Σύμφωνα με το ρεπορτάζ των New York Times, το «China Doll» είναι σαν αυτοκινητιστικό δυστύχημα: όλοι ξέρουν ότι θα δουν κάτι τραγικά κακό, αλλά δεν μπορούν να σταματήσουν να κοιτάνε. Τώρα μάλιστα κλείνουν εισιτήρια από περιέργεια: «πόσο κακό μπορεί να είναι;» Κι όμως, όταν ξεκίνησαν όλα, ο παραγωγός Τζέφρι Ρίτσαρντς ήταν ενθουσιασμένος. Δε δυσκολεύτηκε καθόλου να βρει τα 3.5 εκατομμύρια χρηματοδότησης όταν ανέφερε μαζί τα δύο ονόματα: Ο Ντέιβιντ Μάμετ («American Buffalo», «Glengarry Glen Ross») υπογράφει το κείμενο, ο Αλ Πατσίνο πρωταγωνιστεί. Ποιος θα του έλεγε όχι;
Διαβάστε επίσης: Ο Αλ Πατσίνο υποψήφιος φέτος για Χρυσή Σφαίρα
Η προπώληση ξεκίνησε διθυραμβικά: από τον Οκτώβριο είχαν μπει στα ταμεία 5 εκατομμύρια δολάρια. Δεν είχε γίνει καν το πρώτο preview και η παραγωγή είχε βγάλει κέρδος. Ο,τι όμως έμοιαζε με κερδισμένο στοίχημα τότε, σήμερα συγκρίνεται με το... «Moose Murders», την παράσταση του 1983 που ακόμα συζητιέται σε σύγκριση για όλες τις καταστροφές στο Μπρόντγουεϊ.
«Βγήκαν οι κριτικές, κυκλοφόρησε το πρώτο κύμα βιτριολικού word-of-mouth. Κι ο κόσμος έμαθε ότι πρόκειται για μία πολύ κακή παράσταση. Τόσο απλό...» λέει μία ανώνυμη πηγή από την ομάδα παραγωγής.
Τι πήγε τόσο στραβά; Πρώτα από όλα, το προφανές. Δυστυχώς ούτε ο Μάμετ, ούτε ο Πατσίνο βρίσκονται στην ακμή της καριέρας τους. Οπως και στο σινεμά, ο Πατσίνο διένυσε την θριαμβευτική πορεία του... 40 χρόνια πριν, στα 60ς και 70ς (κερδίζοντας βραβεία Tony με τα «Does a Tiger Wear a Necktie?» και «The Basic Training of Pavlo Hummel»). Σήμερα, οι εμφανίσεις του στο σανίδι μοιάζουν με αρπαχτές. Κάποιες επιλογές του λειτουργούν («Ο Εμπορος της Βενετίας» άρεσε στους κριτικούς το 2010). Κάποιες άλλες, όχι («εξαιρετικά αδύναμη η ερμηνεία του», έγραψαν, για την πρόσφατη αναβίωση του «Glengarry Glen Ross»)
Επίσης, στα 75 του χρόνια μάλλον του είναι αδύνατον να αποστηθίζει τα πολυσέλιδα θεατρικά κείμενα. Καθώς το «China Doll» έχει μόνο δύο ήρωες και δύο ηθοποιούς, ο Πατσίνο σηκώνει, μαζί με τον συμπρωταγωνιστή του Κρίστοφερ Ντέναμ, όλο το βάρος της παράστασης. Βρίσκεται καθόλη τη διάρκεια επί σκηνής. Και δεν ξέρει τους διαλόγους του. «Ηταν από την πρώτη στιγμή ανασφαλής. Τον τρόμαζε αυτή η πραγματικότητα, ήξερε ότι θα συμβεί...»
