Αγγλία, 1920, στη μικρή παραθαλάσσια πόλη του Λίτλχαμπτον. Μια πόλη γεμάτη - όπως είναι πάντα οι πόλεις αυτές σε όλο τον κόσμο - με ιδιότυπους ανθρώπους και σφιχτό κουτσομπολιό. Εκεί ζει και η Ιντιθ (Ολίβια Κόλμαν), κόρη ενός αυστηρού, συντηρητικού, στην πορεία κακοποιητικού πατέρα και μιας υποταγμένης μητέρας, η οποία βρίσκει απάγκιο στις Γραφές και αγωνίζεται να τα κάνει όλα σωστά και ηθικά για να μην προκαλεί την οργή των γονιών της. Οταν, στο διπλανό σπίτι, μετακομίσει η ελευθέρων ηθών, ατίθαση Ιρλανδή Ρόουζ, μητέρα μιας μικρής αεικίνητης κόρης, παρέα με τον μαύρο σύντροφό της που σίγουρα δεν είναι ο πατέρας, το χωριό θα βρει το νέο αντικείμενο κουτσομπολιών αλλά η Ιντιθ θα βρει για πρώτη φορά μια φίλη. Καθώς, ωστόσο, η Ιντιθ και άλλοι κάτοικοι θ' αρχίσουν να λαμβάνουν ανώνυμα γράμματα εκρηκτικής βώμολοχίας και... δημιουργικών προσβολών, οι (αβάσιμες, αλλά ποιος νοιάζεται), υποψίες θα στραφούν αμέσως στη νεοφερμένη γυναίκα.

Η Θία Σάροκ του «Πριν Ερθεις Εσύ» στήνει ένα ελκυστικό, ατμοσφαιρικό και πολυδιάστατο σκηνικό του σκανδάλου στη μικρή πόλη, εκείνου που γρήγορα εκτροχιάζεται και που δηλώνει με πηχυαία γράμματα την αδικία, το μισογυνισμό, το ρατσισμό που κρύβεται πίσω από μια καθώς πρέπει συμπεριφορά. Επιπλέον, αξιοποιεί τη δυσπιστία απέναντι σε μια ιστορία που μοιάζει υπερβολική, όμως βασίζεται σε απολύτως αληθινά γεγονότα και υπαρκτούς ήρωες και ηρωίδες. Ο σκελετός της ιστορίας της αλλά και το ύφος φέρνουν αμέσως στο νου το «The Moving Finger», απλώς χωρίς τη φινέτσα και την ψυχαναλυτική πολυπλοκότητα εκείνης της ιστορίας.

Αντίθετα, η Σάροκ κατευθύνει τόσο τη σκηνοθεσία όσο και τις ερμηνείες σε μια επιτηδευμένη υπερβολή, που χαρακτηρίζει όχι μόνο τις σκηνές οικογενειακού τρόμου της Ιντιθ και τη δραματική αύρα των σεκάνς του δικαστηρίου, αλλά και το ίδιο το παίξιμο δυο εκπληκτικών ηθοποιών όπως είναι η Ολίβια Κόλμαν και η Τζέσι Μπάκλεϊ, αφήνοντας τελικά αλώβητη μόνο την Αντζανα Βάσαν στο ρόλο της αντισυμβατικής, τολμηρής αστυνομικού, για την οποία μια ολόκληρη ταινία θα ήταν ίσως πιο ενδιαφέρουσα και αιχμηρή. Η κριτική κατά της πατριαρχίας και του ρατσισμού δεν πηγαίνει χαμένη στην ταινία, διατυπώνεται όμως τόσο φωναχτά που σχεδόν δεν ακούγεται.