«Taboor» / «Ταμπούρ», Βαχίντ Βακιλιφάρ, Ιράν (Διεθνές Διαγωνιστικό)
Ενας άντρας ξυπνά σ’ ένα δωμάτιο, καλυμμένο από το ταβάνι μέχρι το πάτωμα με αλουμινόχαρτο. Ντύνεται. Φορά μια ολόσωμη στολή που θυμίζει ανησυχητικά τα προστατευτικά από τη ραδιενέργεια. Βάζει το παλτό και το κράνος του, παίρνει δυο τσάντες στον ώμο και φεύγει με τη μηχανή του. Που πηγαίνει; Ποιος είναι; Πότε είναι; Η διαδρομή του τον οδηγεί σ’ έναν υπόγειο αστικό λαβύρινθο, όπου η δουλειά του είναι να το απολυμάνει από τα ζωντανά παράσιτα. Ζει στο σκοτάδι, στη σιωπή, στον κίνδυνο και στον πόνο. Θα καταφέρει ποτέ να γυμνωθεί στο φως; Ο Ιρανός σκηνοθέτης καταγράφει μια άχρονη πορεία ενός ανθρώπου μεταφράζοντάς τη στην υπαρξιακή μοναξιά της σύγχρονης Τεχεράνης. Οι εικόνες του εξελίσσονται αργά, σχεδόν ακίνητα και ο διάλογος περιορίζεται σε τρεις αράδες off. Τα κάδρα του Βακιλιφάρ αποτυπώνονται στη μνήμη σα μαγικοί πίνακες. Μόνο που τα νοήματά της, ντυμένα σε στρώματα, σαν τα ρούχα του ήρωα, καταλήγουν σε κάτι πρωτογενώς απλό, που παραφορτωμένο αλληγορία και εστέτ σκηνοθεσία χάνεται σε μια υπερφίαλη σκοτεινή ομορφιά. Λ.Γ.
«Fill the Void», Ράμα Μπέρσταϊν, Ισραήλ (Ειδικές Προβολές / Ανοιχτοί Ορίζοντες)
Ανοίγοντας την πόρτα στην καθημερινότητα, τους κανόνες και τους μηχανισμούς μιας ορθόδοξης χασιδικής οικογένειας, η ταινία, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, κινηματογραφεί με σχεδόν τελετουργική επιμονή τα έθιμα της κοινότητας και τα μικρά ή μεγάλα δράματα που γεννιούνται και πεθαίνουν μέσα στους κόλπους των κανόνων πάνω στους οποίους έχουν οικοδομήσει τη ζωή τους, ισορροπώντας αδέξια ανάμεσα στην καυτηρίαση και τη δικαίωση μιας θρησκευτικής κοινότητας. Διαβάστε περισσότερα για την ταινία εδώ.
«Parviz» / «Παρβίζ», Ματζίντ Μπαρζεγκάρ, Ιράν (Ανοιχτοί Ορίζοντες)
O «Παρβίζ» του Ιρανού Ματζίντ Μπαρζεγκάρ είναι ένας 50χρονος, υπέρβαρος άντρας που μοιάζει να γέρασε πριν μεγαλώσει. Μένοντας πάντα με τον καλοστεκούμενο 70χρονο πατέρα του, σε συγκρότημα πολυκατοικιών που όλοι τον γνωρίζουν, δεν ανδρώθηκε, δεν πίστεψε στον εαυτό του, δεν έσπασε τον ομφάλιο λώρο. Παρέμεινε στην βολική του ψυχαναγκαστική καταπίεση: στο απεχθές βλέμμα ενός γονιού που ντρέπεται για αυτόν, στα εξευτελιστικά για την ηλικία του θελήματα των γειτόνων. Οταν ο πατέρας ξαναπαντρεύεται και διώχνει τον Παρβίζ από το σπίτι, η ενηλικίωση έρχεται απότομα. Ως απόρριψη. Ο Μπαρζεγκάρ σκηνοθετεί αργά, παρατηρεί και αφουγκράζεται κάθε βαριά ανάσα του υπερφυσικού του ήρωα, που μοιάζει να κουβαλάει χρόνια αποδοκιμασίας στην πλάτη του. Δεν του χαρίζεται, αλλά ούτε βιάζεται να τον κρίνει. Αφήνει στην συλλογική μας συνείδηση να του ρίξει ακόμα ένα υποτιμητικό βλέμμα, μέχρι να καταλάβει, να τον νιώσει. Και τότε να ντραπεί για κάθε μπουκιά λίπους με το οποίο έχουμε μαζικά μπουκώσει τους Παρβίζ αυτού του κόσμου. Επάξια, η ταινία έχει αποσπάσει την Ειδική Μνεία της Επιτροπής στο Φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν. Π.Λ.
