Ο Εμάντ και η Ράνα πετάγονται ένα βράδυ αλαφιασμένοι από τον ύπνο τους: η πολυκατοικία τους καταρρέει, τα θεμέλια τρίζουν, ρωγμές χαράζουν τις κολώνες, το διαμέρισμά τους δεν είναι πλέον ασφαλές. Εκείνος δάσκαλος τα πρωινά στο Γυμνάσιο της γειτονιάς, εκείνη συμπρωταγωνίστριά του τα βράδια στον ερασιτεχνικό τους θεατρικό θίασο. Αυτή την εποχή ανεβάζουν τον «Θάνατο του Εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ και το εν ζωή νεαρό ζευγάρι ερμηνεύει το μεσήλικο του έργου - Ο Εμάντ παίζει τον αποτυχημένο «Γουίλι Λόμαν», η Ράνα την απογοητευμένη γυναίκα του «Λίντα». Την επόμενη μέρα από την εκκένωση του κτιριού τους, ένας συνάδελφος από το θίασο τούς βρίσκει μία λύση στο στεγαστικό τους πρόβλημα: ένα δικό του διαμέρισμα άδειασε και μπορούν να μετακομίσουν άμεσα. Μόνο που η προηγούμενη ένοικος έχει αφήσει εκεί τα πράγματά της, είχε φύγει και η ίδια βιαστικά. Ο Εμάντ και η Ράνα μετακομίζουν, όσο οι γείτονες ψιθυρίζουν βιτριολικά σχόλια: η πρώην είχε αφήσει φήμη, είχε πολλούς άντρες επισκέπτες, ήταν πόρνη.
Ο Εμάντ και η Ράνα δεν δίνουν σημασία μέχρι που κάτι τραγικό συμβαίνει. Οσο η γυναίκα είναι μόνη σπίτι το πρώτο βράδυ και τον περιμένει άμεσα να γυρίσει, ξεκλειδώνει την πόρτα και μπαίνει στο μπάνιο. Μόνο που αντί για τον άντρα της μπαίνει ένας πρώην «πελάτης» της παλιάς ενοίκου. Ο,τι ακολουθεί θα παραμείνει μυστήριο. Τη βίασε; Απλά της επιτέθηκε; Κι αν τίποτα δεν έγινε, γιατί άφησε χρήματα στο κομοδίνο; Το μόνο που ο Εμάντ γνωρίζει είναι ότι παρέλαβε τη γυναίκα του από το νοσοκομείο με τραύματα - σωματικά και ψυχολογικά. Δεν ξέρει πώς να αισθανθεί, δεν ξέρει πώς να τη στηρίξει, δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί «ως άντρας». Ενας καλλιεργημένος, νέος Ιρανός που νομίζει ότι έχει κάνει βήματα μπροστά από τις σωβινιστικές παραδόσεις της χώρας του, κοιτά τη γυναίκα του με ενοχές, οργή και σάστισμα. Η μόνη διέξοδος; Να βρει τον ένοχο και να εκδικηθεί.
Ο Ασγκάρ Φαραντί («Ενας Χωρισμός», «Το Παρελθόν») επιστρέφει στην Τεχεράνη και σ' ένα ακόμα οικογενειακό, προσωπικό δράμα που όμως συμβολίζει πολλά περισσότερα. Αν η ιστορία του Εμάν και της Ράνα είναι το περίγραμμα του οικοδομήματος της ταινίας, το παλιό Ιράν είναι τα σαθρά του θεμέλια, η κρίσιμη μεταβατική περίοδος της χώρας οι ρωγμές, και οι ρόλοι του άντρα και της γυναίκας όπως τους αντιλαμβάνεται η νέα (θεωρητικά πιο ανοιχτόμυαλη) περσική γενιά, το τσιμέντο του - θα αντέξουν ή θα καταρρεύσουν; «Αυτή η πόλη» ψελλίζει στην αρχή της ταινίας ο Εμάντ. «Ισως πρέπει να την ισοπεδώσουμε και να αρχίσουμε από την αρχή...»
Χωρίς να το καταλάβει, έχει προλογίσει αυτό που θα συμβεί στη σχέση του, στο γάμο του, στην αυτοεκτίμησή του. Η επίθεση στη γυναίκα του θα ανάψει το φυτίλι μέσα του και θα ανατινάξει όλες τις δομές, σύμβολα και σχήματα με τα οποία, ως μορφωμένος άνθρωπος και καλλιτέχνης, πίστευε ότι δε θα αναμετρηθεί ποτέ. Τι τον κάνει σωστό άντρα; Πόσο απέτυχε κι ο ίδιος που δεν προστάτευσε τη γυναίκα του; Πόσο δίκαιο είναι να νιώθει θυμό ή ντροπή και για την ίδια; Είναι μολυσμένη; Είναι θύμα; Εκείνος τι να κάνει; Τι πρέπει να κάνει; Πώς δε θα την απογοητεύσει; Πώς δε θα απογοητεύσει τον εαυτό του;
Για αυτό κι ο τίτλος της ταινίας και το θεατρικό έργο που επέλεξε ο Φαραντί δεν είναι καθόλου τυχαία. Ο «Γουίλι», ο «Εμποράκος» του Αρθουρ Μίλερ είναι ένας από τους πιο αρχετυπικούς θεατρικούς χαρακτήρες, ένα από τα πιο τραγικά, σκοτεινά σύμβολα του τσακισμένου ανδρισμού που ήθελε τον άντρα ήρωα, επιτυχημένο, δυνατό. Ο Γουίλι είναι ο άντρας που απέτυχε - στη σύγκρουση με τον εαυτό του στη σύγκριση με το άπιαστο, άδικο αμερικανικό όνειρο. Απογοήτευσε τους γιους του, τη γυναίκα του, τον εαυτό του. Ο Εμάντ μπορεί να ξεκινά από άλλη κοινωνική αφετηρία, αλλά βρίσκεται σ' ένα παράλληλο μονοπάτι και στο ίδιο σταυροδρόμι. Μπορεί η οικονομική επιτυχία να μην είναι το ζητούμενο εδώ, αλλά και πάλι ο ανδρισμός καλείται να βρει το σωστό ορισμό για να αναμετρηθούν απέναντί του οι ήρωες και να επιβιώσουν ή όχι.
