Με την (χρυσή) αρκούδα της Berlinale να ετοιμάζεται να επιστρέψει στην φωλιά της καθώς το φεστιβάλ πλησιάζει προς το τέλος του, η αίσθηση από την 62η διοργάνωσή του δεν θα λέγαμε πως είναι αυτή μιας vintage χρονιάς. Ακόμη κι αν ένα φιλμ του μεγέθους του «Αλογο του Τορίνο», ή του «Ενας Χωρισμός» δεν έκανε την εμφάνισή του στο φετινό διαγωνιστικό, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είδαμε καλές, ακόμη και σπουδαίες, ταινίες.
Ευτυχώς οι περισσότερες από αυτές θα βρουν τον δρόμο τους και για τις Ελληνικές αίθουσες, αφού παρά το μάλλον ψυχρό οικονομικό κλίμα, το κομμάτι της αγοράς του φεστιβάλ τα πήγε καλύτερα από άλλες χρονιές, αν και οι κινήσεις των Ελλήνων κινηματογραφικών διανομέων ήταν μετρημένες.
Παρ όλα αυτά, φιλμ όπως «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» των αδελφών Ταβιάνι που κέρδισε τις εντυπώσεις, το «Tabu» του Μιγκέλ Γκομές, το «Just the Wind» του Μπένεντεκ Φλίγκαουφ (διαβάστε παρακάτω) και τα «Μετέωρα»του Σπύρου Σταθουλόπουλου αγοράστηκαν ήδη από Έλληνες διανομείς.
Σχεδόν όλες οι παραπάνω μοιάζουν διεκδικούν με αξιώσεις κάποιο από τα βραβεία, αν και οι προβλέψεις φέτος μοιάζουν παρακινδυνευμένες, καθώς δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα φαβορί. Πάντως σε κάθε συζήτηση για τα βραβεία θα αναφερθεί παρά τις αδυναμίες του και το «Captive» του Μπριγιάντε Μεντόζα, η το «Barbara» του Κρίστιαν Πέτζολντ που ίσως να είναι η πρώτη γερμανική ταινία εδώ και χρόνια που θα κερδίσει την Χρυσή Αρκούδα, αλλά και το «Sister» της Ούρσουλα Μέγιερ, κυρίως για τις ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών της.
Το φεστιβάλ εν τούτοις δεν έχει τελειώσει ακόμη. Χτες το βράδυ ο διευθυντής του φεστιβάλ Ντίτερ Κοσλικ και ο Πέτρος Μάρκαρης μίλησαν συγκινητικά για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και το έργο του, σε μια τιμητική βραδιά αφιερωμένη στον εκλιπόντα σκηνοθέτη, ενώ το διαγωνιστικό κρατούσε για λίγο πριν το τέλος ένα δυνατό χαρτί.
«Mercy»: Εγκλημα και τιμωρία στον αρκτικό κύκλο (Διαγωνιστικό)
Υπέροχα φωτογραφημένη, (υπερβολικά) χαλαρά μονταρισμένη, η καινούρια ταινία του Γερμανού Ματίας Γκλάσνερ που είχε εντυπωσιάσει το 2006 με το «The Free Will», χειρίζεται ένα εν δυνάμει συγκλονιστικό δράμα, από την μια με την οπτική ενός μεγαλόπρεπου σκηνοθέτη του σινεμά κι από την άλλη με την ηθική ματιά μιας τηλεταινίας.
Ενα ζευγάρι σε κρίση κι ο έφηβος γιος τους, μετακομίζουν στην πιο απομακρυσμένη πόλη του Νορβηγικού βορά προκειμένου να βρουν καλύτερες δουλειές και να δοκιμάσουν να αναθερμάνουν την σχέση τους. Το πρώτο μέρος του σχεδίου θα δουλέψει όπως πρέπει, αλλά ο γάμος τους θα συνεχίσει να παραπαίει και παράνομη σχέση του συζύγου με μια συνάδελφό του, μάλλον δεν βοηθά.
Οταν η γυναίκα του όμως θα χτυπήσει κάτι με το αυτοκίνητό της ένα βράδυ γυρίζοντας από την βάρδια της στο νοσοκομείο, κάτι που το επόμενο πρωί θα αποδειχτεί ότι ήταν ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι που θα πεθάνει στην άκρη του δρόμου, η τραγική εξέλιξη θα τους ενώσει στο να αντιμετωπίσουν μαζί τις συνέπειες της πράξης της.
Οι οποίες δεν θα είναι απαραίτητα αυτές που νομίζετε, σε ένα φιλμ που θέλει να μιλήσει για πράγματα όπως η ενοχή, η προσωπική ευθύνη, η έννοια της τιμωρίας, αλλά καταλήγει να αφήνει μερικά ενδιαφέροντα αλλά στην πραγματικότητα κοινότοπα ερωτήματα, να αιωρούνται στον αέρα.
Τοποθετημένο σε ένα υπέροχο σκηνικό χειμωνιάτικης αρκτικής νύχτας και συνεχούς σκοταδιού που θέλει να λειτουργεί σε ένα μεταφορικό επίπεδο, το φιλμ είναι εντυπωσιακά όμορφο, αλλά ποτέ στ΄ αλήθεια συναρπαστικό. Το δράμα των ηρώων του δεν σε συμπεριλαμβάνει με τον τρόπο που θα περίμενες και παρ ότι κατορθώνει να κρατά το ενδιαφέρον σου ως το τέλος της (τεράστιας) διάρκειάς του, το φιλμ δεν σε αποζημιώνει.
Οσο για το τελικό πλάνο που κλείνει με αμφίσημο τρόπο τη δευτερεύουσα ιστορία του γιου του ζευγαριού, που καταγράφει κρυφά σε όλη τη διάρκεια του φιλμ την δοκιμασία των γονιών του με το iphone του, μοιάζει απλά αστείο και εντελώς αμήχανο, κάτι που θα μπορούσε να κοπεί στο μοντάζ μαζί με ένα σημαντικό κομμάτι του φιλμ...
«Just the Wind». Η ζωή είναι φτηνή στην Ουγγαρία (Διαγωνιστικο)
Επιστρέφοντας στην σκληρή πραγματικότητα της πατρίδας του μετά το Αγγλόφωνο διάλειμμα του «Womb», o Μπένεντεκ (ή Μπενς όπως υπογράφει εδώ) Φλίγκαουφ υπογράφει μια απόλυτα λιτή, επώδυνα σκληρή ταινία, βασισμένη σε αληθινά γεγονότα.
Ξεκινώντας το φιλμ με μια κάρτα που εξηγεί πως το 2008 και το 2009, οι κοινότητα των Ρομά στην Ουγγαρία έγινε στόχος ρατσιστικών επιθέσεων που στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από έξι ανθρώπους, μας μεταφέρει σε έναν τέτοιο καταυλισμό, στο σπίτι μιας οικογένειας τσιγγάνων.
Η κάμερα ακολουθεί την μητέρα και τα δυο παιδιά της στην διάρκεια μιας μέρας, με την αμεσότητα και την καθαρή ματιά ενός ντοκιμαντέρ. Μικρές στιγμές στο σπίτι πριν φύγει για τη δουλειά, η καθημερινότητά της στις χειρωνακτικές εργασίες που την απασχολούν ως αργά το βράδυ. Η διαδρομή της κόρης προς το σχολείο, οι βόλτες του μικρότερου γιου που προτιμά να τριγυρίζει άσκοπα αντί να παρακολουθήσει τα μαθήματά του.
Ο Φλίγκαουφ απλά παρατηρεί, σχεδόν χωρίς να σχολιάζει, κατορθώνοντας όμως να παραδώσει ένα διαπεραστικό πορτρέτο της Ουγγρικής κοινωνίας μέσα από τις ελάχιστες σκηνές διαλόγων, ή «δράσης» που περιλαμβάνει το στο φιλμ.
Δυο αστυνομικοί κουβεντιάζουν στο σπίτι μιας οικογένειας που έπεσε θύμα μιας τέτοιας επίθεσης για το αν υπάρχουν τσιγγάνοι που τους αξίζει να πεθάνουν, δυο νεαροί μαθητές δοκιμάζουν να βιάσουν μια συμμαθήτριά τους στα αποδυτήρια του σχολείου, μια ομάδα από τσιγγάνους επιτίθενται σε έναν περαστικό που θεωρούν ότι τους κοιτάζει περίεργα.
Κυρίως όμως, εξ αιτίας της προιοκονομίας της αρχικής πληροφορίας, το φιλμ κατορθώνει να χτίσει μια αληθινά πυκνή αίσθηση αγωνίας και σασπένς, να δομήσει την ιστορία σε μια ραχοκοκαλιά υπόγειου τρόμου που σε κρατά στην άκρη της καρέκλας σου, μέχρι λίγο πριν το τέλος, όταν για στιγμιαία σε καθησυχάζει πριν παραδώσει ένα συγκλονιστικό φινάλε που μένει στο μυαλό σου για ώρα αφού ανάψουν τα φώτα της αίθουσας