Τρεις γυναίκες, μια πόλη, μια ζητούμενη κατάσταση ύπαρξης. Η Ιρίνα είναι Ρωσίδα μετανάστης, μπλεγμένη στα βρώμικα κυκλώματα της μαφίας. Είναι πόρνη και προσπαθεί να δραπετεύσει στον Καναδά, τη δική της γη της επαγγελίας. Η Βέρα είναι φοιτήτρια, ξεκινά να χτίσει το δικό της μέλλον, αλλά τα μυστικά της οικογένειάς της και οι τραγωδίες που για πρώτη φορά ανακαλύπτει αναχαιτίζουν την πορεία της. Η Αννα είναι έτοιμη να παντρευτεί, ξέροντας ότι ο δικός της γάμος θα ξορκίσει τη δυστυχία της διαλυμένης οικογένειάς της, μόνο που η επιθυμία δε συμπίπτει συχνά με την πραγματικότητα.
Ο Δημήτρης Αθανίτης είναι ένας σκηνοθέτης που, με χρονικά διαλείμματα, έχει μια σταθερότητα στη δημιουργική του έκφραση. Το δικό του σύμπαν είναι σκοτεινό, μοναχικό, περιγραφικό εσωτερικών καταστάσεων, ανθρωποκεντρικό. Η νέα του ταινία υπακούει επίσης σ’ αυτούς τους κανόνες.
Ο κόσμος που περιγράφει ο Αθανίτης είναι το τώρα και το εδώ: στην Αθήνα που αδειάζει από ανθρώπους και συναισθήματα και κυριεύεται από απόγνωση και θλίψη. Τα πλάνα του είναι κι αυτά μοναχικά, περικλείουν μόνο τους ήρωές του και τις δοκιμασίες τους, οι άλλοι άνθρωποι απουσιάζουν, μαζί τους και η ζωή που κυλά. Η δική του πόλη είναι άδειοι χώροι που παρακμάζουν και η οικονομία στις εικόνες του έχει μια καλοσχεδιασμένη δραματικότητα. Στο «Τρεις Μέρες Ευτυχίας» υπάρχει περιθώριο μόνο για δυστυχία κι αυτό είναι σαφές από την αρχή της ταινίας και σε όλη της τη διάρκεια, όσο οι ήρωες, σα μαριονέτες σε μια σκηνή της καταστροφής, στροβιλίζονται με σίγουρη κατεύθυνση να πέσουν κάτω από την άκρη.
Αυτή η ενδιαφέρουσα αισθητική και νοηματική επιλογή υπονομεύεται από την ίδια τη φόρμα της ταινίας. Σε κάθε τέλεια καδραρισμένο, υπολιγισμένο καλλιτεχνικά, πανέμορφο πλάνο, λείπει το πάθος και τα πάθη, η αλήθεια των ηρώων: οι αισθητικές επιλογές υπερκαλύπτουν τις ανθρώπινες ιστορίες που η ταινία θέλει να περιγράψει. Το εύρημα της μπλε εικόνας, μια και ένα μπλε φίλτρο διαρκείας χαρακτηρίζει ολόκληρο το φιλμ, είναι τόσο επιτηδευμένο που μοιάζει με επιλογή ανάγκης. Δεν χρειάζεται το χρώμα της εικόνας να υπερτονίζει τα blues των ηρώων, τη συναισθηματική τους κατάσταση. Η μελαγχολία είναι ικανή να διαφαίνεται ακόμα και στους πιο φωτεινούς χρωματισμούς, εάν υπάρχει το σωστό υπόβαθρο. Το ίδιο ισχύει και για τη συνεχή, μονότονη μουσική που υπογραμμίζει την κοινωνική φθορά, ενώ αυτή είναι ήδη αρκετά εμφανής μέσα στις ιστορίες των κατεστραμμένων, τραγικών προσώπων.
Αλλωστε, η επιλογή των μεγάλων σιωπών και του έντονου στιλιζαρίσματος στην ανθρώπινη επικοινωνία, μπορεί να λειτουργήσει, και πάλι δύσκολα, μόνο με εξαιρετικούς ερμηνευτές, εκείνους που με ελάχιστες κινήσεις ή βλέμματα μπορούν να μεταφέρουν τον συναισθηματικό πυρετό που βιώνουν εσωτερικά, ενώ σε πολλές, δυνατές σκηνές της ταινίας, οι πρωταγωνιστές μένουν να κοιτάζουν το κενό ενώ τα λεπτά περνούν.
Ο Δημήτρης Αθανίτης επιλέγει, συνειδητά, να κάνει το δικό του σινεμά, αισθητικά φιλόδοξο και πνευματικά καίριο. Μόνο που μπορεί στην απλότητά του να κέρδιζε μεγαλύτερη δύναμη και καλύτερη επαφή με το κοινό, το οποίο άλλωστε και η ιστορία και ο κοινωνικός σχολιασμός του σκηνοθέτη θα έπρεπε να αφορά.