Η υπόθεση του «China Doll» βασίζεται όμως στους εκτενείς μονολόγους του. Ο ίδιος ο Μάμετ περιέγραψε το έργο ως «ένα δίωρο μονόλογο/παραλλήρημα ενός πλούσιου που δε θέλει να πληρώσει φόρους για το ιδιωτικό του αεροπλάνο...»
Πόσο ενδιαφέρον όμως έχει μία τέτοια παράσταση; Ειδικά όταν την υπογράφει ένας, δηλωμένα, συντηρητικός συγγραφέας («έγινα δεξιός ακούγοντας υπερβολικά πολύ National Public Radio»), ο οποίος, σύμφωνα με τις κριτικές, δεν τη βλέπει ως αφορμή για να καυτηριάσει την οικονομική κρίση αλλά για να «γκρινιάξει για την Εφορία». Αλλες κριτικές δεν μπαίνουν καν τόσο βαθιά: «Απλά πρόκειται για το τελευταίο άθλιο έργο του Μάμετ, μετά από μία σειρά από πολύ κακά έργα του Μάμετ». Οι περισσότεροι συμφωνούν: το τελευταίο καλό έργο του Μάμετ ήταν το «The Old Neighborhood» το 1997.
Η αλήθεια είναι ότι κανένα από τα πιο πρόσφατα (“November,” “Race,” “The Anarchist”) δεν κέρδισε την εκτίμηση των κριτικών, αλλά ούτε και άγγιξε το κοινό, όπως είχαν κάνει τα κλασικά του - “Glengarry Glen Ross,” “American Buffalo”, “Speed-the-Plow.”
Επίσης, ο Μάμετ είναι διαβόητα... απρόσιτος. Παραδίδει το έργο του κι εξαφανίζεται. Δεν κάνει διορθώσεις - όπως τώρα στην περίπτωση του Πατσίνο, όπου έπρεπε ορισμένα κομμάτια να απλοποιηθούν. Σ' αυτό, ας προσθέσουμε και την αδυναμία της σκηνοθέτιδας Παμ ΜακΚίνον να επιβληθεί στους ηθοποιούς. Σύμφωνα με τους insiders «είναι καλή, αλλά διεκπεραιωτική. Δεν απογειώνει με όραμα ένα θεατρικό. Επίσης, την κάνουν ό,τι θέλουν οι ηθοποιοί. Δεν την ακούνε. Θα έδινε μία οδηγία στον Πατσίνο - "Αλ, τι θα έλεγες να το κάναμε έτσι;" κι εκείνος θα την αγνοούσε. Σκηνοθέτησε, κυριολεκτικά, ο ίδιος τον εαυτό του....»
Μόνο που το θέμα της μνήμης του παρουσίασε μεγάλο πρόβλημα. Τelemprompters τοποθετήθηκαν στα πλαϊνά της σκηνής του θεάτρου «Schoenfeld» και ένας πίσω από τον καναπέ του σκηνικού. Κάθε φορά που ο ηθοποιός «κολλάει», τρέχει στον πιο κοντινό. Αυτό όμως είναι εμφανές στην πλατεία και στους δυσαρεστημένους θεατές. «Ολο το timing του είναι λάθος» λέει ένας θεατής. «Ειδικά για θεατρικό του Μάμετ, ο οποίος είναι διαβόητος για τους γρήγορους διαλόγους του...»
Διαβάστε ακόμα: «Αυτό είναι το τίμημα όταν επιλέγεις το θέατρο»: Η Νταϊαν Γουίστ δυσκολεύεται να πληρώσει το νοίκι της
Από την πρόβα τζενεράλε (όπου η παρέα των συμφοιτητών του γιου του Μάμετ έφυγε πριν τελειώσει η πρώτη πράξη) μέχρι τα πρώτα previews που οι εξοργισμένοι θεατές ζητούσαν τα λεφτά τους πίσω, από το διάλειμμα κιόλας, άνοιξαν οι πύλες της Κόλασης. «Η παράσταση δε βλέπεται» ούρλιαζαν και σύμφωνα με μάρτυρες, σε πολλές περιπτώσεις ήταν όλοι τόσο έξαλλοι που το προσωπικό του θεάτρου έχει τρομάξει. Φοβούνται ότι θα φάνε ξύλο.
