Ενας εγκληματίας, ο Ντράιβερ, συλλαμβάνεται από τη μεξικανική αστυνομία, όταν προσπαθεί να περάσει τα σύνορα με ένα αυτοκίνητο γεμάτο κλεμμένα χρήματα. Οδηγείται στην κακόφημη φυλακή El Pueblito και, ενώ κανείς δε γνωρίζει το μέρος όπου κρατείται, τον επισκέπτεται ένας διεφθαρμένος υπάλληλος της Αμερικανικής Πρεσβείας, ο οποίος τον εκβιάζει πως αν δεν του δώσει χρήματα, θα τον παραδώσει στις Αρχές. Παράλληλα, ο Ντράιβερ γνωρίζεται με ένα μικρό φυλακισμένο αγόρι, που του μαθαίνει τους κανόνες επιβίωσης στη φυλακή, αλλά κρύβει ένα μεγάλο μυστικό.

Στα 56 του χρόνια ο Μελ Γκίμπσον δεν έχει χάσει ίχνος από την γοητεία του. Προικισμένος με ένα πρόσωπο που όσο μεγαλώνει περιβάλλει το «αποφασισμένο» βλέμμα του με ψήγματα σοφίας και μια σπάνια αίσθηση κωμικού timing που έχασε μόνο όταν πήρε πάρα πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του (βλ. «Braveheart», «The Patriot» και αρνούμαστε να συνεχίσουμε, γιατί θα βραδιάσουμε!), μοιάζει πλέον να αποκτά τις διαστάσεις ενός σέξι μεσήλικα, κάτι σαν τον Χάρισον Φορντ ένα πράγμα...

Ισως γι’αυτό και ο ρόλος του κακοποιού/δραπέτη/φυλακισμένου που υποδύεται στο «Πως Πέρασα τις Καλοκαιρινές μου Διακοπές» (που για τους τύπους είναι κάτι σαν σίκουελ του «Payback» του 1997, λες και κάποιος το ζήτησε) του ήρθε κουτί. Ως άλλος Μάρτιν Ριγκς από τα «Φονικά Οπλα», είναι αεικίνητος, διασκεδαστικός, βίαιος, ένας action hero με άποψη και λόγο στο πως χτίζεις έναν χαρακτήρα από την αρχή μέχρι το τέλος χωρίς αυτή τη φορά να κατεβάσεις το παντελόνι σου για να δείξεις τον πισινό σου!

Ο πραγματικός πρωταγωνιστής βέβαια αυτού του ξέφρενου b-movie δεν είναι άλλος από το σκηνικό του. Οι φυλακές του Μεξικό στο οποίο διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του, μια τεράστια αλάνα – μικρογραφία μιας πόλης με παράγκες, υπαίθρια καταστήματα, μικροπωλητές και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει, είναι πραγματικά αποκαλυπτικές. Ενας τόπος στα όρια της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και επιβίωσης και το τέλειο κινηματογραφικό σετ για μια περιπέτεια φυλακών που λόγω της χωροταξίας των τελευταίων είναι σαν να διαδραματίζεται εκεί έξω...

Τελεία.

Οσο άδικο κι αν ακούγεται αυτό, είναι πολύ δύσκολο πια να γοητευτείς από τον Μελ Γκίμπσον, εκτός αν συναινείς στις ομοφοβικές, ρατσιστικές και γενικότερα αντιδραστικές απόψεις που ο ίδιος δεν νιώθει καμία ενοχή να στρέφει προς πάσα κατεύθυνση τα τελευταία χρόνια. Ο μόνος λόγος που μπορείς να τον δεις με συμπάθεια είναι επειδή σου φέρνει στο νου μερικές υπέροχες κινηματογραφικές αναμνήσεις (χρόνια πίσω) και το αγόρι που κάποτε σκονιζόταν από την άμμο του «Mad Max».

Και το χειρότερο είναι πως και ο ίδιος δεν σε βοηθάει. Περιφέρει την cool περσόνα ενός κακοποιού με καλή καρδιά και αγνά αισθήματα – ζητώντας διακαώς τη θέση που θεωρεί ότι του ανήκει σε μια βιομηχανία που αρνείται πλέον να τον βοηθήσει - σε μια ταινία που θα μπορούσε να περιγραφεί μόνο ως μια έκρηξη αναίτιας βίας. Συκώτια, φόνοι στα ψυχρά, ξύλο και βάλε περνούν σχεδόν απαρατήρητα μέσα στη συσκευασία μιας ταινίας που αντιμετωπίζει τη δυστυχία (γιατί μόνο δυστυχία είναι όλα όσα διαδραματίζονται μέσα σε αυτές τις φυλακές) σαν ένα ακόμη αξιοθέατο για το βορειοαμερικάνικο κοινό και μια επιβεβαίωση πως οι Μεξικάνοι – σε αντίθεση με τους Αμερικάνους - είναι «πήχτρα στη διαφθορά».

Οχι τυχαία, η ταινία δεν θα βγει στις αίθουσες στην Αμερική, αλλά στον υπόλοιπο κόσμο «επετράπη» η κυκλοφορία της σε ορισμένες χώρες. Το ότι η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα τους, δεν μπορεί παρά να σε βάλει σε υποψίες για το πόσο βαθιά έχει φτάσει η κρίση!