Γεννημένος στη Γερμανία αλλά γνωστός περισσότερο για την καριέρα του στο Χόλιγουντ, η οποία περιλαμβάνει ταινίες όπως την αεροπορική περιπέτεια «Flightplan» (2005) με τη Τζόντι Φόστερ, την κατασκοπική κωμωδία δράσης «RED» (2010) και, πιο πρόσφατα, το αποτυχημένο franchise νεανικής φαντασίας «Divergent», ο Ρόμπερτ Σβέντκε επιστρέφει στη γενέτειρά του για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη, με όρους arthοuse σινεμά αυτή τη φορά, μια διαβόητη αληθινή ιστορία από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου: την ιδιόμορφη περίπτωση του Βίλι Χέρολντ.
Βρισκόμαστε στο 1945, δύο μόλις εβδομάδες πριν από το τέλος του πολέμου, και η Γερμανία έχει καταληφθεί από το χάος, με την ήττα να διαφαίνεται πλέον καθαρά στον ορίζοντα. Εχοντας εγκαταλείψει τα καθήκοντά του, ο 19χρονος στρατιώτης Βίλι Χέρολντ πασχίζει να επιβιώσει γλιτώνοντας παρά τρίχα τόσο από τους διώκτες του όσο και από τους απελπισμένους από τα αλλεπάλληλα πλιάτσικα κατοίκους. Οταν ανακαλύπτει τυχαία ένα εγκαταλειμμένο γερμανικό στρατιωτικό όχημα, βρίσκει μέσα σ’ αυτό τη στολή ενός υψηλόβαθμου Ναζί. Θα τη φορέσει αρχικά για να ζεσταθεί, σύντομα όμως το ένστικτο της επιβίωσης θα τον ωθήσει να υιοθετήσει και την ταυτότητα του προκατόχου της. Καθώς η τύχη θα τον φέρει σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης για Γερμανούς λιποτάκτες, ο Χέρολντ θα διαπράξει μια σειρά από απάνθρωπα εγκλήματα εναντίον ομοίων του, που του χάρισαν το παρατσούκλι «ο Εκτελεστής του Εμσλαντ»
Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει κάποιος για να επιβιώσει; Πόσο εύκολα μπορεί να μετατραπεί ένα θύμα σε θύτη όταν του δοθεί η απαραίτητη εξουσία; Και σε ποιο βαθμό μπορεί να διαβρωθεί απ’ αυτήν ώστε να χάσει κάθε ηθικό φραγμό και υπόσταση του αληθινού εαυτού του; Ο Σβέντκε (ο οποίος υπογράφει ο ίδιος και το σενάριο) χρησιμοποιεί σχεδόν συμβολικά το εύρημα της στολής για να διερευνήσει τα παραπάνω ερωτήματα, χρησιμοποιώντας παράλληλα το φρικιαστικό σκηνικό του πολέμου ως το πλέον ιδανικό φόντο για να ευδοκιμήσει μια τέτοια αποκρουστική και φαινομενικά ακραία «μεταμόρφωση».
Για τον Σβέντκε –και, προφανώς, για τον ήρωά του– η απάντηση είναι απλή: οποιοσδήποτε μπορεί να μετατραπεί σε τέρας κάτω από τις κατάλληλες συνθήκες και με τα κατάλληλα μέσα. Και ο Γερμανός σκηνοθέτης ενορχηστρώνει την τερατώδη αυτή μετάλλαξη με την αξιοζήλευτη βιρτουοζιτέ ενός Ευρωπαίου μάστερ που έχει μελετήσει μεθοδικά τους κλασικούς, με αιχμηρή ασπρόμαυρη φωτογραφία και με μια ταιριαστά ανησυχητική ερμηνεία από τον Μαξ Χουμπάχερ.
Μόνο που η απόπειρά του να αποτινάξει, έστω και για λίγο, το «βεβαρημένο» χολιγουντιανό παρελθόν του και να παραδώσει ένα βίαιο αριστούργημα φεστιβαλικών προδιαγραφών μοιάζει υπερβολικά ερωτευμένη με τον εαυτό της για να κάνει τον κόπο να διερευνήσει περαιτέρω τα κίνητρα του Χέρολντ, πέρα από το απλουστευτικό αυτό πρώτο επίπεδο του συμβολισμού του και πίσω από το ανέκφραστο νέο προσωπείο που φορά ο χαρακτήρας του. Καθώς ο Χέρολντ εκμεταλλεύεται επιδέξια την ίδια τη γραφειοκρατία της φασιστικής μηχανής και χειραγωγεί εξίσου αξιωματικούς, κρατούμενους και απλούς στρατιώτες που πριν από λίγο βρίσκονταν στην ίδια θέση μ’ αυτόν, η ταινία δεν κάνει καμία προσπάθεια να ανακαλύψει έστω και μια υποψία αμφιβολίας και συναισθήματος μέσα του, πέφτοντας στην παγίδα να τον απεικονίσει με τον ίδιο μονοδιάστατο και στερεοτυπικό τρόπο με τον οποίο το Χόλιγουντ συχνά σκιαγραφεί το Ναζί κτήνος. Κι έχοντας εξασφαλίσει πρώτα τη συμπάθεια του κοινού για τον κυνηγημένο πρωταγωνιστή της, το αναγκάζει στη συνέχεια να έρθει αντιμέτωπο με τα ολοένα και πιο φρικώδη και σαδιστικά εγκλήματά του.
Το μήνυμά του είναι ξεκάθαρο, όμως ο Σβέντκε δεν χάνει ευκαιρία να το επαναλάβει με τη διακριτικότητα πολυβόλου: Καθώς μας βομβαρδίζει με τη μία –δεξιοτεχνικά σκηνοθετημένη, είναι αλήθεια– σοκαριστική σκηνή μετά την άλλη, μοιάζει να αντλεί κι ο ίδιος μια κάποια σαδιστική ευχαρίστηση από την οργιαστική παρέλαση βαναυσότητας και παραλογισμού, φορώντας κι αυτός περήφανα ως άλλοθι τη νέα του καλλιτεχνική ταυτότητα.