Οσοι μένουν, μένουν για να γελάσουν. Κάτι που φυσικά έχει γίνει αισθητό κι από τη σκηνή. Οι φίλοι του Πατσίνο που τον επισκέπτονται στα καμαρίνια ομολογούν ότι δεν τον έχουν δει σε χειρότερη διάθεση. «Δεν του άρεσαν εξ αρχής πολλά στην παράσταση, είχε διαφωνίες. Σιχαίνεται το τέλος. Ομως ξέρει, γιατί έχει συνεργαστεί πολλές φορές με τον Μάμετ, ότι ό,τι κι αν πει, εκείνος δεν αλλάζει ούτε λέξη από τα έργα του...»
Κι όμως, ο τρόμος της απόλυτης καταστροφής εξώθησε τους παραγωγούς να πιέσουν τον Μάμετ να επιστρέψει από την Καλιφόρνια για αλλαγές. Ο Μάμετ εμφανίστηκε, αλλά δεν άλλαξε και πολλά. Η επίσημη πρεμιέρα σπρώχτηκε πίσω - από 19 Νοεμβρίου, μεταφέρθηκε για τις 4 Δεκεμβρίου. Παρασκευή για να «θαφτούν οι κριτικές στα σαββατιάτικα φύλλα των εφημερίδων...» Μόνο που την πάτησαν. Οι κριτικοί πρόλαβαν το φύλλο της Παρασκευής και οι τίτλοι ήταν άθλιοι: «Το θεατρικό του Πατσίνο είναι χειρότερο κι από ό,τι μπορείς να φανταστείς» έγραψε η New York Post. Οι Times χαρακτήρισαν το έργο «νερουλό». Η Wall Street Journal μόνο είχε 2-3 καλά στοιχεία να επισημάνει.
Κι όμως. Παρόλη την αρνητική φήμη και τις κακές κριτικές, ο κόσμος συνεχίζει να πληρώνει 350 δολάρια για ένα εισιτήριο. Για να δει τον Πατσίνο. Πολλοί είναι τουρίστες. Ερχονται από την Ευρώπη, βλέπουν ότι ο Πατσίνο παίζει στο Μπρόντγουεϊ. Τέλος. (Εννοείται ότι το ίδιο θα κάναμε κι εμείς, με τρελή χαρά).
Μόνο που ο κόσμος μπαίνει, βλέπει και φεύγει πριν το τέλος της πρώτης πράξης. Ο Πατσίνο έχει πάθει τέτοια κατάθλιψη που δε θέλει να είναι καθόλου στο θεάτρο. Ακύρωσε την απογευματινή της Τετάρτης και ανάμεσα στην απογευματινή και τη βραδινή του Σαββάτου πηγαίνει με σωφέρ στο σπίτι του. Το να προλάβει να επιστρέψει στις 8 το βράδυ έχει γίνει ο εφιάλτης των παραγωγών. Το προηγούμενο σαββατοκύριακο κόλλησε στην κίνηση, κατέβηκε στον 49ο δρόμο και έτρεξε μέχρι το θέατρο (που βρισκεται στο 45ο). Μπήκε 5 λεπτά καθυστερημένος από την κεντρική είσοδο, ανάμεσα στους θεατές, και σκαρφάλωσε στη σκηνή. («Birdman», anynone?)
Ειρωνικά, ο Μάμετ δέχθηκε να αλλάξει το τέλος. Τώρα ο Πατσίνο δεν κόβεται κι αιμορραγεί, αλλά πέφτει στα γόνατα και φωνάζει «δε μπορεί κανείς να βοηθήσει ένα γέρο άνθρωπο;».
Μάλλον, όχι.
Διαβάστε ακόμα: