Τρία χρόνια μετά το «Nobody Wants the Night», που τουλάχιστον είχε και μια Ζιλιέτ Μπινός να επιδείξει, η Καταλανή Ιζαμπέιλ Κοϊσέτ, που κέρδισε το ενδιαφέρον 13 χρόνια πριν, με τη «Μυστική Ζωή των Λέξεων» κι από τότε μάταια την ξαναδιεκδικεί, παρουσιάζει άλλη μια περιπέτεια με τη γυναίκα στο επίκεντρο, που όμως κυρίως έχει να επιδείξει παραθαλάσσια αγγλική εξοχή, παρωχημένη αντίληψη φεμινισμού και τρυφερά βλέμματα πίσω από ρετρό εξώφυλλα βιβλίων.
Το «The Bookshop», που κέρδισε φέτος τρία βραβεία Γκόγια, βασίζεται στο ομότιτλο μυθιστόρημα της Πενέλοπι Φιτζέραλντ κι εκτυλίσσεται στο μεταπολεμικό Χάρτφορντ του 1959, στην περίοδο που, γιατρεύοντας τις πληγές τους από τον πόλεμο, οι κάτοικοι προσπαθούν να στήσουν μια ζωή εργασίας και χαράς. Εκεί ζει η Φλόρενς Γκριν, με τη μορφή της Εμιλι Μόρτιμερ, σαρανταπεντάχρονη χήρα του πολέμου, διακριτική, φαινομενικά ευάλωτη αλλά κατά βάθος δυναμική, αποφασισμένη να πραγματοποιήσει το όνειρό της: ν' ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο στο «Παλιό Σπίτι», ένα από τα πιο όμορφα, ακατοίκητα ακίνητα της κωμόπολης - και το καταφέρνει, με μεράκι και αισιοδοξία.
Η απόφασή της θα προκαλέσει την οργή και τον βίαιο ανταγωνισμό της καλής κοινωνίας της περιοχής κι ειδικά της πλούσιας και δικτυωμένης Βάιολετ Γκάμαρτ (σε παραδόξως γκροτέσκ ερμηνεία η Πατρίσια Κλάρκσον), της οποίας η αριστοκρατική ανατροφή, την εμποδίζει να δεχτεί ότι το «Παλιό Σπίτι» γίνεται εμπορικό κατάστημα. Αλλά και τη συμπάθεια - έως και ρομαντικό θαυμασμό - του ερημίτη της περιοχής, μεγαλοαστού, καλλιεργημένου, μελαγχολικού αλλά βιβλιολάτρη Εντμουντ Μπράντις, που ενσαρκώνει με κομψότητα και γοητεία ο Μπιλ Νάι.
Οσο ικανό είναι το καστ της, άλλο τόσο η ταινία πάσχει σε δυο άξονες. Ο ένας και πιο προφανής, είναι η αισθητική της. Οχι το αληθινά γραφικό τοπίο και τα σπιτάκια και καλντεριμάκια που σε κάνουν να θέλεις να κλείσεις αμέσως τρένο (ευνοεί και το διάβασμα) για Σάφολκ. Αλλά η απρόσμενα κακοφωτισμένη, βιντεΐστικη, καμμένη κατά στιγμές φωτογραφία της, παρότι την υπογράφει ο έμπειρος και τακτικός συνεργάτης του Αλμοδόβαρ, Ζαν-Κλοντ Λαριέ. Και τα φτηνά, κακοραμμένα ρούχα και το πρόχειρο μακιγιάζ, τόσο έκδηλα, σαν οι ηθοποιοί ν' αποφάσισαν να φέρουν μαζί ρούχα των γονιών τους και να βαφτούν μόνοι τους. Επιλογές που μπορεί να περνούσαν σ' ένα low budget ντεμπούτο, αλλά όχι σε μια ταινία εποχής με εστέτ φιλοδοξία.
Ο άλλος, είναι το σενάριό της, προβλέψιμο, μελοδραματικό και τόσο αναληθοφανές. Οι ήρωες είναι παραπάνω από στερεοτυπικοί, η κυρία Γκάμαρτ βγαλμένη από την κακιά μητριά της Σταχτοπούτας, στην οποία αναλογία η Φλόρενς θα ήταν το ποντικάκι και ο Μπράντις η καλή νεράιδα με χειρότερη κατάληξη κι ελαφρύ ερωτικό innuendo. Ενώ η ιστορία - μιας ταινίας, άλλωστε, με γυναίκα συγγραφέα, σκηνοθέτη/σεναριογράφο, κεντρική ηρωίδα και πρωταγωνίστρια - αναγάγει τη (γυναικεία κι αυτή) αυτοεκπλήρωση σε δυο τρία διαπεραστικά βλέμματα κι άλλους τόσους στεναγμούς απογοήτευσης, καθώς, μάλιστα, ο καταλύτης στις σχέσεις των ηρώων δεν είναι άλλος από την κυκλοφορία και πώληση στο βιβλιοπωλείο, της «Λολίτας» του Ναμπόκοφ!
Μια ανούσια ταινία έκανε η Ιζαμπέλ Κοϊσέτ, το οποίο δεν θα ήταν καν πρόβλημα, αν ήταν αρκετά όμορφη, ώστε να τραβά το βλέμμα λίγο πιο μακριά, από τις σκονισμένες σελίδες των βιβλίων που φορτώνουν επίκτητο βάρος την ελαφρότητά της και από την προχειρότητα της παραγωγής που την προδίδει, χωρίς καθόλου, πάντως, να φταίει ο Ναμπόκοφ.