Ο Τζιανφράνκο Ρόσι δεν έκρυψε ποτέ ότι το «Fuocoammare» που γύρισε στη Λαμπεντούζα της Ιταλίας είναι μια ταινία για το σήμερα. Μια ταινία ευθύνης. Ο δικός του τρόπος να σταθεί απέναντι στο μεγαλύτερο πρόβλημα των ημερών μας και να μιλήσει γι' αυτό με όρους κινηματογραφικούς - τόσο, ώστε το φιλμ του να θεωρείται ήδη από την πρώτη του προβολή χθες το πρωί ως ένα από τα μεγάλα φαβορί για κάποιο βραβείο εδώ στη Berlinale, όχι επειδή καταγράφει το προσφυγικό, αλλά επειδή καταφέρνει να το φέρει στα μέτρα μιας αφήγησης που σε διαπερνά.
«Είναι μια ταινία που μπορεί να διαβαστεί πολιτικά. Αυτό που κάνει στην πραγματικότητα είναι να γίνεται μάρτυρας μιας τραγωδίας που συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας. Νομίζω πως είμαστε όλοι υπεύθυνοι. Μετά το Ολοκαύτωμα, αυτή είναι μια από τις μεγαλύτερες τραγωδίες που έχει γνωρίσει ο κόσμος», δήλωσε ο Τζιανφράνο Ρόσι στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας όπου και μοιράστηκε και μερικά από τα μυστικά των γυρισμάτων της ταινίας: την εμμονή του στο συννεφιασμένο καιρό, τις μικρές ψηφιακές κάμερες που του επέτρεπαν να βρίσκεται παντού, την αρχική του ιδέα για ένα φιλμ μικρού μήκους για το προσφυγικό στη Λαμπεντούζα και την αυτόματη αποφασή του να μην μείνει στα προφανή: «Από την πρώτη στιγμή που βρέθηκα στην περιοχή, ήταν ολοκάθαρο πως ήταν αδύνατον να αναπαραστήσω μια τόσο σύνθετη πραγματικότητα σε μια ταινία μικρού μήκους».
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «Fuocoammare»
O Τζιανφράνκο Ρόσι με τους πρωταγωνιστές της ταινίας
Αυτές οι «ζωές των άλλων» ήταν και το κεντρικό θέμα στο installation που φιλοξενήθηκε από τη Berlinale και υπογράφει ο Κινέζος πολυ-καλλιτένης Αϊ Γουέι Γουέι, ο οποίος βρέθηκε στο ιστορικό κτίριο του Κέντρου Συναυλιών του Βερολίνου και με τη βοήθεια συνεργείου έντυσε τους κιόνες του με 14.000 σωσίβια που κατάφερε να εξασφαλίσει με τη βοήθεια των Αρχών της Λέσβου. Σε μια ακόμη κίνηση ευαισθητοποίησης γύρω από το θέμα, ο Κινέζος Αϊ Γουέι Γουέι ήταν από τους πρώτους που επισκέφθηκαν το ελληνικό νησί, γνώρισαν από κοντά την καθημερινή τραγωδία των προσφύγων και μίλησαν δημόσια για τη συμπαράσταση της διεθνούς κοινότητας στην Ελλάδα.
Δείτε εδώ περισσότερες φωτογραφίες από την εντυπωσιακή εγκατάσταση του Αϊ Γουέι Γουέι στο Βερολίνο.
Η ζωή, το παρόν αλλά κυρίως το «Μέλλον» της Ναταλί είναι και το ζητούμενο στο «L' Avenir» της Μία Χάνσεν-Λοβ («Eden», «Tout est Pardonné», «Father of My Children»), η οποία αφήνει πίσω της τα νεανικά προβλήματα των προηγούμενων ταινιών της για να αποτυπώσει το πνεύμα και τον ψυχισμό μίας πολύ μεγαλύτερης γυναίκας σε κρίση. Αυτή την υποδύεται η Ιζαμπέλ Ιπέρ σε μια ερμηνεία που φημολογείται ότι έκανε την Μέριλ Στριπ - Πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής - να δακρύσει, φέρνοντας την δικαιολογημένα κοντά σε ένα βραβείο ερμηνείας.
