πέρσι αλλά πιο εμφανώς φέτος, είναι πλέον αυταπόδεικτο πως χρειάζεται κάποια άλλαγή. Η λογική των τριών υποψηφίων - στις κατηγορίες εκτός από αυτές της Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Μικρού Μήκους Ταινίας - αποκλείει ειδικότητες από ταινίες που ήδη ξεχωρίζουν στις υποψηφιότητες και κυρίως αποκλείει ταινίες που θα έδιναν σε όλη τη διαδικασία των βραβείων το στοιχείο της πολυσυλλεκτικότητας (που διαθέτει έτσι κι αλλιώς το ελληνικό σινεμά) αλλά και της έκπληξης (που, εκτός όλων, είναι απαραίτητη για να κρατήσει το ενδιαφέρον της απονομής ως θέαμα). Φέτος υπήρξαν «ηχηρές» απουσίες που αντί να ενισχύσουν την ψήφο των μελών της Ακαδημίας, αποδυνάμωσαν το τελικό αποτέλεσμα, πράγμα που με τον ένα ή τον άλλον τρόπο φάνηκε και στα ίδια τα βραβεία.
Τελετή: Πώς πρέπει να είναι οι τελετές απονομής των βραβείων Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου; Σίγουρα οχι σαν αυτή του 2019, που σαν να ήθελε να κάνει ακριβώς αυτό που τόσα χρόνια η Ακαδημία προσπαθούσε να μην κάνει. Με δύο εντελώς miscast παρουσιαστές (τη Μπέσσυ Μάλφα και τον Γεράσιμο Σκιαδαρέση), οι οποίοι εκτός από τη δική τους αμηχανία προς την παρουσίαση είχαν να διαχειριστούν και μερικά από τα πιο ανέμπνευστα, πρόχειρα κείμενα που έχουμε ακούσει σε τελετή απονομής βραβείων, φέτος σχεδόν όλες οι επιλογές της Ακαδημίας ήταν λάθος. Το χιούμορ ήταν φτηνό, οι επιλογές των τραγουδιών που συνόδευαν τις βραβεύσεις αλλά και των τραγουδιών ενδιάμεσα της τελετής άκαιρες (το «gucci φορεμα» του Mαζωνάκη σε διασκευή ως χαλί πριν το βραβείο ενδυματολογίας δεν είναι κάτι που ανταποκρίνεται στην Ακαδημία), η πάγια πρακτική της Ακαδημίας να επιλέγει για παρουσιαστές των βραβείων ανθρώπους με ιδιότητες κοινωνικής ευθύνης εκτός κινηματογράφου έδειξε φέτος πόσο κουρασμένη είναι, ενώ κάθε αναφορά εκ μέρους των παρουσιαστών στο σεξισμό και στη θέση των γυναικών στην κοινωνία και τον κόσμο του σινεμά ξεκινούσε από αμήχανα για να κορυφωθεί σε σχεδόν ντροπιαστικά. Η καθόλου κλεφτή ματιά στον «παλιό καλό ελληνικό κινηματογράφου» ήταν επίσης εντελώς αντιδραστική και χωρίς την παραμικρή διάθεση... οίκτου στην εκμετάλλευσή του. Η ασφάλεια του light vintage που εξαντλείται συνήθως σε ατάκες της Αλίκης Βουγιουκλάκη και «τα κινηματογραφικά» του Μάνου Χατζιδάκι, μάλλον πάνε αντίθετα σε όσα το σύγχρονο ελληνικό σινεμά κατάφερε: να σταματήσει το βλέμμα να πέφτει προς τα πίσω, αλλά προς τα εμπρός. Αν από το παλιό καθεστώς των κρατικών βραβείων φτάνουμε δέκα χρόνια μετά στο «χειλάκι πετροκέρασο» δεν μιλάμε μόνο για ένα απλό αισθητικό λάθος, αλλά για ένα πολιτικό λάθος. Δεν ζητάει κανείς από την τελετή απονομής των βραβείων της Ακαδημίας να είναι το ωραιότερο σόου του κόσμου (εδώ ούτε τα Οσκαρ δεν είναι...), αλλά είναι σαφές ότι η τελετή των βραβείων του ελληνικού σινεμά στα 2010s (και σύντομα 2020s) θα έπρεπε να είναι σύγχρονη, όπως κι εκείνο. Να έχει σπάσει τα όρια του γραφικού ελληνικού χιούμορ, όπως κι εκείνο. Να έχει σπάσει τα όρια του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, γιατί δεν γιορτάζουμε πια εκείνον. Να δείχνει φρέσκια και μοντέρνα και κάτι που τιμά τους κινηματογραφιστές του σήμερα που κάνουν κάτι εντελώς άλλο - όπως επεσήμανε μόνο ο εμβληματικός εκπρόσωπος του «παλιού ελληνικού σινεμά», Γιάννης Βογιατζής όταν ανέβηκε στη σκηνή.
