Ο Αρης κι ο Στέλιος είναι δυο αδελφικοί φίλοι που εγκαθίστανται σ’ ένα παραθαλάσσιο θέρετρο και ζουν ως αγρότες. Μεταξύ δουλειάς και ξεκούρασης, η οικειότητα που τους συνδέει τους βοηθά να χτίσουν την καινούρια τους ζωή (όχι, δεν είναι ζευγάρι, παρότι υποψιαζόμαστε ότι θα το ήθελαν!). Όταν στους δύο άντρες θα παρεισφρύσει η Γερμανίδα Κόρντοβα, και θα ξυπνήσει μέσα τους τον πόθο, οι ισορροπίες θα χαθούν και τη γαλήνη της απλότητας θα διαδεχτεί μια τρικυμία πάθους.
Αυτό που είναι πάντα εντυπωσιακό στις ταινίες της Λάγιας Γιούργου είναι ότι κάθε φορά συνειδητοποιείς πόσο καλή και μεγαλοπρεπής σκηνοθέτης είναι. Αγαπά την εικόνα, ξέρει να τη στήνει και να της δίνει ζωή. Ετσι και στον «Κόκκινο Ουρανό», βλέπεις ένα ερωτικό δράμα με πανέμορφα πλάνα, σε ειδυλλιακούς χώρους, με κούκλους πρωταγωνιστές, πολλά κοντινά, ένταση, ερωτισμό.
Δεν μπορεί κανείς να πει το ίδιο και για το σενάριο, το οποίο από τη μια πλευρά παγιδεύεται στα αγγλικά «του λεξικού» που οι πρωταγωνιστές εκφέρουν με αρκετά μεγάλη φυσικότητα, στη συναισθηματική λούπα που εξαντλεί λίγο το ενδιαφέρον στη μέση της ταινίας και στην υπερβολική, αλά «Μανόλια» εικαστική τελολογία της σεκάνς του τέλους.
Οι πρωταγωνιστές οπωσδήποτε γεμίζουν με την ομορφιά τους την οθόνη – την παράσταση κλέβει ο Αποστόλης Τότσικας, μια και ο ρόλος του Ορφέα Αυγουστίδη είναι γραμμένος με μια επιτήδευση και έπαρση που δεν ταιριάζει στη νεανικότητά του. Το μήλον της έριδος, η Πίλα Βιιτάλα, ξεχειλίζει χυμούς, αλλά κι εδώ η ερμηνεία που ξεχωρίζει είναι αυτή της Ευσταθίας Τσαπαρέλη που δίνει όγκο σ’ έναν μάλλον μονοδιάστατο ρόλο.
Μπορεί το αποτέλεσμα να μην καλύπτει τις προσδοκίες, αλλά είναι προς τιμήν της Γιούργου ότι αποπειράται με αξιοπρέπεια να δώσει στην ελληνική αγορά μια ταινία με εμπορικές αξιώσεις, που δεν είναι κωμωδία, αλλά καθαρό ερωτικό δράμα. Την επόμενη καλύτερα!