Ηταν πριν από δέκα ακριβώς χρόνια, όταν μια κίνηση ενεργών επαγγελματιών του σινεμά με τον όνομα «Κινηματογραφιστές στην Ομίχλη» κατάφερε να διαισθανθεί την (και πολιτιστική) παρακμή μιας κοινωνίας που αργότερα θα ονομαζόταν απλώς «κρίση», να ταράξει τα νερά της ελληνικής κινηματογραφικής κοινότητας, να ζητήσει έργα και όχι λόγια για το ελληνικό σινεμά, να επιβάλλει ένα νέο νόμο και να ορίσει (ασυνείδητα, αλλά και μάλλον και με κάποιο τρόπο συνειδητά), την απαρχή της μεγάλης θριαμβευτικής δεκαετίας που θα ακολουθούσε (και συνεχίζει) για το ελληνικό σινεμά σε επίπεδο αναγνωρισιμότητας στο εξωτερικό.
Από αυτόν τον νόμο (γνωστό ως «νόμο Γερουλάνου»), που θεσπίστηκε με τη βοήθεια των κινητοποιήσεων των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη», ξεκίνησε και η σημερινή δημόσια συζήτηση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία της ΕΣΠΕΚ (Ενωση Σκηνοθετών - Παραγωγών Ελληνικού Κινηματογράφου) με το όνομα «Δώσε λίγη αγάπη στον Ελληνικό Κινηματογράφο» και (αιώνιο) ζητούμενο τη χάραξη ενιαίας κινηματογραφικής πολιτικής που θα μπορέσει να στηρίξει το ελληνικό σινεμά σε τρεις πυλώνες - στην παραγωγή του, την διανομή του, την εκπαιδευτική του αξία.
Τι έγινε λοιπόν σε αυτά τα δέκα χρόνια; Ενα μόνο πράγμα. Ολες οι ευκαιρίες που δόθηκαν - με τις ελληνικές ταινίες να ταξιδεύουν στο εξωτερικό, να διακρίνονται και να φέρνουν όλο και περισσότερες συμπαραγωγές στη χώρα - χάθηκαν, αφού κανείς μα κανείς απ' όσους εμπλέκονται στην υπόθεση ελληνικό σινεμά δεν ενδιαφέρθηκε να οργανώσει ένα συνολικό, μεθοδικό σχέδιο στήριξης του.
Παθολογικά εξαρτώμενο από την κάθε κυβέρνηση που αλλάζει και τον κάθε Υπουργό που η κάθε κυβέρνηση αλλάζει (η κυβέρνηση Σύριζα - Ανέλ έχει αλλάξει μέσα σε τρία χρόνια τέσσερις Υπουργούς Πολιτισμού), το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου δίνει όλο και λιγότερα χρήματα στο σινεμά - και με μεγάλη καθυστέρηση. Η ΕΡΤ ανοίγει και κλείνει ακόμη και όταν είναι ανοιχτή, καθυστερώντας επίσης τις νόμιμες χρηματοδοτήσεις της προς την ελληνική κινηματογραφική παραγωγή. Ο φόρος επί των εισιτηρίων των κινηματογράφων που έδινε κίνητρο στους παραγωγούς και τους αιθουσάρχες καταργήθηκε (και παρά τα «θα» δεν θα επανέλθει). Τα νόμιμα πλέον κανάλια δεν υποχρεούνται να επενδύσουν το 1.5 % του διαφημιστικού του κέρδους στο ελληνικό σινεμά. Επίσης, καμία πρόβλεψη για την διανομή. Καμία πρόβλεψη και για την κινηματογραφική εκπαίδευση στα σχολεία. Την ίδια ώρα το ΕΚΟΜΕ από το πουθενά έγινε το πιο δραστήριο κομμάτι της κινηματογραφικής «βιομηχανίας» στην Ελλάδα, με σκοπό την προσέλκυση ξένων παραγωγών στην Ελλάδα, την ώρα που όλα τα υπόλοιπα μοιάζουν να αδρανοποιούνται.
Κάπου στη μέση όλου αυτού του χάους (και 9 υπουργείων που δεν συντονίζονται από έναν κεντρικό φορέα) βρίσκονται οι κινηματογραφιστές που προσπαθούν να στήσουν συμπαραγωγές με το εξωτερικό όταν η Ελλάδα αποδεικνύεται συνεχώς αφερέγγυα και να κάνουν ταινίες σε ένα τελείως εχθρικό περιβάλλον - τόσο οικονομικά όσο και γραφειοκρατικά.
Με αυτό το ζητούμενο - τη χάραξη ενιαίας κινηματογραφικής πολιτικής - η σημερινή δημόσια συζήτηση έγινε παρουσία πλήθους ανθρώπων της κινηματογραφικής κοινότητας, δημοσιογράφων και φορέων (και του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου), εκτός από τους πιο σημαντικούς, το Υπουργείο Πολιτισμού που θεώρησε ότι το όλο θέμα δεν το αφορά και το ΕΚΟΜΕ που ουσιαστικά αναφέρθηκε στη συζήτηση περισσότερες φορές και από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εκεί εκτέθηκαν τα προβλήματα (που δεν αφορούν τελικά μόνο το σινεμά, αλλά και τον τρόπο που παραδοσιακά ενεργεί το ελληνικό κράτος), ακούστηκαν απόψεις, δόθηκαν παραδείγματα και αφετηρίες συζήτησης από ανθρώπους - νεότερους και μεγαλύτερους - που κάνουν σινεμά και βρίσκονται συνεχώς αντιμέτωποι με την παντελή έλλειψη ενδιαφέροντος από κάθε εμπλεκόμενο.
Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα όσων ακούστηκαν. Θα ήταν πιο αποτελεσματικό αν η έκθεση των προβλημάτων του ελληνικού σινεμά γινόταν με τέτοιον τρόπο ώστε να γίνουν κατανοητά και από κάποιον που δεν γνωρίζει τους μηχανισμούς παραγωγής μιας ταινίας, αλλά και από όσους δεν θα καταλάβουν ποτέ την αξία του ελληνικού σινεμά που ταξιδεύει στον κόσμο ως το μοναδικό καλό πράγμα που συνέβη σε αυτή τη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Αν η πρώτη αυτή συνάντηση της ομάδας με το όνομα «Δώσε λίγη αγάπη στον Ελληνικό Κινηματογράφο» είχε κάποιο νόημα και δεν ήταν κάτι που απλώς θα συζητηθεί πάλι μεταξύ όσων εμπλέκονται, χωρίς να φτάσει ποτέ στο ευρύ κοινό και φυσικά σε όσους οφείλουν να ενδιαφερθούν, θα φανεί σε λίγες μέρες. Ισως σε μια δεύτερη κινητοποίηση που θα απαντήσει σε όσους πιθανόν αντιδράσουν αύριο το πρωί και κυρίως σε όσους θα αρκεστούν μόνο στην αγάπη για το ελληνικό σινεμά και όχι - επιτέλους - σε κάτι πιο χειροπιαστό.
Διαβάστε ακόμη: Η απέραντη μοναξιά του ελληνικού κινηματογράφου
Στη συζήτηση πήραν μέρος:
οι σκηνοθέτες-παραγωγοί Αλέξης Αλεξίου («Τετάρτη 04:45», Φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι, Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου), Βασίλης Κεκάτος («Η Σιγή των Ψαριών Όταν Πεθαίνουν», Διαγωνιστικό Τμήμα Μικρού Μήκους Φεστιβάλ Λοκάρνο, βραβευμένο στα Φεστιβάλ Δράμας, Νύχτες Πρεμιέρας), Μαργαρίτα Μαντά («Για Πάντα», «Ο Μεγάλος Περίπατος της Αλκης»), Δώρα Μασκλαβάνου («Πολυξένη», τέσσερα βραβεία από την Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου), Πέννυ Παναγιωτοπούλου («Δύσκολοι Αποχαιρετισμοί: Ο Μπαμπάς μου», «September»), Παναγιώτης Φαφούτης («Παράδεισος»), Ελίνα Ψύκου («Ο Γιος της Σοφίας», Βραβείο Καλύτερης Ταινίας Φεστιβάλ Τραϊμπέκα)
και οι παραγωγοί Κωνσταντίνος Βασίλαρος («Loving Vincent», «Zizotek»), Μαρἰα Δρανδάκη («A Blast», «Interruption», συμμετοχή στα Φεστιβάλ Καννών, Βενετίας), Φένια Κοσσοβίτσα με επιστολή της, μια και δεν μπόρεσε να παρευρεθεί λόγω γυρίσματος («Πολυξένη», «Ετερος Εγώ», συμπαραγωγός στο «Μποέμικη Ψυχή» του Τονί Γκατλίφ, στο βραβευμένο τις Κάννες «The Stopover») και Αμάντα Λιβανού («Park», «Οίκτος», Φεστιβάλ Σάντανς).
Τη συζήτηση συντόνισε ο Μάρκος Χολέβας, σκηνοθέτης, παραγωγός και επικεφαλής της λειτουργίας του Film Commission το 2007.
Η Ελίνα Ψύκου έθεσε τα κεντρικά θέματα της συζήτησης και συγκεκριμένα:
Την ανάγκη ύπαρξης συνολικής και σταθερής εθνικής κινηματογραφικής πολιτικής που να ξεκινάει από την εκπαίδευση των θεατών και τη μύηση των νέων γενιών στην ελληνική ταινία, τις κινηματογραφικές σχολές και να προχωράει στην παραγωγή για να καταλήξει στη διανομή, προώθηση και διάδοση της ελληνικής ταινίας στο εσωτερικό - ως πολύτιμου πολιτισμικού αγαθού και ιστορικού τεκμηρίου - και στο εξωτερικό - ως εξαγώγιμου επικοινωνιακού προϊόντος.
Την ανάγκη συντονισμού και συνέργειας μεταξύ των φορέων της πολιτείας, δηλαδή όλων των αρμόδιων άσκησης κινηματογραφικής πολιτικής και της κινηματογραφικής κοινότητας. Συγκεκριμένα, τη συνεργασία όλων των υπουργείων που εμπλέκονται στον κινηματογραφικό κύκλο, εννέα στον αριθμό, τα Υπουργεία Πολιτισμού, Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, Οικονομικών, Ανάπτυξης (ως προς το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων), Εργασίας (ως προς το διαρκές αίτημα του εργοσήμου), Προστασίας του Πολίτη, Εσωτερικών (ως προς τις περιφέρειες και τους δήμους), Τουρισμού και Παιδείας.
Την εφαρμογή του Νόμου για τον Κινηματογράφο που, χωρίς το φόρο επί του εισιτηρίου που καταργήθηκε το 2015, χρήματα που αυτοχρηματοδοτούσαν το σινεμά, καθώς έβγαιναν απ’ ευθείας από το box office και χωρίς την απόδοση του 1,5% από όλα τα κανάλια, έχει χάσει το πνεύμα του, έχοντας χάσει τους δύο βασικούς πυλώνες του.
Την ισορροπημένη συνύπαρξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του ΕΚΟΜΕ με κοινό στόχο την οπτικοακουστική ανάπτυξη. Αυτή τη στιγμή, το ΕΚΚ έχει στη διάθεσή του 2.500.000 ευρώ, ως επιλεκτικό σύστημα χρηματοδότησης, βάση κυρίως καλλιτεχνικών κριτηρίων (σενάριο, προηγούμενο έργο σκηνοθέτη κλπ). Ο ΕΚΟΜΕ έχει στη διάθεσή του 25.000.000 ευρώ, ως αυτοματοποιημένο σύστημα αναχρηματοδότησης, χωρίς καλλιτεχνικά κριτήρια. Το αίτημα δεν είναι για περισσότερα χρήματα, αλλά για ισορροπημένη κατανομή τους, στήριξη των θεσμών, συντονισμό και όραμα.
Δεν νοείται ευρωπαϊκή χώρα χωρίς ένα ταμείο, ένα cultural fund, το οποίο να διαχειρίζεται το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου και να στοχεύει στην ενίσχυση της εθνικής κινηματογραφίας, στην ανάδειξη νέων κινηματογραφιστών, την πρόληψη και καταπολέμηση του brain drain και την ανάπτυξη της πολιτισμικής ταυτότητας.
