Ενα πρώην ζευγάρι συναντιέται στην Κοιλάδα του Θανάτου στην Καλιφόρνια, εκεί όπου σύμφωνα με τα διαφορετικά γράμματα που έχει λάβει ο καθένας θα τους επισκεπτεί ο πεθαμένος γιος τους. Ακολουθώντας τις συγκεκριμένες οδηγίες που έχουν στις επιστολές τους, επισκέπτονται καθημερινά διαφορετικά σημεία του απόκοσμου τοπίου προσπαθώντας να προστατευτούν από την υπερβολική ζέστη, τα παράξενα γεγονότα που θα τους συμβούν και τη γλυκόπικρη ανακεφαλαίωση της κοινής ζωής τους.
Ο,τι ακούγεται εξαιρετικά ενδιαφέρον και γοητευτικά μεταφυσικό στην παραπάνω υπόθεση του «Valley of Love» έρχεται δυστυχώς να συναντήσει τις μέτριες ικανότητες ενός σκηνοθέτη που μέχρι σήμερα δεν έχει πείσει ότι μπορεί να κάνει κάτι περισσότερο από αδιάφορες ταινίες που αγγίζουν επικίνδυνα το camp (βλ. «La Religieuse» του 2013), με μάλλον καλύτερη στιγμή του την πιο σουρεαλιστική «Εξαφάνιση του Μισέλ Ουελμπέκ» του 2014.
Η μεγάλη ιδέα, βέβαια, του Γκιγιόμ Νικλού δεν είναι ένα (θεατρικό στη υφή του) σενάριο που διαδραματίζεται open air, ούτε η αντιδιαστολή του θανάτου με την αγάπη που βρίσκει ιδανικό σκηνικό στην Κοιλάδα του Θανάτου, ούτε φυσικά η παραδοξότητα της εκκίνησης ενός ρομαντικού δράματος από μια μεταφυσική απιθανότητα, η οποία άλλωστε δεν εξηγείται ποτέ.
Ο μοναδικός λόγος ύπαρξης αυτής της ταινίας και (συνεπακόλουθα) της παρουσίας της στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 68ου Φεστιβάλ Καννών είναι πως το πρωταγωνιστικό ζευγάρι της ταινίας είναι ο Ζεράρ Ντεπαρντιέ και η Ιζαμπέλ Ιπέρ που υποδύονται τον Ζεράρ και την Ιζαμπέλ, εδώ στην πρώτη τους κινηματογραφική τους συνάντηση, 35 ολόκληρα χρόνια μετά το «Loulou» του Μορίς Πιαλά.
Ακόμη κι αν κανείς δεν τους θυμάται μαζί, νεότερους και υπέροχα ερωτικούς και μόνο η συνύπαρξη δύο ιερών τεράτων του γαλλικού και εν γένει του ευρωπαϊκού σινεμά σε μια και μόνο ταινία, είναι από μόνο του κάτι που αξίζει να περιμένεις και θέλεις οπωσδήποτε να το δεις. Ειδικά όταν ο Νικλού παίζει με τις πραγματικές τους περσόνες, αφήνοντας τον Ντεπαρντιέ για το μισό περίπου της ταινίας ημίγυμνο να περιφέρει το βαρύ του σώμα και την Ιπέρ να υποδύεται την «δεν χωράει πουθενά» Γαλλίδα που εκνευρίζεται με την κακό σήμα του κινητού της.
Ναι, είναι συγκινητικό να ακούς τον Ζεράρ να λέει «Πάχυνα» σε μια γυναίκα που τον «γνώρισε» ως έναν από τους πιο σέξι ηθοποιούς που πέρασαν ποτέ από το σινεμά και ακόμη πιο συγκινητικό να τον βλέπεις μαζί με την Ιζαμπέλ να μιλούν για το χρόνο που περνάει - μπαινοβγαίνοντας στους ρόλους τους - προσπαθώντας να ανακτήσουν τις όμορφες αναμνήσεις που ξέχασαν μετά από μια τραγωδία σαν την αυτοκτονία του παιδιού τους και τις ζωές που ακολούθησαν μετά από αυτήν.
Και κάπου εκεί σταματούν όλα, αφού το «Valley of Love» θα συνεχίσει με μια αλληλουχία αδιάφορων διαλογικών σκηνών, με παρεμβολές μιας τελείως αποτυχημένης αλά Λιντς εικονογραφίας, μεγάλες σε διάρκεια σκηνές που η κάμερα κολλάει πάνω στα πρόσωπα των ηρώων του, ανίκανο να αποφασίσει αν αυτό που βλέπουμε είναι τελικά μια ταινία για τις δεύτερες ευκαιρίες, ένα θρίλερ για το φόβο του θανάτου, ένα αποκαλυπτικό on the road ρομάντζο ανάμεσα σε δύο ανθρώπους που μοιράζονται την ίδια θλίψη και την ίδια αγάπη ο ένας για τον άλλον ή τελικά ένα φλύαρο ανούσιο και στα όρια της υστερίας δράμα που φιλοδοξεί να υποβάλλει τον θεατή, ενώ αυτό που καταφέρνει είναι να τον εξαντλήσει πολύ πριν γίνει απόλυτα κατανοητό πως ό,τι συμβαίνει είναι μόνο ιδέες πεταμένες η μια πίσω από την άλλη, όπως ακριβώς πεταμένοι μοιάζουν και οι δύο πρωταγωνιστές του στο αφιλόξενο τοπίο.
Με τον Ντεπαρντιέ να κερδίζει στα σημεία, καθώς κουβαλά το βάρος του σε ευθεία αναλογία με τον ηρωά του και την Ιζαμπέλ Ιπέρ να παραδίνεται συχνά σε μια αχρείαστη υπερβολή (τόσο στα κωμικά όσο και στα δραματικά της κρεσέντα), οι δύο σταρ είναι, ωστόσο, αυτοί που πρέπει να κατηγορηθούν λιγότερο για το αδιάφορο του «Valley of Love», αφού χωρίς αυτούς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για μια πτυχιακή ταινία ενός όχι και τόσο ταλαντούχου φοιτητή.
Ο Γκιγιόμ Νικλού πιστεύει πως μια «weird» ιδέα, ένα overdose από ρομαντικούς στοχασμούς και φορσέ «ατάκες», δύο και καλά «άγριες» σκηνές που θα κάνουν το θεατή να απορήσει, ένα εξωτικό φόντο και η βαριά κληρονομιά των ονομάτων των πρωταγωνιστών του αρκούν για να μετατρέψεις ένα νατουραλιστικό σινεμά σε μια μεταφυσική κινηματογραφική εμπειρία και ένα μικρό φιλμ σε μια ιστορική στιγμή του σύγχρονου γαλλικού σινεμά. Ισως, βλέποντας την ταινία του αντιληφθεί πως το χάος ανάμεσα σε αυτό που θέλεις να πιστέψεις και αυτό που τελικά συμβαίνει είναι τόσο μεγάλο όσο το να μετατρέψεις μια κοιλάδα θανάτου σε κοιλάδα της αγάπης.
Διαβάστε περισσότερες κριτικές από το 68ο Φεστιβάλ Καννών: