Αυτό που μου άρεσε περισσότερο στο «Girlfriend Experience» του Στίβεν Σόντερμπεργκ, εκείνη την γκονταρική μικροστιγμή της εν γένει σπουδαίας τελευταίας περιόδου του σκηνοθέτη, ήταν το πρόσωπο της Σάσα Γκρέι. Η κοινή γραμμή της κριτικής απέναντι στην ταινία ήταν πως η Γκρέι αδυνατούσε να ερμηνεύσει, κάτι που στις ανάγκες και τα πλαίσια της ταινίας ήταν ακριβώς το ζητούμενο. Η Γκρέι έπαιζε μιας γυναίκα σαν πολλές γυναίκες, ή τελικά σαν καμία. Μια συνοδό πολυτελείας που πουλούσε κάτι παραπάνω από σεξ, πουλούσε την ίδια την ιδέα της συντροφικότητας, με άντρες να προβάλλουν πάνω στο κενό συναισθημάτων προσωπό της την κάθε τους ανάγκη, κάθε φαντασίωση, κάθε αβεβαιότητα, κάνε κενό. Ήταν η τέλεια ηρωίδα για μια εποχή καθορισμένη από προσωπικότητες-avatars.
Το τηλεοπτικό «Girlfriend Experience» κρατά την ίδια κεντρική ιδέα, της συνοδού πολυτελείας, του προσώπου-καμβά, μα συνεχίζει από εκεί κι έπειτα ζωγραφίζοντας τον εντελώς δικό της πίνακα- τα credits τέλους του κάθε επεισοδίου γράφουν με σαφήνεια πως η σειρά δεν βασίζεται μα «προτείνεται» από την ομώνυμη ταινία. Είναι σαν μια νέα προσέγγιση πάνω στο υλικό, σε άλλο μέσο, από άλλους δημιουργούς. Μακάρι αυτό να ήταν κάτι που συνέβαινε πιο συχνά, ειδικά από τη στιγμή που έτσι κι αλλιώς ζούμε τη διαρκή εποχή των διασκευών και των συνεχίσεων.
Στη σειρά, η κεντρική ηρωίδα, η Τσέλσι, η Κριστίν, τελοσπάντων Εκείνη, ερμηνεύεται από τη Ράιλι Κίου (του «Mad Max: Fury Road») παίρνοντας το κενό συναίσθημα της Γκρέι ως, απλώς, σημείο εκκίνησης. Η Κριστίν είναι φοιτήτρια νομικής και ταυτόχρονα intern σε μεγάλο δικηγορικό γραφείο, από αυτά τα πολύ μοντέρνο και απρόσωπα, με τα μεγάλα τζάμια και την εξοργιστική ηρεμία. Τις υπόλοιπες ώρες της μέρας, η Κριστίν είναι συνοδός- γυναίκα που προσφέρει την όλη εμπειρία της girlfriend σε πλούσιους άντρες που μπορούν να ξοδέψουν αρκετά. Σύντομα, φυσικά, οι δύο ζωές της θα έρθουν σε σύγκρουση, χωρίς όμως ποτέ να είναι απολύτως προφανές με ποιο τρόπο, ή ποιες είναι οι εσωτερικές δυναμικές της κάθε μίας. Στο δικηγορικό γραφείο, για παράδειγμα, η Κριστίν ανακαλύπτει τα ίχνη μιας συνωμοσίας, ενώ ως συνοδός διαπιστώνει πως δεν κυλούν τα πάντα με τον άρτιο τρόπο που θα ήθελε.
Ο Σόντερμπεργκ είναι ο δημιουργικός συνδετικός κρίκος, αλλά ενεργεί περισσότερο ως αρχισυντάκτης παρά ως απευθείας δημιουργός. Διάλεξε ο ίδιος προσωπικά τους δύο σκηνοθέτες που θα αναλάμβαναν το πρότζεκτ- ήθελε, κατά τα λεγόμενά του, μια γυναίκα κι έναν άντρα για το συγκεκριμένο υλικό, και κατέληξε στις απολύτως συναρπαστικές επιλογές της Έιμι Σάιμετζ και του Λοτζ Κέριγκαν, δηλαδή μια εκκολαπτόμενη σταρ του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά (η Σάιμετζ έχει σκηνοθετήσει το «Sun Don’t Shine» κι έχει πρωταγωνιστήσει στο μνημειώδες «Upstream Color») κι έναν από τους παλιούς στυλοβάτες του («Clean, Shaven», «Claire Dolan»), που έχει όμως χρόνια να παραδώσει κάτι σημαντικό. Ανάμεσα στις αντιθέσεις και τη δημιουργική ένταση ανάμεσα στους δύο (που συνέγραψαν όλη τη σεζόν) προκύπτει κάτι αληθινά αξιοπερίεργο και καλλιτεχνικό, μέσα από μια διασικασία που δεν είμαι σίγουρος ότι έχουμε ξαναδεί στην τηλεόραση.
Οι Σάιμετζ και Κέριγκαν γράφουν μαζί αλλά σκηνοθετούν σχεδόν εναλλάξ τα επεισόδια, ο καθένας με το δικό του στυλ και ρυθμό, έχουν μέχρι και το δικό τους συνθέτη (για τα επεισόδια της Σάιμετζ τη μουσική έχει γράψει ο Σέιν Καράθ του «Upstream Color»). Ο Κέριγκαν αναδεικνύει περισσότερο την ένταση και την τραχύτητα των συναισθημάτων, ενώ οι εικόνες της Σάιμετζ ρέουν, περιγράφοντας ένα σιωπηλά αποπνικτικό περιβάλλον. Η συνεργασία τους είναι απλά τέλεια.
Διαβάστε ακόμη: «The Night Manager». Η καλή τηλεόραση είναι στις λεπτομέρειες
Στο επίκεντρο όλων βρίσκεται η Κίου, που χρησιμοποιεί το πρόσωπο της Κριστίνα όχι απλώς σαν καμβά, αλλά σαν ασπίδα. Η σειρά μιλάει για το σεξ και για πράγματα που συχνά το ακολουθούν στις κινηματογραφικές αφηγήσεις, για δύναμη, για ισχύ, για συναισθήματα, αλλά και για όρια. Τα πάντα στην ιστορία αυτής της 1ης σεζόν αφορούν τα όρια: Το πώς ενισχύονται και το πώς καταρρέουν, και το πρόσωπο της Κριστίν είναι η απόλυτη ένδειξη των όσων διαδραματίζονται. Η Κριστίνα ξέρει να διαβάζει ιδανικά τους πελάτες της. Μισεί τη συντροφικότητα, τη βρίσκει βαρετή, περιττή. «Δεν συμβαίνει τίποτα», όπως λέει με σοκαριστική κυνικότητα σε μια σκηνή. Αλλά ξέρει να τη διαβάζει, να την αποκωδικοποιεί, να τη χρησιμοποιεί προς όφελός της. Μέχρι που αναρωτιέται αν είναι κοινωνιοπαθής. «Οι κοινωνιοπαθείς δεν νοιάζονται για το αν είναι κοινωνιοπαθείς», της εξηγεί η αδερφή της, την οποία παίζει η ίδια η Σάιμετζ.
