Η Λουίζα «Λου» Κλαρκ ζει σε µια ήσυχη πόλη της αγγλικής επαρχίας. Χωρίς καµία ξεκάθαρη κατεύθυνση στη ζωή της, η ιδιόρρυθµη 26χρονη τρέχει από τη µία δουλειά στην άλλη για να βοηθήσει οικονοµικά την οικογένειά της. Η πηγαία ζωντάνια και χαρά της θα δοκιµαστούν όταν θα αποδεχθεί µια θέση για δουλειά, αναλαµβάνοντας τη φροντίδα του Γουίλ Τρέινορ, ενός πλούσιου νεαρού τραπεζίτη ο οποίος πριν από δύο χρόνια καθηλώθηκε σε αναπηρικό αµαξίδιο. Eχοντας χάσει την περιπετειώδη διάθεσή του, ο Γουίλ έχει καταθέσει τα όπλα. Μέχρι τη στιγµή που η Λου εισβάλλει στη ζωή του για να του υπενθυμίσει ότι η ζωή είναι κάτι για το οποίο αξίζει να παλεύεις.
Γεννημένο στη χώρα των φτηνών ρομάντζων των βιβλιοπωλείων των σούπερ μάρκετ, το βιβλίο της Τζόζο Μόις, που προφανώς υπήρξε τεράστιο best seller, μοιάζει -με βάση τη μεταφορά του στο σινεμά- από εκείνα που πιθανότατα αφού τα τελειώσεις (ή και νωρίτερα) δεν μπορεί παρά να νιώσεις την ανάγκη να τα πετάξεις στον σκουπιδοτενεκέ για να τα εκδικηθείς.
Είναι δύσκολο να πετάξεις μια ταινία στον σκουπιδοτενεκέ, τουλάχιστον μέχρι να κυκλοφορήσει σε DVD, αλλά υπάρχουν στιγμές που νιώθεις ότι αυτό ακριβώς αξίζει να κάνεις στην ταινία της Θία Σάροκ, η οποία αγγίζει μια σειρά από εξαιρετικά σοβαρές θεματικές με τον πιο απλοϊκό και ανούσιο τρόπο.
Οι ταξικές διαφορές, η αναπηρία, ακόμη και η ευθανασία, γίνονται εδώ απλά σκαλοπάτια σε μια ρομαντική διαδρομή που είναι τόσο ψεύτικη και αποστειρωμένη, τόσο βγαλμένη από τα χειρότερα κλισέ του είδους, που δεν μπορεί παρά να σε κάνει να μετακινείσαι άβολα στην καρέκλα σου στη διάρκεια του φιλμ.
Η εργατική τάξη είναι χαρούμενη και θετική, ακόμη κι αν είναι απόλυτα απλοϊκή, η ηρωίδα του δεν έχει δει ποτέ μια ταινία με υπότιτλους, οι πλούσιοι είναι συγκαταβατικά σνομπ, μα ανοιχτοί στο εξωτικό joie de vivre των «απλών ανθρώπων», η αναπηρία είναι ρομαντικά επώδυνη, αλλά πάντα κόσμια, και το δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο κάτι που πολύ απλά η ταινία αδυνατεί να αντιμετωπίσει με ενήλικο τρόπο.
Η Εμίλια Κλαρκ σκιαγραφείται από την αρχή ως μια γελοία καρικατούρα και ο Σαμ Κλάφλιν παίζει κυρίως με το stiff upper lip του, σε ένα φιλμ που νοιάζεται περισσότερο να χτίσει ένα ανόητο ρομάντζο που προσφέρει αξιογέλαστες μουσικές επιλογές αντί για συναισθηματικό βάθος, που δεν καταλαβαίνει καθόλου τους μηχανισμούς του έρωτα που κλείνει με έναν τρόπο που μοιάζει σχεδόν ανήθικος, και το οποίο έχει μια εντελώς λάθος ιδέα για το τι μπορεί να είναι αυτό που να κάνει την επόμενη μέρα κάτι που αξίζει να συνεχίζεις να υπομένεις ή να προσδοκάς, είτε είσαι καθηλωμένος σε μια αναπηρική καρέκλα είτε όχι.