TV & STREAMING

Ο Τζον Μάλκοβιτς είναι ο πειρατής Μαυρογένης στο «Crossbones»

of 10

Κι εμείς αναρωτιόμαστε γιατί ο δημιουργός Νιλ Κρος φοβήθηκε να αγκαλιάσει την παράνοια.

Ο Τζον Μάλκοβιτς είναι ο πειρατής Μαυρογένης στο «Crossbones»

Μέχρι τώρα έχουμε αναφερθεί αμέτρητες πια φορές στην τακτική ανάπτυξης σειρών του NBC, που μοιάζει περισσότερο βγαλμένη από κάποιο σατιρικό σενάριο της Τίνα Φέι παρά με αληθινό προγραμματισμό αληθινών παραγόντων ενός αληθινού δικτύου. Δεν ξέρω πώς ακριβώς να ορίσω τις λεγόμενες ‘σειρές Τζακ Ντόναγκι’ από τις υπόλοιπες απλώς κακές σειρές που βρίσκεις διάσπαρτες στο πρόγραμμα άλλων καναλιών. Απλά το ξέρεις όταν το ακούς. Είναι πάντα pitches που μπορούν να περιοριστούν σε 5 λέξεις και που όλες θα είχαν στόχο να εντυπωσιάσουν τον μέτοχο μιας πολυεθνικής εταιρείας ηλεκτρικών συσκευών ο οποίος δεν έχει καν ιδέα πού βρίσκεται το κάθε κανάλι στην τηλεόρασή του.

Μοντέρνες, γυαλιστερές εκδοχές σε ήρωες όπως ο Ροβινσώνας Κρούσος, ο Τζέκυλ κι ο Χάιντ, ο Δράκουλας ή ο πειρατής Μαυρογένης-- για το NBC, το ότι δοκίμασε να βγάλει στον αέρα το «Hannibal» ήταν αληθινή υπέρβαση, θέλω να πω, ο χαρακτήρας δεν ανήκει καν στο public domain.

Το θέμα είναι πως όλες αυτές οι σειρές είναι σκουπίδια. Όλες. Ανεξαιρέτως. Το πιο πρόσφατο ήταν το «Dracula», το οποίο έμοιαζε με μεγάλης διάρκειας σκετσάκι του «Saturday Night Live» κι όμως δε μπορώ παρά να σκεφτώ πως το «Crossbones», η νέα απόπειρα του NBC στο τηλεοπτικό λίφτινγκ της δημόσιας βιβλιοθήκης ηρώων, θα τα κατάφερνε πολύ καλύτερα αν είχε ακολουθήσει το παράδειγμα εκείνης της σειράς, παρά αυτό που κάνει τώρα. Ό,τι κι αν είναι αυτό.

Και εξηγούμαι.

2

Στο «Crossbones» ο Τζον Μάλκοβιτς παίζει τον Μαυρογένη, αλλά δεν είναι ακριβώς αυτός ο πρωταγωνιστής. Το σημείο εισαγωγής μας στη σειρά είναι ένας δολοφόνος που στέλνει η κυβέρνηση για να δολοφονήσει τον θρυλικό πειρατή, ο οποίος τώρα αράζει σε ένα νησί κοντά στις Μπαχάμες και ηγείται των ντόπιων. Ο κατάσκοπος ερμηνεύεται από τον Ρίτσαρντ Κόιλ του «Coupling»- ομολογώ πως έχω κουραστεί να βλέπω όλο το καστ του «Coupling» να τσιμπάει επιταγές κάνοντας θερινές ξεπέτες στα αμερικάνικα δίκτυα αλλά τι να γίνει υποθέτω.

Τελοσπάντων, ο Κόιλ παίζει τον Τομ Λόου ο οποίος επιβιβάζεται σε ένα πλοίο που κουβαλάει μια τεχνολογία που θα κάνει τους πειρατές πανίσχυρους, βασικά δηλαδή ένα πλοίο που απέξω γράφει ΜΑΥΡΟΓΕΝΗ ΕΔΩ ΕΠΙΤΙΘΕΣΑΙ ^_^. Όντως αυτό συμβαίνει κι έτσι όντως ο Λόου βρίσκεται στο νησί του πειρατή, όπου και επιχειρεί να τον δολοφονήσει. Ως το τέλος του πιλότου, κάτι συμβαίνει και του αλλάζει γνώμη, κι έτσι αρχίζει μεταξύ τους να αναπτύσσεται κάτι μεταξύ περιέργειας και αρρωστημένου θαυμασμού που έχει ως αποτέλεσμα Ω ΘΕΕ ΜΟΥ ΔΕ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ ΟΜΩΣ ΚΑΘΟΛΟΥ;

