«Συνέβη ξανά.» Αυτό ομολογεί ο Φιλ στο κινητό στη γυναίκα του, με την κάμερα να ανοίγει και να αποκαλύπτει τους υπόλοιπους της αντροπαρέας σε κακά χάλια, στην ταράτσα ενός κτιρίου να αντικρίζουν με μεθυσμένο σοκ και δέος, μια άγνωστη, αφιλόξενη, ασιατική πόλη. Αυτή τη φορά παντρεύεται ο συντηρητικός οδοντίατρος Στου, η γυναίκα του έχει ρίζες από Ταϊλάνδη, ο γάμος γίνεται εκεί, η δράση, η αντροπαρέα, το hangover μεταφέρονται στην εξωτική, όσο κι επικίνδυνη Μπανγκόκ.
Συνέβη ξανά. Πανομοιότυπα. Με τον Τοντ Φίλιπς και το υπόλοιπο team των σεναριογράφων να ακολουθούν απροκάλυπτα τη δοκιμασμένη συνταγή: ξύπνημα με αμνησία, κατεστραμμένο δωμάτιο, ο ένας απουσιάζει μυστηριωδώς, σωματικά υγρά, βρώμα, ένας γέρος αντί για ένα μωρό, κόκα, flashbacks, ένα διαφορετικό ζώο για παρέα, σεξ με πόρνες, politically incorrect ατάκες, απεγνωσμένη αναζήτηση, γυμνός ο μίστερ Τσάου, τηλεφωνήματα από τη δεξίωση του γάμου, ο Γαλιφιανάκης να περιφέρεται σαν αυτιστικός, απροσάρμοστος εξωγήινος και αυτό από μόνο του να έχει πλάκα.
Οταν συμβαίνει ξανά, έχει πλάκα; Το ιερόσυλο, αυθάδικο, βρώμικο χιούμορ της πρώτης ταινίας, για όσους είναι φαν, είχε μία επιθετική φρεσκάδα. Σε σόκαρε και για αυτό γελούσες. Οι ατάκες ήταν δουλεμένες, οι χαρακτήρες αξιοπερίεργοι, το hangover τους και οι συνέπειές του μυστηριώδεις, οι ανατροπές πίσω από τη δράση έκαναν ακριβώς αυτό: ανέτρεπαν κάτι. Την πλοκή, τις προσδοκίες, τον συντηρητισμό σου.
Ο,τι συμβαίνει στο Βέγκας, φαίνεται ότι δεν παραμένει τελικά στο Βέγκας. Τουλάχιστον για το Χόλιγουντ που βρήκε την κότα (τίγρη/μαϊμού) που κάνει τα χρυσά αυγά και αποφάσισε να κατασκευάσει την πιο γρήγορη, εύκολη, πρόχειρη ομελέτα της ιστορίας των κινηματογραφικών ριμέικ. Ιδανική για το πρωινό hangover αν ήταν το αποτέλεσμα μίας μικρής δημιουργικής έμπνευσης και κατέληγε νόστιμη. Ομως δεν υπάρχει τίποτα το πραγματικά έξυπνο στο νέο σενάριο. Ολα κινούνται με την κεκτημένη ταχύτητα της πρώτης επιτυχίας και την αλαζονική βεβαιότητα ότι, αν παρέχεις το ελάχιστο στο διψασμένο για μόνιμο χαβαλέ κοινό, θα ακολουθήσει και η δεύτερη.
Το ελάχιστο είναι ο Γαλιφιανάκης στην περσόνα που έχει κατασκευάσει και οικειοποιηθεί - ένας μαμόθρεφτος μοναχικός Τζιμ Μπελούσι των 00ς, να πουλάει το παράδοξο ως από μόνο του κωμικό. Το ελάχιστο είναι η μεταφορά από το γυαλιστερό Βέγκας σε μια σκοτεινότερη, πόλη-ταμπού όπως η Μπανγκόκ. Το ελάχιστο είναι οι τίτλοι τέλους με την σειρά των R-Rated, αχαλίνωτων φωτογραφιών που κρύβουν την ταινία που πραγματικά θα θέλαμε να δούμε. Ολα όμως ... συμβαίνουν ξανά. Επαναληπτικά. Κουρασμένα.
Και όσο γελάνε τα ταμεία θα ξανασυμβούν. Καλοδεχούμενα, όπως όλα στο σινεμά. Αρκεί όμως να έχει προηγηθεί του hangover ένα άξιο πάρτι. Κι όχι να σερβίρεται σκέτα ο πονοκέφαλος.