Μετάδοση: Η τελετή απονομής των Βραβείων Ιρις μεταδίδεται από πέρσι σε live streaming, ταυτόχρονα με τη διεξαγωγή της, και σε ένα δεύτερο χρόνο προβάλλεται σε κάποιο κανάλι - φέτος αυτό το κανάλι είναι ο Alpha. Παρά την τεχνολογία και την εμπειρία, τίποτα από τα δύο δεν λειτουργεί με τον ευεργετικό τρόπο που θα μπορούσε και με επιπρόσθετο εμπόδιο την πλήρη απουσία διαφήμισης της βραδιάς ακόμη και σε επίπεδο χορηγών επικοινωνίας. Το φτωχό live streaming, από τη μία, δεν μεταφέρει σωστά τη «γιορτινή» ατμόσφαιρα μιας γεμάτης αίθουσας, ειδικά όταν έχει προβλήματα στον ήχο. Και η τηλεοπτική μετάδοση, από την άλλη, δεν εμπεριέχεται πουθενά μέσα στο κείμενο και τη σκηνοθεσία της βραδιάς. Ανθρωποι που σκύβουν (βάζοντας γυαλιά) για να διαβάσουν, κατεβατά που εναντιώνονται στον τηλεοπτικό χρόνο και το attention span του μέσου τηλεθεατή, καμία καθοδήγηση στους παρουσιαστές και βραβευμένους ότι απευθύνονται και σε κόσμο που δεν τους γνωρίζει, απροετοίμαστοι παρουσιαστές και παρουσιαστές βραβείων. Κυρίως όμως καμία πρόβλεψη να συστηθεί το σημαντικότερο κομμάτι της βραδιάς, οι ταινίες δηλαδή, σε ένα κοινό που - όπως ξέρουμε από τα χαμηλά έως ανύπαρκτα εισιτήρια των ελληνικών ταινιών σιτς αίθουσες - μπορεί να μην τις έχει ακούσει και ποτέ. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Οσκαρ διαθέτουν χρόνο από την μακρά τους τηλεοπτική μετάδοση για να παρουσιάσει κάποιος ταινίες τόσο δημοφιλείς όσο το «Ενα Αστέρι Γεννιέται» ή το «Πράσινο Βιβλίο» για να μιλήσει κανείς μόνο για φέτος. Σκεφτείτε πόσο σημαντικό θα ήταν για έναν μέσο θεατή να ακούσει έστω και τις υποθέσεις των υποψήφιων ταινιών - παίρνοντας μια πρώτη ορθή εικόνα για το τι είναι τελικά το παρεξηγημένο ελληνικό σινεμά.