Κοιτάχτε, ωραία όλα αυτά, και οι αγγλικές προφορές όλων των εμπλεκομένων είναι camp-tastic, και το όλο στήσιμο είναι εντελώς ‘90s syndication το οποίο είναι αξιολάτρευτο, αλλά φίλε μου, τις στιγμές που δεν υπάρχει στην οθόνη ο Μάλκοβιτς το όλο πράγμα είναι εκπληκτικά αδιάφορο. Όλες τις δολοπλοκίες, την προβλέψιμη ψυχολογία, τις ανατροπές, τα ζητήματα περί ανάπτυξης κοινωνίας εκ του μηδενός, όλα μα όλα, έρχονται με τόσο βασικό και προβλέψιμο τρόπο που απλά κρατιέσαι με νύχια και με δόντια να μην το ρίξεις στο fast forward.

Γιατί έπειτα, υπάρχει ο Μάλκοβιτς.

Που είναι, όσο απίστευτο είναι να το χωνέψεις, είναι Αυτός ο Μάλκοβιτς, ο γνωστός, ο μεγάλος, ο του «Μυαλού» του, ναι, εκείνος. Και για κάποιο λόγο παίζει σε μια από αυτές τις φτηνές λογοτεχνικές ξεπέτες του θερινού προγράμματος του NBC. Δεν ξέρω τι συνέβη εκεί. Το περίεργο είναι πως και σε επίπεδο περγαμηνών, οι άνθρωποι πίσω από την παραγωγή δεν είναι μηδενικά. Ο Τζέιμς Χαρτ είναι ο σεναριογράφος της «Επαφής» και του «Δράκουλα» (όχι του NBC, του Κόπολα) και ο Νιλ Κρος είναι ο δημιουργός του «Luther» και του «Spooks».

Δεν αποκλείεται σε κάποιο στάδιο της παραγωγής όντως να υπήρχε κάτι αληθινά ενδιαφέρον σε αυτό το πρότζεκτ, ώστε να πείστηκε ο Μάλκοβιτς (που υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε να πρωταγωνιστεί σε δική του σειρά στο ΗΒΟ, άντε στη χειρότερη σε κάποιον κύκλο του «American Horror Story») να το αναλάβει. Κάτι που φαίνεται από ένα ακόμα στοιχείο: Ο ίδιος δεν ξεπετάει το ρόλο.

Το να τον κοιτάς είναι απλά συναρπαστικό. Δεν χρειάζεται να κάνει και πολλά εδώ που τα λέμε, κάποιοι άνθρωποι απλά έχουν αυτό το χάρισμα. Ο Μάλκοβιτς, από τον τρόπο που κινείται ως τον τρόπο που κοιτάει, κι από το πώς σε χαϊδεύει η ομιλία του ως το πώς σε τραβάει το πρόσωπό του, είναι ένας από τους πιο συναρπαστικούς ηθοποιούς που υπάρχουν. Και μόνο η παρουσία του στην οθόνη, δίνει ενδιαφέρον στην ιστορία. Και έχοντας εδώ να παίξει έναν προσγειωμένα μεγαλομανή, ήρεμου τρόμου, larger-than-life χαρακτήρα, βάζει το ένα γκολ μετά το άλλο.

Είναι μανιακός, αλλά και νιώθεις πως κάνει είκοσι σκέψεις την ίδια στιγμή. Είναι υπερβολικός αλλά όχι καρτουνίστικος. Είναι συναρπαστικός, και απολαυστικός, και φίλε μου, τρομακτικός επίσης. Είναι πολλά πράγματα μαζί, και κάνει τα πάντα να μοιάζουν ενδιαφέρονα όταν μιλάει ή όταν κινείται στο χώρο-- ή ακόμα και όταν η κάμερα τον πλησιάζει καθώς αράζει, επιβλητικά, σε ένα θρόνο, δίχως καν να νιώσει την ανάγκη να ποζάρει για τον φακό. Δεν είναι arch σε εκείνο το σημείο, είναι απλά χυμένος στη θέση του, αλλά βέβαιος για την ανωτερότητά του. Είναι, απλά, ένας άντρας που δε τον απασχολεί η γνώμη σου. Είναι καλύτερος, είναι ένας θρύλος που επιβεβαιώνει το στάτους του.

1

Και έξαφνα, η σκηνή τελειώνει, και μεταφερόμαστε στους διαδρόμους έξω από το ‘παλάτι’ του, με πολιτικές ίντριγκες, με παρατρεχάμενους, με ένα σωρό βαρετά πράγματα που έχουμε δει σε κάθε άλλη σειρά και, ειλικρινά, όλες οι άλλες σειρές τα κάνουν καλύτερα. Κυριότερα, όλες οι άλλες σειρές δεν έχουν τον Τζον Μάλκοβιτς.

Το «Crossbones» κουτσαίνει επειδή δεν είναι περισσότερο σαν τον «Δράκουλα»: Μια άνιση προφανώς σειρά, ναι, δίχως καμία ψευδαίσθηση αξίας ή ουσίας, όμως πλήρως αφοσιωμένη στον παράλογο, συναρπαστικό κεντρικό της χαρακτήρα. Ένας τέτοιος χαρακτήρας θα έπρεπε να αρκεί. Το «Dracula» έχανε το στοίχημα επειδή οι άνθρωποι δεν ήξεραν να γράφουν κι ο Τζόναθαν Ρις-Μάγιερς ήταν παντελώς λάθος για το ρόλο. Όμως δες ας πούμε πόσο πέτυχε το «Blacklist» με μια παρόμοια συνταγή: Ο Τζέιμς Σπέιντερ είναι η σειρά, και τα πάντα είναι ο Τζέιμς Σπέιντερ. Σταματάς να αμφισβητείς τι μπορεί να κάνει ένας τέτοιος χαρακτήρας γιατί αποχωρίζεσαι τη λογική. Απλά ακολουθείς το μεγαλείο του σε όποιο γελοιωδώς ακραίο επίπεδο θέλει να το πάει.

Θυμάμαι όταν είχε βγει το «Pacific Rim» (που παραμένει σε κάθε περίπτωση μια από τις αγαπημένες μου ταινίες των ‘10s) την μόνη αληθινά πετυχημένη κριτική που είχα διαβάσει για αυτό. Εξηγούσε πως το μόνο λάθος της ταινίας είναι πως προσπαθεί να πατήσει τα πόδια της στη Γη, να παρουσιάσει ρεαλιστικούς χαρακτήρες στο μέσο όλης αυτής της απολαυστικά εξωφρενικής παράνοιας που συμβαίνει γύρω από αυτούς. Οι χαρακτήρες αυτοί θα έπρεπε να μη βγάζουν νόημα, έλεγε ο κριτικός, να έχουν τραβηγμένα manga origins, να είναι εντελώς εξωφρενικοί, ώστε να συμβαδίζουν με τις εξωφρενικές ρομποτομάχες, με αυτό που βλέπει το μάτι σου.

3

Νιώθω πως το «Crossbones» (του οποίου ο δημιουργός Νιλ Κρος, συμπτωματικά, έχει κάνει ένα πέρασμα και το σενάριο του «Pacific Rim») θα χρειαζόταν την ίδια ακριβώς στρατηγική. Διαθέτει κάτι συναρπαστικό και, οριακά, εκτός του αυστηρά ρεαλιστικού πλαισίου. Και προσπαθεί να το δέσει στη γη και να μας εξηγήσει τα ανεξήγητα, να το εξανθρωπίσει με βαρετές ψυχολογικές ματιές ξεπερασμένων γκρίζων τηλε-αντιηρώων, να του δώσει πολιτικό περιβάλλον, να μας κάνει να δούμε τον μυθικό Μαυρογένη μέσα από τα μάτια ενός αληθινού ανθρώπου.

Γιατί; Σπάσε τα δεσμά, Νιλ Κρος, αφέσου. Ονόμασε τη σειρά «Blackbeard Must Die!» και βάζε σε κάθε επεισόδιο μια απόπειρα εναντίον της ζωής του, και πώς τις αντικρούει με ολοένα και πιο εξωφρενικούς τρόπους. Βάλε μέσα μπόλικο steampunk. Κάντον οριακά υπερήρωα. Επίτρέψε του τη μυθική διάσταση που ο Τζον Μάλκοβιτς είναι ξεκάθαρα έτοιμος να αποτυπώσει στον ήρωα. Μην τον κάνεις άνθρωπο. Κάντον ήρωα manga. Κάντον παραμύθι. Κάντον Χάνιμπαλ. Μην τον ταϊζεις πράγματα συνηθισμένα. Ο Τζον Μάλκοβιτς μπορεί να ερμηνεύσει το αλλόκοτο με τρόπο καθηλωτικό και το NBC τον χαραμίζει εξανθρωπίζοντας τον μύθο που επιχειρεί να ζωντανέψει. Τι χαμένη ευκαιρία! Αυτός ο Blackbeard, δυστυχώς, πρέπει όντως να πεθάνει.

Περισσότερη «καλή» τηλεόραση εδώ.

Διαβάστε ακόμη: