Το «La Religieuse» του Ντενίς Ντιντερό που γράφτηκε γύρω στο 1780 αλλά εκδόθηκε το 1796 και αποτελούνταν από μια σειρά φανταστικών επιστολών μιας καλόγριας που παρά τη θέλησή της βρέθηκε να μεγαλώνει μέσα σε ένα μοναστήρι και της προσπάθειάς της να καταφέρει να ξεφύγει, δεν είναι η πρώτη φορά που μεταφέρεται στον κινηματογράφο.
Το 1966 είχε ξαναγυριστεί από τον Ζακ Ριβέτ για να συναντήσει τότε την απαγόρευση της Γαλλικής κυβέρνησης και να μείνει στην ιστορία ως ένα ακόμη «καταραμένο» φιλμ που ενόχλησε την καθολική εκκλησία, καθώς αποκάλυπτε σκοτεινές πτυχές της μοναστικής ζωής που για πολλούς δεν έχουν αλλάξει και πολύ από τον 18ο αιώνα μέχρι και σήμερα.
O Γκιγιόμ Νικλού δεν κάνει κάτι διαφορετικό από τον Ριβέτ.
Μεταφέρει αυτούσιο το οδοιπορικό της Σουζάν που προσπαθεί να κερδίσει την ελευθερία της, πέφτοντας θύμα του σαδισμού της ηγουμένης του μοναστηριού στο οποίο μεγάλωσε και στο οποίο προσχώρησε μετά από επιθυμία των γονιών της. Και περιγράφει γλαφυρά, όχι μόνο τις δομές και τους κανόνες της μοναστικής ζωής, αλλά και τα βασανιστήρια που θα υποστεί η ηρωίδα του Ντιντερό ως τιμωρία στην απόφασή της να διακόψει τη σχέση της με το μοναστήρι.
Κι όλα αυτά σε ένα πρώτο μέρος του φιλμ, όπου εκτός από την παρουσία της νεαρής Σουζάν - την υποδύεται εκπληκτικά η Βεγλίδα Πολίν Ετιέν σαν μια σημερινή Ζαν ντ' Αρκ εγκλωβισμένη μέσα στον απέραντο χωροχρόνο - ο Νικλού ανακυκλώνεται σε μια γραφική απεικόνιση των όσων δεν μαθαίνει κανείς για την καθημερινότητα των μοναχών κλεισμένων στους τοίχους του δικού τους «οίκου του Θεού».
Και είναι κάπου εκεί, όταν η νεαρή Σουζάν μεταφέρεται σε ένα άλλο μοναστήρι προκειμένου να γλυτώσει από την τυραννική ηγουμένη του προηγούμενου, που το «La Religieuse» μετατρέπεται άθελα (ή ηθελημένα;) μετατρέπεται σε μια camp κωμωδία που όχι μόνο δεν περιμένεις, αλλά αρνείσαι και να πιστέψεις.
Μοναδική υπεύθυνη η Ιζαμπέλ Ιπέρ που θεώρησε εκπληκτική ευκαιρία να υποδυθεί μια ακόρεστη λεσβία ηγουμένη που γοητεύεται τόσο από τη νεοφερμένη μοναχή, ώστε να δώσει ρέστα σε μια σωρεία σκηνών που μοιάζουν να έχουν βγει από μια ξεκαρδιστική παρωδία πάνω στο ίδιο θέμα, γεμάτες σεξουαλικά υπονοοούμενα και λοιπά σόκιν ανέκδοτα.
Αλλοτε στα όρια του soft porn και άλλοτε στα όρια του αρλεκιν ρομάντζου για ανεκπλήρωτα λεσβιακά πάθη, το «La Religieuse» κλείνει με την αίσθηση πως ο Νικλού άλλα ήθελε να κάνει και άλλα τελικά του προέκυψαν στο δρόμο, αφού η αρχικά σοβαροφανής και η αργότερα γκροτέσκα αφήγησή του ολοκληρώνουν περισσότερο από μια επίθεση στην καθολική εκκλησία, μια μετωπική επίθεση στο καλό γούστο.
Σε μια ταινία που χάρισε «μεγάλες» στιγμές γέλιου στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου και που επιβεβαιώνει πως μια σπουδαία κινηματογραφική διασκευή δεν είναι κάτι τόσο απλό ακόμη και για έναν έμπειρο σκηνοθέτη και πως ένας ρόλος κομμένος και ραμμένος για την Ιζαμπέλ Ιπέρ δεν σημαίνει απαραίτητα πως της ταιριάζει...
Tags: berlinale 2013