Η Ελίζα Σάντζες Λορίγκα και η Μαρτσέλα Γκρατσιέλα Ιμπέας ήταν δύο γυναίκες που ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν το 1901 στην Ισπανία, με την Ελίζα να υποδύεται τον άντρα. Το σκάνδαλο που ακολούθησε ήταν ηχηρό, τόσο στην κοινωνία του Πόρτο όπου οι δύο γυναίκες είχαν μετακομίσει όσο και στον Τύπο της εποχής. Σχεδόν όσο ηχηρός υπήρξε και ο αντίκτυπος ενός γάμου που δεν ακυρώθηκε ποτέ, δίνοντας το στίγμα μιας πρωτοπορίας που ακόμη και σήμερα συνεχίζει να μην θεωρείται αυτονόητο δικαίωμα.
Είμαστε σίγουροι πως θα υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για το πρώτο αυτό ζευγάρι γυναικών που τόλμησε να εναντιωθεί σε μια ολόκληρη κοινωνία, όταν ακόμη ο ομόφυλος έρωτας δεν υπήρχε ούτε καν ως έννοια. Και το αναφέρουμε γιατί είμαστε σίγουροι πως οτιδήποτε άλλο θα είναι σίγουρα πιο ενδιαφέρον από την επίπεδη, ανέμπνευστη, εντελώς απογυμνωμένη από οποιοδηποτε πάθος ή ένταση ταινία της Ιζαμπέλ Κοσέτ.
Η Καταλανή σκηνοθέτης, προστατευόμενη του Πέδρο Αλμοδόβαρ και με ένα - δυο καλά δείγματα στα πρώτα βήματα της καριέρας της (θυμηθείτε το «Η Μυστική Ζωή των Λέξεων» ή το «Η Ζωή μου Χωρίς Εμένα»), είδε το άστρο της να σβήνει γρήγορα με μια σειρά από μέτριες έως και κακές ταινίες που συνεχίζουν πριμοδοτούνται από τα Φεστιβάλ του κόσμου ως ενδιαφέροντα δείγματα μιας γυναικείας γραφής, ενώ στην πραγματικότητα είναι εντελώς το αντίθετο. Μερικοί τίτλοι ίσως είναι αρκετοί: «Μαθήματα Οδήγησης», «Το Βιβλιοπωλείο της Κυρίας Γκριν», «Nobody Wants the Night».
Οπως σε όλες τις τελευταίες της ταινίες, έτσι κι εδώ, η Κοσέτ παίρνει ένα ενδιαφέρον θέμα και μοιάζει αποφασισμένη να κάνει τα πάντα για να το καταστήσει τελείως αδιάφορο. Αν και μένει συνεχώς πάνω στις δύο ηρωίδες της, καθώς κυνηγημένες από παντού, γίνονται μια μονάδα εναντίον όλων, νιώθεις ότι τους αφαιρεί σκηνή με τη σκηνή όλο το πάθος, όλη τη δυναμική με την οποία στέκονται αγέρωχα σύμβολα μιας πρώιμης LGBT επανάστασης, όλα όσα θα έκαναν μια σπαρακτική ερωτική ιστορία μια ταινία που θα σου ραγίσει την καρδιά.
Από τις ασθενικές ερμηνείες των δύο εκφραστικών ηθοποιών της, το εντελώς άστοχο φλερτ με τις τεχνικές του βωβού κινηματογράφου, το θαμπό ασπρόμαυρο που προδίδεται από την έλλειψη μιας αντάξιας της εποχής που αναπαριστά παραγωγής και μερικές σκηνές σεξ που αγγίζουν τη γελοιότητα (με αυτή με το χταπόδι πάνω στα γυμνά κορμιά των δύο γυναικών να ξεχωρίζει), το «Elisa Y Marcela» δεν φέρει καν τη γοητεία ενός άρλεκιν, παραμένοντας συνεχώς τόσο αμήχανο σαν να θέλει να είναι ταυτόχρονα τολμηρό όσο οι ηρωίδες του και ντροπαλό όσο τις ανάγκαζε η εποχή τους.
Δεν καταφέρνει τίποτα από τα δύο, ούτε και οτιδήποτε άλλο μπορεί να φαντάζεται κανείς ότι θα μπορούσε να πετύχει ένας σκηνοθέτης με ένα τέτοιο θέμα.