Μια γενική απαξίωση (στον αέρα): Από τελετή σε τελετή και με το ελληνικό σινεμά να φθίνει ως... αξία τόσο στα μάτια μιας ανύπαρκτης εθνικής πολιτικής και ενός (σχεδόν) ανύπαρκτου κοινού, δεν είναι καθόλου ιδέα μας πως αυτό που κάποτε ξεκίνησε με δύναμη από τους «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» έχει αρχίσει να χάνει το όποιο ενδιαφέρον του και να απαξιώνεται. Από τους ευχαριστήριους λόγους που (με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις) έγιναν από βραβευμένους - μέλη της Ακαδημίας - που έμοιαζαν να βαριούνται που βραβεύθηκαν, μέχρι μια γενική ατμόσφαιρα αδιαφορίας προς την Ακαδημία που φτάνει μέχρι το σνομπισμό και καταλήγει στην απαξίωση από τους ίδιους τους ανθρώπους που είναι η Ακαδημία και η οποία τους βραβεύει, να ένα δυνατό καμπανάκι για να ξυπνήσει τουλάχιστον όσους έξυπνους γνωρίζουν πως η Ακαδημία είναι και οφείλει να είναι κάτι μεγαλύτερο από τα μέλη της.
Πάλι από την αρχή;: Η επανεκκίνηση δεν είναι ποτέ κακός οδηγός, ειδικά για έναν θεσμό, όπως αναμφισβήτητα είναι (και πάλεψε άξια γι' αυτό) η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου. Μπαίνοντας στη δεύτερη δεκαετία της ζωής της, ίσως πραγματικά χρειάζεται ένα (μεγάλο) pause και μια από την αρχή αναθεώρηση όλων των εκφάνσεών της. Από τα βραβεία μέχρι τις δράσεις της και από το δημόσιο λόγο της μέχρι το ρόλο που φιλοδοξεί να παίξει στο ελληνικό σινεμά, η Ακαδημία χρωστάει (κυρίως στην ίδια) να επανεξετάσει τα πάντα και να κινηθεί πλέον προς την εύρεση λύσεων. Οι μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει είναι το ανύπαρκτο ενδιαφέρον του κόσμου για τα βραβεία (οι φετινές προβολές των ελληνικών ταινιών που βραβεύθηκαν τα 10 χρόνια της Ακαδημίας είναι μια καλή αρχή που χρειάζεται μεγάλη βελτίωση για να γίνει ελκυστική), το ολοένα χρόνο με το χρόνο μειωμένο ενδιαφέρον των ίδιων των μελών της για την Ακαδημία και τις δράσεις της, την μη αύξηση των μελών της Ακαδημίας που θα έδινε έναν αέρα αναζωογόνησης στις διαδικασίες και κυρίως το ρόλο που πρέπει να παίξει - ως μέρος της πολυπόθητης εθνικής πολιτικής για τον κινηματογράφο - ως σύνδεσμος του κοινού με την ελληνική ταινία.
Πριν λίγες εβδομάδες, ο νυν Πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, Βασίλης Κατσούφης, είχε κάνει στο Flix τον απολογισμό των 10 χρόνων της Ακαδημίας. Κλείνοντας τη συνέντευξή του είχε δηλώσει πως ο στόχος της Ακαδημίας για αυτή τη δεύτερη δεκαετία της ζωής της είναι:«Να συνεχίσει να είναι παρούσα κι ενεργή στα κινηματογραφικά δρώμενα παρεμβαίνοντας δημιουργικά όπου χρειάζεται. Αλλωστε η Ακαδημία, είναι ο καθρέφτης του ελληνικού σινεμά».
Οπως γνωρίζουν όλοι οι άνθρωποι - και ειδικά αυτοί του ελληνικού σινεμά - κανείς δεν είπε ποτέ πως θα ήταν εύκολο. Οπως όμως αποδείχτηκε τότε με την ίδρυση της Ακαδημίας το 2009, η προσπάθεια (μερικές φορές) αξίζει τον κόπο.
Δείτε ακόμη: Βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου 2019: H απονομή με τον τρόπο του Flix