Ο Στίβεν είναι ένας διαπρεπής καρδιοχειρουργός, παντρεμένος με την Ανα, μία καταξιωμένη οφθαλμίατρο. Είναι ευκατάστατοι και ζουν ευτυχισμένοι με τα δύο τους παιδιά, τη δεκατετράχρονη Κιμ και τον δωδεκάχρονο Μπομπ. O Στίβεν έχει αναπτύξει φιλική σχέση με τον Μάρτιν, ένα δεκαεξάχρονο αγόρι, ορφανό από πατέρα, το οποίο μοιάζει να έχει υπό την προστασία του. Τα πράγματα παίρνουν ολέθρια τροπή όταν ο γιατρός συστήνει τον Μάρτιν στην οικογένεια του, αναστατώνοντας τον κόσμο τους, ενώ ο ίδιος καλείται να επιλέξει ανάμεσα σε μια ασύλληπτη θυσία και τον κίνδυνο να χάσει τα πάντα.
Υπάρχει μια σκηνή στην διάρκεια του φιλμ στην οποία ένας από τους χαρακτήρες λέει στον άλλο μετά από μια βίαιη πράξη του: «είναι συμβολικό, είναι μια μεταφορά». Ακόμη κι αν δεν το είχε κάνει σαφές, ή ακόμη κι αν η κόρη του ήρωα δεν είχε κάνει στο σχολείο μια εργασία για την οποία πήρε άριστα με θέμα την Ιφιγένεια, πάλι θα είχαμε αντιληφθεί ότι (κι) αυτή η ταινία του Λάνθιμου μιλά για περισσότερα από όσα αντανακλά η επιφάνειά της.
Η ενοχή, η εκδίκηση, η έννοια του καθήκοντος, της ευθύνης, της θυσίας, η δυναμική ή η εντροπία της πυρηνικής οικογένειας, το σκοτάδι ως δομικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης, είναι αναμφίβολα οι βασικές θεματικές του φιλμ, στο οποίο ένας πετυχημένος καρδιοχειρουργός καλείται να πάρει μια πολύ σκληρή απόφαση, όταν η συμπεριφορά ενός αγοριού το οποίο έχει πάρει υπό την προστασία του, απειλεί ολόκληρη την οικογένειά του.
Το φιλμ ξεκινά σε μαύρο, με μια μπαρόκ, υποβλητική μουσική για να συνεχίσει με ένα κοντινό σε μια ανοιχτή καρδιά στο χειρουργικό τραπέζι. Και με μια τέτοια αρχή δεν μπορείς παρά να περιμένεις την ένταση μόνο να ανέβει, κάτι που συμβαίνει με (συγχωρήστε μας το λογοπαίγνιο) χειρουργική ακρίβεια και με μια τόσο μεγαλόπνοη διάθεση που δεν μπορείς παρά να σκεφτείς τον Κιούμπρικ ή τον Τζόναθαν Γκλέιζερ στον τρόπο που ο Λάνθιμος σκηνοθετεί την αρχιτεκτονική των χώρων, των χαρακτήρων και της ιστορίας του.
Το «Ιερό Ελάφι» θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα απόλυτα πετυχημένο κι ανατριχιαστικό θρίλερ εκδίκησης, ή ένα ξεκάθαρο genre film, αφού οι κανόνες του είδους υπηρετούνται (κάθε τόσο) με απόλυτη επιτυχία και συχνά η ένταση είναι σχεδόν ασφυκτική. Ομως καθώς αυτή είναι μια ταινία του Γιωργου Λάνθιμου σε ένα σενάριο του Ευθύμη Φιλίππου, δυο γιατροί μπορεί να συγκρίνουν τα ρολόγια τους και να ρωτά ο ένας τον άλλο σε πόσο βάθος είναι αδιάβροχα, ο πατέρας να ανακοινώνει σε ένα πάρτι ότι η κόρη του μόλις είχε την πρώτη της περίοδο και η αγαπημένη ερωτική στάση του ζευγαριού να είναι η «ολική αναισθησία».
Το φλερτ με το «παράλογο ή το μπανάλ όμως, μοιάζει εδώ να είναι με κάποιο τρόπο η «σύνδεση με τα προηγούμενα», ο τρόπος του Λάνθιμου να κρατήσει ενθαρρυντικά το χέρι του σινεμά του (κι όσων το αγαπούν) πριν το αφήσει ελεύθερο να εξερευνήσει καινούριες ενδιαφέρουσες περιοχές. Και τα βήματα της τέχνης του προς τα μπρος, μοιάζουν στην πραγματικότητα εδώ, με αληθινά άλματα.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το «The Killing of a Sacred Deer» είναι ένα εντυπωσιακό φιλμ που κατορθώνει να συνθέσει τα πιο απροσδόκητα στοιχεία (από το μεταφυσικό μέχρι το pulp κι από το υπαρξιακό έως την σάτιρα και την μαύρη κωμωδία), να δώσει στους πρωταγωνιστές του την ευκαιρία να αναδυθούν από τους ρόλους τους με εξαιρετικές ερμηνείες, αλλά δείχνει να βασίζεται περισσότερο απ΄όσο θα χρειαζόταν στην φόρμα (την μουσική, τις κινήσεις της κάμερας, τις γωνίες) για να στηρίξει ένα δράμα που θα έπρεπε να έχει κάτι περισσότερο από τον αντίκτυπο μιας αρχαίας τραγωδίας όπως αυτή στην οποία αναφέρεται.
Κι αν αυτό δεν συμβαίνει -τουλάχιστον στο επίπεδο που θα έκανε το φιλμ αληθινά μια αληθινά συγκλονιστική εμπειρία- ίσως έχει να κάνει με την απροθυμία του Φιλίππου και του Λάνθιμου να σταθούν απέναντι στους χαρακτήρες και τις πράξεις τους τους με την σαφήνεια που το κάνει π.χ. ο Ευριπίδης σε μια άλλη ιστορία που περιλαμβάνει ένα «ιερό ελάφι», αφήνοντας τους θεατές τους να γεμίσουν τα κενά με αμφιβολία και αβεβαιότητα. Το οποίο βεβαίως μπορεί να είναι εδώ, ακριβώς το ζητούμενο.