Η Κριστίν διαβάζει τους συντρόφους της σαν ανοιχτά βιβλία και δίνει σε όλους τους ακριβώς αυτό που ζητούν. Αυτό που θέλουν ανά πάσα στιγμή να νιώσουν, να ακούσουν, να κοιτάξουν. Η ίδια φορά διαρκώς πρόσωπο σαν μάσκα, και είναι ενδιαφέρον που οι μόνες στιγμές που μπορούμε όντως να πάρουμε μια ιδέα για την αλήθεια μέσα της, είναι την ώρα του σεξ. Η σειρά διαθέτει πολλές σκηνές σεξ, κάθε είδους, γυρισμένες με ένα σωρό διαφορετικούς τρόπους, και αποτελεί τη σπάνια εκείνη φορά που η σημασία τους δεν είναι καν διαπραγματεύσιμη. Άλλες δραματικές σειρές χρησιμοποιούν διάλογο ή βλέμματα ή αναλογίες στην πλοκή για να εξηγήσουν τους χαρακτήρες τους, το «Girlfriend Experience» έχει το σεξ: Άλλοτε η Κριστίν διασκεδάζει, άλλοτε, βαριέται, άλλοτε απολαμβάνει, άλλοτε εκτελεί μια κυνική αποστολή. Και: Άλλοτε τη βλέπουμε, άλλοτε την ακούμε, άλλοτε η εικόνα θολώνει, άλλοτε η κάμερα (την) κοιτάζει υπό γωνία.
Όταν φτάνουμε στο φινάλε-- όχι, περίμενε. Ας μην πιάσουμε ακόμα το φινάλε.
Ένα από τα πιο δυναμικά στοιχεία της ιστορίας όπως δομείται, έχει να κάνει με το πώς χρησιμοποιεί και πειραματίζεται με το τηλεοπτικό φορμάτ. Σπάνια ένα τηλεοπτικό δράμα έχει υπάρχει τόσο απόλυτο και αφοσιωμένο ως προς την εξερεύνηση ενός και μόνο κεντρικού χαρακτήρα, οπότε υπό αυτή την έννοια η απόφαση τα επεισόδια να είναι 20λεπτα αντί ωριαία, είναι αληθινή ευλογία. Ο Κέριγκαν και η Σάιμετζ κρατούν το 100% της δράσης γύρω από την Ράιλι Κίου και το πρόσωπό της (το οποίο συχνά καλύπτει το εύρος του κάδρου), χωρίς να χρειάζονται οποιοδήποτε επιπλέον υλικό για να γεμίσουν νεκρό τηλεοπτικό χρόνο. Το κάθε 20λεπτο αποτελεί κι ένα διαφορετικό μικρό κεφάλαιο στην πορεία της Κριστίν προς… προς τι, αλήθεια; Προς μια συνειδητοποίηση, προφανώς, προς ένα σημείο απόφασης και ωρίμανσης και συναίσθησης που στην αρχή της διαδρομής αυτής δε θα μπορούσε να διαθέτει.
Όχι τυχαία, αυτή η πορεία πλήρωσης περνά μέσα από τον τρόπο που η ίδια βλέπει τον εαυτό της, συχνά κυριολεκτικά. Απολαμβάνει να διατηρεί τον έλεγχο της επικοινωνίας του σεξ, είτε αυτό γίνεται πρόσωπο με πρόσωπο, είτε γίνεται απομακρυσμένα, μέσα από ένα chatroulette τη διάρκεια και τους κανόνες του οποίου θέτει η ίδια, για όσο χρειάζεται μέχρι να πάρει αυτό που θέλει. Κοιτάζει τον εαυτό της σε ερωτικές στιγμές, άλλοτε υπό τους δικούς της όρους (ένας αυνανισμός που έχει καταγράψει η δική της κάμερα), άλλοτε υπό όρους χυδαίας παρέμβασης των προσωπικών της ορίων. Όσο πιο πολύ αρχίζει να βλέπει τον εαυτό της σαν εξωτερικός παρατηρητής, τόσο πιο συναρπαστικό γίνεται το πορτρέτο, τόσο μεγαλύτερο έλεγχο αποκτά.
Τα πάντα εξάλλου σε αυτό το πορτρέτο χαρακτήρα αφορούν τα όρια και το πώς αυτά διατηρούνται, καταρρίπτονται, επανορθώνονται. Στην αρχή η Κριστίν κρατά τις ζωές της χωριστές, κρατά τους πελάτες σε απόσταση, σε έλεγχο. Η σειρά για αυτά τα πρώτα επεισόδια μοιάζει με κάτι σαφώς εξαιρετικά φτιαγμένο μα που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν αυτό είναι όλο. Φυσικά και δεν είναι, γιατί το αληθινό παιχνίδι αρχίζει ότι τα σύνορα σβήνονται. Σύνορα παντός είδους: Όταν ένας πελάτης δε σέβεται την προσωπική ζωή της Κριστίν, όταν επαγγελματίες δε σέβονται τις επαγγελματικές αποστάσεις εν μέσω προσωπικών σχέσεων, όταν η μάσκα της Κριστίν αρχίζει να μην είναι αρκετή. Από την πρώτη στιγμή, η σειρά διαδραματίζεται σε ευρείς χώρους, όπου τα πάντα μοιάζουν διαπεραστικά- ένα δικηγορικό γραφείο διαμπερές (η Σάιμετζ ειδικά στα επεισόδιά της κινηματογραφεί διαρκώς το γραφείο του αφεντικού της Κριστίν με καπνούς στο background, σα να μην αναγνωρίζει καν το διαχωρισμό του μέσα και του έξω), δωμάτια απρόσωπων ξενοδοχείων με τεράστιους χώρους και ευρυγώνια θέα προς τα έξω.
Το μόνο που κρατά τα πάντα από το να καταρρεύσουν είναι οι κανόνες, οι αόρατες διαχωριστικές γραμμές. Το πιο έντονο επεισόδιο της σεζόν είναι το καθηλωτικό θρίλερ ‘Blindsided’, το 9ο, ακριβώς επειδή εκεί είναι που η κατάρρευση είναι πλήρης. Τα παιχνίδια δύναμης που ακολουθούν, ο παροξυσμός του μετά, καθώς οι εμπλεκόμενοι αγωνιών για να βγάλουν νόημα από το χάος, έχουν ως αποτέλεσμα ένα απίστευτο τηλεοπτικό 20λεπτο, με την κάμερα κολλημένη πάνω στην πρωταγωνίστρια σχεδόν από την αρχή ως το τέλος. (Δε μοιάζει με το είδος της σειράς που θα δούμε ποτέ στα Έμμυ, αλλά τελοσπάντων η Ράιλι Κίου αξίζει Έμμυ για την ερμηνεία της γενικότερα, αλλά για αυτό το επεισόδιο ειδικότερα.)
Όταν φτάνουμε πια στο φινάλε θα πρέπει να έχουμε προετοιμαστεί για το ότι συνεχώς η σειρά μας πιάνει απροετοίμαστους. Το φινάλε της σεζόν, ‘Separation’, σκηνοθεσίας Λοτζ Κέριγκαν, δένει κάθε νήμα της σεζόν με τον πιο σοκαριστικά μινιμαλιστικό τρόπο. Η δημιουργική επιλογή του τι αφορά, σε τι εστιάζει, τι ιστορία λέει αυτό το τελευταίο κεφάλαιο, είναι ειλικρινά από τα πιο τολμηρά πράγματα που έχω δει ποτέ σε σειρά, φτάνοντας πίσω σε στιγμές όπως το ‘Whitecaps’ των «Sopranos» ή το ‘Restless’ της «Buffy». Ύστερα από μια σεζόν διαδρομών που τέμνονται με άγρια αρμονία, το τέλος της διαδρομής δε ξέρω αν θα γινόταν να είναι περισσότερο εστιασμένο από αυτό, χωρίς να χάνει τίποτα σε φιλοδοξία.
Oλη η σειρά είναι έτσι. Μανιωδώς εστιασμένη σε κάθε της μικρο-στιγμή, με κάδρα που γεμίζουν με το πρόσωπο της Ράιλι Κίου μια στιγμή πριν χαθούν στην άδεια σιωπή μιας απέραντης νεόπλουτης μη-επικοινωνίας. Το «Girlfriend Experience» είναι κυνικό, τολμηρό θεματικά και φορμαλιστικά, και δεν φοβάται να εξερευνήσει τους όρους και τα όρια της (ερωτικής και όχι μόνο) επικοινωνίας σήμερα.