Κι ο Φαραντί γράφει με τον γνωστό του πυκνό νατουραλιστικό τρόπο - τόσο όσα λέγονται, αλλά ακόμα περισσότερο όσα παραμένουν ανείπωτα, σκεπασμένα κάτω από το μαντήλι μιας κοινωνίας που δεν είχε μάθει να τα επικοινωνεί. Ταυτόχρονα, σκηνοθετεί με ατμοσφαιρικό σασπένς και μαεστρία μέσα στους κλειστούς αρχιτεκτονικά δαιδαλώδεις χώρους αυτή την αναζήτηση ταυτότητας των αρσενικών (που φυσικά αφορά και τις γυναίκες, δε χρειάζεται διευκρίνηση ότι το ένα φύλο αντικατοπτρίζει το άλλο και στους ήρωες της ταινίας και στους θεατές που την παρακολουθούν) σαν ένα κλιμακούμενης έντασης αστυνομικό θρίλερ: ποιος το έκανε, πώς τον παγιδεύεις, πώς τον ανακρίνεις, πώς συγκεντρώνεις όλο το θίασο της τραγωδίας της ζωής σου σ' ένα δωμάτιο και παρατηρείς πώς θα πέσει η αυλαία στην τελευταία πράξη. Γιατί ο Εμάντ δεν είναι ο μόνος που συγκρούεται με τον ανδρισμό του. Στην πιο καλογραμμένη και καλοπαιγμένη σεκάνς της ταινίας, καταρρέει και ο ένοχος - μαζί με όλα όσα θεωρούσε ότι του ανήκαν δικαιωματικά, ως «αρσενικό παλιάς κοπής». Μέσα από σπασμένα παράθυρα, εγκλωβισμένοι σε ερείπια, οι (αντι)ήρωες κάνουν την τελευταία τους υπόκλιση στους παλιούς τους εαυτούς: δεν είσαι ίδιος με την προηγούμενη γενιά, αλλά είσαι προϊόν της, έχεις ανυψώσει ανάστημα και χαρακτήρα πάνω στο υπόβαθρό της. Τέλος.
Η ταινία του Φαραντί θα μπορούσε να είναι το απόλυτο αριστούργημα. Δεν είναι. Επιχειρεί κάτι πολυεπίπεδο και είναι προς τιμή του, αλλά το κείμενό του (που ήταν τόσο σφαιρικά καλογραμμένο στον «Ενα Χωρισμό») έχει τρύπες. Οι ανδρικοί χαρακτήρες είναι εξαιρετικά ακριβείς, όμως ο ρόλος της γυναίκας-θύματος που απότομα μετατρέπεται σε γυναίκα που συγχωρεί δεν είναι εξίσου σύνθετα γραμμένος, συμπαγής, πιστευτός. Οπως, επίσης, το σύμβολο του «Θάνατου του Εμποράκου» είναι εξαιρετική σεναριακή ιδέα για να στηρίξει την όλη αλληγορία, όμως η σκηνοθετική του απόδοση μέσα στην ταινία δεν λειτουργεί όσο καλά κι ενσωματωμένα θα έπρεπε. Μοιάζει ξένο σώμα και πρέπει να κανείς να κάνει τη σύνδεση για να το αποδεχθεί.
Είναι όμως κάτι παραπάνω από σημαντικό, είναι απαραίτητο, ότι ο Φαραντί ανεβάζει μία παράσταση για τα μάτια του δυτικού θεατή και κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του ντόπιου λογοκριτή, έναν Εμποράκο με μαντήλες και κομμένες σκηνές και πόρνες ντυμένες από τον αστράγαλο μέχρι το λαιμό (αλλά απλώς φορώντας μια κόκκινη καπαρντίνα). Γιατί μας κάνει να ταρακουνηθούμε κι εμείς από τα δικά μας τσιμεντωμένα θεμέλια από όπου εκφέρουμε απόψεις εκ του ασφαλούς και να κοιτάξουμε λίγο τη θέα από ένα ανοιχτότερο σε διάλογο παράθυρο. Δεν έχουν όλοι το ίδιο προνόμιο. Κι όσα για εμάς είναι προβληματισμοί, για άλλους είναι προβλήματα.