Εχοντας δολοφονήσει περισσότερους από εκατό ανθρώπους στην λαμπρή καριέρα του ως πληρωμένος δολοφόνος για την μαφία, ο Ρίτσαρντ Κουκλίνσκι, συνελήφθη το 1986. Τότε ήταν και η πρώτη φορά που η γυναίκα του και οι δυο του κόρες ανακάλυψαν ποια ακριβώς ήταν η δουλειά του και από που προέρχονταν τα χρήματα που τους εξασφάλιζαν μια κάτι παραπάνω από άνετη ζωή στα προάστια του Νιου Τζέρσει...
Το γεγονός ότι για ολόκληρες δεκαετίες κράτησε ανέπαφο το διαχωριστικό σύνορο μεταξύ της αληθινής του ταυτότητας και του προσωπείου του ως οικογενειάρχη, λέει κάτι για τον χαρακτήρα, που τον γνωρίζουμε ως τρυφερό σχεδόν ντροπαλό ραντεβού της μέλλουσας γυναίκας του (την υποδύεται η Γουίνονα Ράιντερ), μόνο και μόνο για να τον δούμε λίγα λεπτά αργότερα να δολοφονεί εν ψυχρώ και χωρίς καμιά τύψη έναν άνθρωπο.
Ο γεννημένος στο Ισραήλ αλλά κάτοικος Αμερικής Εϊριελ Βρόμεν κάνει εδώ την πιο υψηλού προφίλ ταινία της μάλλον αδιάφορης φιλμογραφίας του, στήνοντας μια τεταμένη ιστορία που όμως μοιάζει να βρίσκεται λίγο πάνω από τις δυνατότητές του. Δεν είναι ότι δεν πετυχαίνει την ατμόσφαιρα ή την ανασύσταση της εποχής, ή ακόμη και την πειστική ξενάγηση μας στον κόσμο της παρέας των «καλών παιδιών» που μας συστήνει.
Το πρόβλημα είναι πως το φιλμ του, ακόμη κι αν δοκιμάζει να κοιτάξει πιο βαθιά από την επιδερμίδα και την ιστορία του βασικού του ήρωα, δεν κατορθώνει να χτίσει πετυχημένα το ψυχολογικό πορτρέτο του και παραμένει παγιδευμένο σε μια ασταμάτητη παράθεση γεγονότων και βίας που γρήγορα κουράζει και τον πιο αφοσιωμένο θεατή.
Ο Μάικλ Σάνον εν τούτοις δίνει μια αληθινά ηλεκτρισμένη ερμηνεία, κατορθώνοντας να χωρά στην ίδια σκηνή το σκοτάδι και την απόγνωση ενός ανθρώπου και παραμένει από την πρώτη σκηνή μέχρι την τελευταία, η αληθινή δύναμη που σπρώχνει το φιλμ μπροστά και κράτα τα μάτια σου καρφωμένα στην οθόνη.
Δίπλα του ο Ρέι Λιότα υποδύεται έναν tough guy σε έναν ρόλο που μοιάζει κομμένος και ραμμένος στα μέτρα του, αλλά που ο Λιότα τον έχει παίξει πολλές φορές και μάλιστα ανάμεσα σε αυτούς στο παρόμοιο αλλά και πολύ καλύτερο «Goodfellas» του Σκορσέζε. Και αυτή η σύγκριση, είναι κάτι που η ταινία του Βρόμεν θα ήταν καλύτερο να μην κάνει.
Μια σειρά από ηθοποιούς όπως ο Ντέιβιντ Σουίμερ, ο Στίβεν Ντόρφ, ο Τζέιμς Φράνκο ή ο Κρις Εβανς, κρατούν μικρούς ή λίγο μεγαλύτερους ρόλους στο φιλμ κρυμμένοι πίσω από φαβορίτες μουστάκια και μακριά μαλλιά, κάτι που δεν προσθέτει κάτι αληθινά χρήσιμο πέρα από ένα χαριτωμένο παιχνίδι του να προσπαθείς να ανακαλύψεις ποιος κρύβεται πίσω από αυτή τη... ‘70s τρίχινη επίθεση στην οθόνη...