Buzz

«Shut Up Little Man!»: κρυφακούγοντας την ανθρώπινη φύση

of 10

Το ντοκιμαντέρ του Μάθιου Μπέιτ «Shut Up Little Man! An Audio Misadventure», εξιστορεί το πρώτο viral φαινόμενο, που συνέβη πριν το youtube, πριν τα mp3, στην πραγματικότητα πριν καν ο όρος εφευρεθεί. Συναρπαστικό, αστείο, συγκινητικό, σε κάνει να αναρωτηθείς πόσες πτυχές της ανθρώπινης φύσης, μπορούν να ηχογραφηθούν στις δυο πλευρές μιας κασέτας μαγνητοφώνου.

«Shut Up Little Man!»: κρυφακούγοντας την ανθρώπινη φύση

Το 1987, ο Εντι Λι Σόσιτζ και ο Μιτς Ντιπρέ, δυο νεαροί πανκ από τις μεσοδυτικές πολιτείες της Αμερικής μετακόμισαν σε ένα μικρό διαμέρισμα με χάρτινους τοίχους στο Σαν Φρανσίσκο. Οι γείτονές τους, ο Πίτερ κι ο Ρέιμοντ, ήταν ένα αληθινά παράξενο ζευγάρι, δυο ηλικιωμένοι άντρες που ζούσαν μαζί, στα δεσμά μια τουλάχιστον παράξενης συγκατοίκησης, ή σχέσης. Ο πρώτος ήταν προφανώς gay, o δεύτερος ένας ομοφοβικός νταής.

Η συνήθης απασχόλησή τους; να πίνουν και να ξεκινούν ατελείωτους λεκτικούς καυγάδες που κρατούσαν για ώρες, στολίζοντας ο ένας τον άλλο με προσβολές, κατηγορίες, κοσμητικά επίθετα. Ο Ρέιμοντ έβριζε τον Πίτερ με κάθε παραλλαγή της λέξης «queer», κι εκείνος απαντούσε τις περισσότερες φορές με τη φράση που έγινε μότο: «shut up little man».

Ο Εντι και ο Μιτς δοκίμασαν να παραπονεθούν για το θόρυβο, αλλά το μόνο που κατόρθωσαν ήταν να επιστρέψουν στο διαμέρισμά τους, εκφοβισμένοι από τον Ρέιμοντ, για να ακούσουν μέσα από τον τοίχο τους γείτονές τους να κουβεντιάζουν γι αυτούς.

Αποφασισμένοι να πάρουν κάποιου είδους εκδίκηση, είχαν την ιδέα να ηχογραφήσουν τους καυγάδες τους και σύντομα οι κασέτες τους από τα best of των πικρόχολων, γεμάτων μίσος συνομιλιών τους, άρχισαν να κερδίζουν ένα φανατικό ακροατήριο στους φίλους των δύο νεαρών, που συχνά μαζεύονταν σπίτι τους για να ακούσουν ζωντανά μέσα από τον τοίχο, τους δύο άντρες να καυγαδίζουν.

Οπως ήταν φυσικό, το μικρό τους προσωπικό σόου, άρχισε να κερδίζει ένα μεγαλύτερο ακροατήριο καθώς οι μήνες περνούσαν και οι κασέτες τους αντιγράφονταν από τον έναν στον άλλο, και σύντομα το «shut up little man», έγινε ένα μικρό underground φαινόμενο.

Που σύντομα θα μεγάλωνε πολύ. Στην αρχή ήρθε μια συλλογή από τους καλύτερους υβριστικούς διαλόγους, στη συνέχεια κόμικ από ανθρώπους σαν τον Ντάνιελ Κλόουζ, ένα θεατρικό έργο, ένας δίσκος των Devo με αποσπάσματα από τις κασέτες, προτάσεις από το Χόλιγουντ για μεταφορά της ιστορίας στο σινεμά.

Και μαζί ήρθε η επιθυμία των Εντι και Μιτς να προσθέσουν copyright σε αυτό που μέχρι τότε μοίραζαν δωρεάν και μια σειρά από ερωτήματα για το που τελειώνει η ιδιωτική ζωή και που αρχίζει η τέχνη, για το που πλάκα μεταμορφώνεται σε απληστία και για το σε ποιον αλήθεια ανήκουν τα δικαιώματα των προσωπικών στιγμών δυο αγνώστων ανθρώπων τα οποία κάποιοι ηχογράφησαν κρυμμένοι πίσω από έναν τοίχο.

Ακούστε εδώ, ένα απόσπασμα από τους διαλόγους των Ρέιμοντ και Πίτερ:

Όπως και η αληθινή ιστορία πίσω από το «Shut Up Little Man!», έτσι και τον ντοκιμαντέρ του Μάθιου Μπέιτ, ξεκινά με μια αναρχική σχεδόν αίσθηση του χιούμορ, με την ενέργεια κάτι αληθινά σουρεαλιστικου κι αληθινά αστείου για να ανακαλύψει σύντομα το βάραθρο της θλίψης που κρύβεται από κάτω.

Ο Μάθιου Μπέιτ, ανακάλυψε το φαινόμενο το 2008, όταν στην Αδελαίδα της Αυστραλίας άκουσε γι αυτό κι αγόρασε ένα cd από το internet. «Μου τίναξε το μυαλό στον αέρα» λέει. «Έμοιαζε με ένα τεράστιο μυστήριο. Για ποιο λόγο αυτοί οι δυο τύποι ζουν μαζί; Ο ένας είναι προφανώς gay, o άλλος ένας ομοφοβικός στρέιτ, τσακώνονται όλη την ώρα και μοιάζει να έχουν εμμονή ο ένας για τον άλλο. Ποιος το ηχογράφησε και γιατί; Καθώς το μόνο που είχα ήταν ο ήχος, το μυαλό σου ήταν ελεύθερο να φανταστεί οτιδήποτε ήθελε».

Ο Μπέιτ, αποφάσισε ότι ήθελε να κάνει ένα ντοκιμαντέρ πάνω στο φαινόμενο, αλλά ήξερε από την αρχή ότι η ιστορία του Πίτερ και του Ρέιμοντ,η ζωή τους μετά το «Shut Up Little Man» θα ήταν εξίσου βασικό κομμάτι της ταινίας του, όσο και οι ίδιες οι ηχογραφήσεις. Και φυσικά ένα από τα κεντρικά θέματα του φιλμ είναι η ίδια η ηθική των ηχογραφήσεων.

Στην αρχή ακούς τους διαλόγους και γελάς δυνατά, αλλά μετά στη συνέχεια μια σειρά από ερωτήσεις για τον Πίτ και τον Ρέι, και την γεμάτη θλίψη ζωή τους αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους, και σκέφτεσαι «για μια στιγμή, ίσως δεν θα έπρεπε να ακούω αυτές τις συνομιλίες» λέει.

Και η ταινία του, θέτει ως έναν από τους στόχους της, το να κάνει τον Πιτερ και τον Ρέιμοντ κάτι παραπάνω από ένα αστείο, να τους δώσει πίσω κάτι από την ανθρώπινη αξιοπρέπειά τους, να τους μεταμορφώσει σε πρόσωπα κι όχι απλά σε στόματα που ανταλάσουν βιτριολικές ατάκες.

«Ο Πίτ κι ο Ρέι είναι πια νεκροί» λέει, «πιθανότατα θαμμένοι σε τάφους που δεν φροντίζει και δεν επισκέπτεται κανείς» λέει ο Μπέιτ. «Κάναμε αυτή τη ταινία για εκείνους, χρησιμοποιήσαμε την εικόνα και τις φωνές τους, οπότε στο μυαλό μου αυτό είναι κατι σαν την κηδέια τους. Ας τους αφήσουμε να αναπαυθούν εν ειρήνη».