Διαβάστε εδώ τη γνώμη του Flix για το «L' Avenir» της Μία Χάνσεν-Λοβ
Στη συνέντευξη Τύπου της ταινίας που ακολούθησε τη δημοσιογραφική της προβολή, η Μία Χάνσεν-Λοβ μίλησε για την Ιζαμπέλ Ιπερ και η Ιζαμπέλ Ιπερ μίλησε για την Μία Χάνσεν-Λοβ.
«Γοητεύτηκα από το πρότζεκτ επειδή ήθελα να δουλέψω εδώ και καιρό με την Μία Χάνσεν-Λοβ και βρήκα πολύ ενδιαφέρον τον τρόπο με τον οποίο η ταινία σκιαγραφεί το πορτρέτο μιας διανοούμενης γυναίκας, πράγμα που βλέπουμε πολύ συχνά στις σύγχρονες ταινίες. Υπάρχει μια πεποίθηση ότι αν μιλήσουμε για διανοούμενους, οι ταινίες δεν θα είναι διασκεδαστικές. Αλλά δεν είναι αλήθεια», δήλωσε η Ιζαμπέλ Ιπέρ.
«Εγραψα το σενάριο έχοντας την Ιζαμπέλ στο μυαλό μου», δήλωσε με τη σειρά της η Μία Χάνσεν-Λοβ. «Αυτό με ενέπνευσε απίστευτα. Με βοήθησε να δώσω ένα θετικό και ελαφρύ πνεύμα στην ιστορία, παρόλο το γεγονός πως το θέμα της ταινίας είναι μάλλον πολύ σοβαρό».
Οι δύο γυναίκες μονοπώλησαν τόσο τo μεσημεριανό photo call, όσο και το βραδινό κόκκινο χαλί:
Την «άγνωστη» ζωή του Τζον Μπέρτζερ, του 90χρονου Βρετανού συγγραφέα, ποιητή, πολιτικού στοχαστή κι εδώ και 40 χρόνια ερημίτη μας συστήνουν τα τέσσερα ντοκιμαντέρ υπό τον γενικό τίτλο «The Seasons in Quincy: Four Portraits of John Berger», που γυρίστηκαν για λογαριασμό του Derek Jarman Lab από τέσσερις φίλους του. Ανάμεσά τους η ηθοποιός Τίλντα Σουίντον, o κινηματογραφιστής Κρίστοφερ Ροθ, ο σκηνοθέτης Κόλιν ΜακΚέιμπ, ο ντοκιμαντερίστας Μπαρτέκ Τζιάντοτς. Αυτοί που τον γνωρίζουν καλά, πέρα από τις σελίδες, τις λέξεις, τις εικόνες, ξέρουν ότι αυτός ο καλλιτέχνης ξεπερνά το έργο του: παραμένει νέος, καθώς βρίσκεται συνεχώς σε πνευματική σε σωματική εγρήγορση, ενώ το καίριο μέλημά του είναι η επικοινωνία του με τους ανθρώπους - μικρούς, μεγάλους, εγγόνια, εφήβους, βοσκούς, διανοούμενους. Ενας σοφός, αλλά καθόλου «γέροντας», ένας πνευματικός άνθρωπος από το πολιτικοποιημένο 60ς παρελθόν που δεν το εξιδανικεύει, δεν το κουβαλά: συνεχίζει να πιστεύει στο τώρα και σ' ένα καλύτερο μέλλον («αν δεν συνεχίσουμε να πιστεύουμε, το αφήνουμε σε ''αυτούς". Και είναι κρίμα»).
Οι μέρες της Berlinale 2016