«Red City», Μάνος Τσίζεκ, Ελλάδα-Μεγ. Βρετανία (Ελληνικές Ταινίες)
Στις παρυφές του video art, του πειραματικού σινεμά ή και τελικά ενός κινηματογραφικού είδους που ακόμη δεν έχει εφευρεθεί ο όρος που μπορεί να το περιγράψει, το «Red City», πρώτη ταινία του φωτογράφου Μάνου Τσίζεκ μοιάζει αρχικά φιλόδοξο, εικαστικά ενδιαφέρον και θεματικά τολμηρό, καταγράφοντας μια υποτιθέμενη κοινωνία του μέλλοντος όπου ελαττωματικά ανδροειδή ανοίγουν την πόρτα για το απόλυτο χάος, σε ένα οικοδόμημα βασισμένο και εμπνευσμένο στην ποίηση της Μαρίας Ταταράκη και του Ντίνου Χριστιανόπουλου. Μόνο που τελικά χάνεται μέσα στο ίδιο το δυστοπικό και σύμπαν που προσπαθεί να συνθέσει. Διαβάστε περισσότερα για την ταινία εδώ.
«Loveless Zoritsa», Χριστίνα Χατζηχαραλάμπους – Ράντοσλαβ Πάβκοβιτς, Σερβία-Ελλάδα-Κύπρος-Πολωνία (Ελληνικές Ταινίες)
Αν βλέποντας τη μαύρη αυτή κωμωδία τρόμου, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Ραντοσλάβ Πάβκοβιτς και της Κύπριας, μόνιμης κάτοικου Σερβίας, Χριστίνας Χατζηχαραλάμπους, έρθει στο νου σας ο Τιμ Μπάρτον, μην «παραμυθιαστείτε». Μπορεί τα δάνεια από τις πρώτες ταινίες του Μπάρτον μέχρι το... «Βλέπω το Θάνατό σου» να είναι εμφανή, το «Loveless Zoritsa», όμως γέρνει περισσσότερο προς μια ξέφρενη βαλκανική εποποιία που επιβεβαιώνει πως το κέφι και το μπρίο δεν είναι πάντα τα συστατικά της επιτυχίας για μια κωμωδία. Με τον ίδιο τρόπο που η καλή παραγωγή και η φροντίδα στις τεχνικές λεπτομέρειες δεν είναι πανάκεια για μια «αμερικάνικη» ταινία. Οσο κι αν η κεντρική σεναριακή ιδέα μιας κοπέλας καταραμένης να «σκοτώνει» όποιον άντρα την αγαπάει ξεκινάει ευρηματικά και ατμοσφαιρικά (τοποθετώντας, για παράδειγμα, τον θεατή στο κέντρο ενός χωριού όπου οι γυναίκες γεννιούνται με μουστάκι!) τίποτα στη συνέχεια δεν δικαιολογεί ακόμη και τη μικρή διάρκεια μιας ταινίας που απλά επαναλαμβάνεται μέχρι... θανάτου. Εκτός από τα flashbacks που αφηγούνται τις περίεργες ιστορίες με τις οποίες έχει ξεκάνει η Ζορίτσα τους άντρες της, λίγα πράγματα είναι αυθεντικά κωμικά στο βωμό μιας ταινίας που προτιμάει τις φωνές και τα κιτς ξεσπάσματα βίας για να δικαιολογήσει τον «καταραμένο» της προσανατολισμό. Οσο mainstream και crowd pleasing κι αν το κάνει, δεν σημαίνει ότι έχει λύσει και την κατάρα... Μ.Κ.
«Klip» / «Στιγμιότυπο», Μάγια Μίλος, Σερβία (Ματιές στα Βαλκάνια)
Μία πικρή ενηλικίωση που προτιμάς να ποζάρει ηδονικά στο smart phone σου και να ποστάρεται στο facebook, παρά να την αντιμετωπίσεις κατά πρόσωπο. Προκάλεσε σκάνδαλο στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, έφυγε με το Tiger Award του και χθες το βράδυ έκανε το κοινό του Σταύρου Τορνέ να αναστενάξει. Διαβάστε την αναλυτική κριτική του Flix.
Δείτε εδώ το πλήρες πρόγραμμα προβολών του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και βρείτε οδηγίες χρήσης για το Φεστιβάλ και μην ξεχνάτε να ενημερώνεστε από το ειδικό τμήμα του Flix που θα ανανεώνεται συνεχώς προκειμένου να σας μεταφέρει κάθε στιγμή τι συμβαίνει μέσα και έξω από τις αίθουσες του Φεστιβάλ.
Tags: ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 53