Ο Βασίλης Κεκάτος, μοιράστηκε την εμπειρία τού να ετοιμάζεις, στην Ελλάδα, την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου, από επιλογή, και όχι στο εξωτερικό. Πώς το πρόγραμμα μικροfilm της ΕΡΤ βρίσκεται σε αδράνεια, στερώντας από την παραγωγή της ταινίας μικρού μήκους ένα σημαντικό εργαλείο, πόσο μεγάλο εμπόδιο είναι για τη δημιουργία των ταινιών οι καθυστερήσεις στις χρηματοδοτήσεις από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου.
Ο Κωνσταντίνος Βασίλαρος εξήγησε πώς η έλλειψη σχεδιασμού της πολιτείας εμποδίζει αυτόματα την οποιαδήποτε δυνατότητα σχεδιασμού, βραχυπρόθεσμου και κυρίως μακροπρόθεσμου, των εταιριών παραγωγής και των συνεργασιών τους με ξένες εταιρίες παραγωγής και ευρωπαϊκούς οργανισμούς. Η αναμονή για τις εγκρίσεις από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και την ΕΡΤ δεν γίνονται σε καμία τακτική βάση, με μεγάλα κενά διαστήματα που δεν επιτρέπουν σε ένα παραγωγό να ετοιμάσει το σχέδιο παραγωγής
Η Μαργαρίτα Μαντά επιβεβαίωσε ότι τα προβλήματα πλήττουν όλες τις γενιές που είναι, αυτή τη στιγμή, ενεργές στον κινηματογράφο, όχι μόνο τη νεότερη. Ο κινηματογράφος, σαν μέρος παραγωγής πολιτισμού, όταν εξάγεται, συνιστά πολιτική και, για την ακρίβεια, εξωτερική πολιτική της χώρας προς τον υπόλοιπο κόσμο. Και αυτό θα έπρεπε να αφορά την κυβέρνηση.
Η Φένια Κοσοβίτσα, ως η πρώτη παραγωγός που η εταιρία της (Blonde) αιτήθηκε κι αξιοποίησε το cash rebate του ΕΚΟΜΕ, προέτρεψε με επιστολή της να ξεκαθαριστεί το τοπίο στο πώς ορίζεται και πώς προσμετρείται η κρατική ενίσχυση στις συμπαραγωγές με άλλες χώρες (εάν, για παράδειγμα, η ΕΡΤ θεωρείται κρατική επιχορήγηση), προκειμένου να είναι πιο άμεσα και πιο αποτελεσματικά πραγματοποιήσιμες. Εδώ αναλύθηκε πως θα έπρεπε η ΕΡΤ να μην θεωρείται κρατική επιχορήγηση, έτσι ώστε να μην ανεβαίνει το ποσοστό της κρατικής επιχορήσηγης μιας ταινίας που αποτελεί όριο για το cash rebate και να επιστρέφονται χρήματα στην ΕΡΤ σαν να ήταν μια ιδιωτική επένδυση. Επίσης, αίτημα από την πολιτεία είναι, με το ίδιο πάθος που υποστηρίζει τον ΕΚΟΜΕ, να στηρίζει και το ελληνικό σινεμά ολόγυρα.
Ο Αλέξης Αλεξίου εξήγησε με σαφήνεια τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτείται μια ταινία στην Ελλάδα. Πως η ασυνέχεια στο Κέντρο Κινηματογράφου και στην ΕΡΤ βλάπτει τις συμπαραγωγές, οι οποίες για κάθε ένα ευρω που ξοδεύεται στην Ελλάδα φέρνουν πίσω δύο ευρώ. Δεν θα ήταν λογικό, αναρωτήθηκε, να ενδιαφέρει όλους αυτό το ένα ευρώ να γίνει δύο ώστε τα λεφτά που θα επιστραφούν να είναι τέσσερα;
Η Μαρία Δρανδάκη ανέλυσε το πρόβλημα πως το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου πρέπει να ενισχυθεί ως θεσμός και να επιταχύνει τα αντανακλαστικά του, ώστε να ασκεί πολιτική με όραμα (από την παραγωγή μέχρι τη διανομή) και να μην είναι απλώς ένας γραφειοκρατικός οργανισμός, δομημένος με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της δημιουργίας των ταινιών.
Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου ανέπτυξε το ζήτημα της υπολειτουργίας της ΕΡΤ, καθώς αλλάζει συχνά η διοίκηση και τα πρόσωπα των επιτροπών. Με σκοπό την πραγματική συμμετοχή της ΕΡΤ στην ελληνική κινηματογραφία, στην Επιτροπή της ΕΡΤ είναι απαραίτητο να μπουν επαγγελματίες του χώρου, που να αντιλαμβάνονται τις ανάγκες και τον τρόπο υλοποίησής τους, όπως επίσης είναι απαραίτητο και τα υπόλοιπα τηλεοπτικά κανάλια, όπως ορίζει ο νόμος, ν’ αποδίδουν το 1,5%. Ουσιαστικά αναφέρθηκε στην «καθαίρεση» της επιτροπής τον περασμένο Νοέμβριο του 2017 και την αντικατάστασή της με ανθρώπους που δεν είναι σχετικοί με το σινεμά.
Η Δώρα Μασκλαβάνου μίλησε για την ανάγκη να ισχύσει το Εργόσημο, στο πλαίσιο της συνεργασίας με το Υπουργείο Εργασίας. Συγκεκριμένα, μίλησε για την έλλειψη θεσμικού πλαισίου συνεργασίας με υπηρεσίες όπως η αστυνομία, η πυροσβεστική, το λιμενικό και γενικότερα για την έλλειψη πολιτικής στην έκδοση αδειών γυρίσματος σε αρχαιολογικούς χώρους, απαραίτητων για την ανάπτυξη και τις σχέσεις με τις διεθνείς παραγωγές στην Ελλάδα.
Ο Παναγιώτης Φαφούτης τόνισε την ανάγκη εκπαίδευσης του θεατή, της ύπαρξης του σινεμά στην εκπαίδευση, ώστε από μικροί να μαθαίνουμε να βλέπουμε ταινίες γενικά, αλλά και ελληνικές, ειδικά, με κριτική άποψη και προσωπική εμπλοκή, ώστε να σκορπιστεί η δυσπιστία απέναντι στο σύγχρονο ελληνικό σινεμά. Αποκάλυψε επίσης πως το οποιοδήποτε πολιτιστικό μάθημα θα μπορούσε να σχετιστεί με το σινεμά δεν εμπίπτει στις εργάσιμες ώρες του σχολείου και πως προγραμμάτα κινηματογραφικής εκπαίδευσης για μαθητές όλων των βαθμίδων καταργήθηκαν τα τελευταία χρόνια.
Η Αμάντα Λιβανού τόνισε το πολύ σημαντικό σημείο του ότι το Eurimages (από τα σημαντικότερα χρηματοδοτικά εργαλεία της Ευρωπαϊκής Ενωσης) για παράδειγμα, δεν δέχεται ως χρηματοδότηση κρατική την επιστροφή του cash rebate. Αυτή στα υπόλοιπα κράτη περνάει μέσα από το Κέντρο Κινηματογράφου. Αν περνούσε και στην Ελλάδα από εκεί θα μετρούσε ως κρατική χρηματοδότηση. Ενδεικτικό των προβλημάτων που προκύπτουν από την ανεξάρτητη δράση των φορέων και όχι τη συντονισμένη πολιτική.
Οπως δήλωσε η Αμάντα Λιβανού στη λήξη της όλης δημόσιας συζήτησης, «Δεν βρισκόμαστε εδώ για να γκρινιάξουμε, ούτε για να ζητήσουμε λεφτά, ούτε γιατί είμαστε εμείς που θα υποδείξουμε ποιος θα γίνει ο συντονιστής της κεντρικής κινηματογραφικής πολιτικής αν αυτή γίνει ποτέ. Είμαστε μαχητές και διεκδικούμε. Οπως είναι μαχητές όλοι όσοι κάνουν σινεμά.»
Ακούστε εδώ αυτούσιο όλο το ηχητικό απόσπασμα από τις εισηγήσεις της δημόσιας συζήτησης: